frear

Δύο μικρά – του Νίκου Καζάζη

Το τάβλι

Κάθε πρωί που βγαίνει στο μπαλκόνι, τη βλέπω να ανοίγει το τάβλι και να χωρίζει τα πούλια στα δύο, τα λευκά δικά της, τα κόκκινα δικά του. Παίρνει τα ζάρια στο χέρι, τα κουνά, τα αφήνει να πέσουν, κι αυτά περιστρέφονται χοροπηδώντας επάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Καμιά φορά αργούν να σταματήσουν, και μόλις ακινητοποιηθούν, παίρνει τα πούλια και τα βάζει στις θέσεις τους. Το παιχνίδι κρατάει κάμποση ώρα, τίποτε δεν της αποσπά την προσοχή, οι λέξεις μέσα της, περισσότερες απ’ όσες μπορεί να σηκώσει, την κρατούν σιωπηλή. Λίγες φορές μόνο αφήνει το βλέμμα να κοντοσταθεί στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, πάνω στην πλαστική καρέκλα, νιώθει ότι είναι τόσα πολλά αυτά που θα ’θελε να του διηγηθεί, που ώρες-ώρες τον παρακαλεί να έρθει να την πάρει. Κάτι πάει τότε να θυμηθεί, η μνήμη όμως σπάει με τον καιρό, το κουδούνι χτυπάει, η κόρη της φέρνει το μεσημεριανό, το βλέμμα της παγώνει τον χρόνο, τα χέρια της κυκλώνουν την απουσία του, το κουδούνι ξαναχτυπά, αφήνει την παρτίδα στη μέση, σηκώνεται με δυσκολία, πάλι αυτός ο κόμπος στον λαιμό, παίρνει μια ανάσα και φωνάζει: Έρχομαι.

⸙⸙⸙

Βόλτα στη Βάρκιζα

Θυμάμαι από παλιά τις βόλτες τους στη Βάρκιζα, μόλις έπεφτε ο ήλιος. Μαμάδες και μπαμπάδες, πάντοτε μαζί, ποτέ χώρια, σαν να θέλουν να σηκώνουν από κοινού τα πώς και τα γιατί, το παιδί ίσα που χωράει στο καροτσάκι, το βλέμμα του απλανές, οι κινήσεις του ακούσιες, τα χέρια και τα πόδια σε απρόσμενες κλίσεις, βαδίζουν πάνω κάτω στην παραλία, μία ή δύο φορές, σπάνια παραπάνω. Οι περαστικοί τούς κοιτούν, κάποιοι με συμπόνοια κάποιοι με οίκτο, αυτοί οι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι, τα σώματα πασχίζουν να δείχνουν ατάραχα, τα μάτια αρνούνται να συναντηθούν. Κι έτσι όπως περπατούν σιωπηλά, δίπλα στις αραγμένες βάρκες, «Ωραία Ελένη», «Δημητράκης», «Αγάπη», ξέροντας πως μοιράζονται μια ζωή που τους γλιστρά μέσα απ΄ τα δάκτυλα, φτάνουν κάποια στιγμή στον πάγκο με το μαλλί της γριάς, κι εκεί κοντοστέκονται, για μια στιγμή μονάχα, όχι περισσότερο, τα κορμιά τους σκαρφαλώνουν σαν αναρριχητικά φυτά πάνω στις σκέψεις τους, οι ώμοι τους κοιτούν ο ένας τον άλλο, όσος χρόνος κι αν περάσει, όσα χρόνια κι αν είναι, πάντα αυτό το αν θα σιγοκαίει μέσα σου.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Hughie Lee-Smith. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: