frear

Για το «Σωσίβιο χώμα» του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Κώστας Παπαγεωργίου, Σωσίβιο χώμα, Μελάνι, Αθήνα 2020.

Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να δούμε ποια είναι η τελευταία. ..
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται…
(Οδυσσέας Ελύτης)

Ο Κώστας Παπαγεωργίου ανήκει στην ποιητική γενιά του ’70, στον κύκλο της οποίας ξεχωρίζει και ως ποιητής και ως δοκιμιογράφος και ως Διευθυντής περιοδικών –Γράμματα και Τέχνες παλαιότερα, Κάππα μετά και Τα Ποιητικά τώρα– για πολλά χρόνια στήριξε και στηρίζει ποιητές, δίνοντάς τους στέγη και βήμα, καθώς και στους νεότερους σωσίβιο ποιητικό χώμα να ρίξουν τις ρίζες τους. Τα βραβεία με τα οποία τιμήθηκε για την ποίησή του, η εκτίμηση των ομοτέχνων του, τα βιβλία του, η εξαιρετική και διακριτή παρουσία του, όλα συνιστούν παραμέτρους της μιας και ύψιστης ποιητικής του προσωπικότητας.

Ο λόγος του μεστός από ό,τι η πλατιά παιδεία του έχει αφομοιώσει, φωνές αγαπημένων ποιητών που έχει στα θυλάκια του μυαλού του αποθησαυρίσει –ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Έλιοτ– συγγενείς, κατά κάποιον τρόπο, αλλά και ο Σολωμός ο αλαφροΐσκιωτος και φωτεινός, οραματιστής και προφήτης. Το όμοιος ομοίω αεί πελάζει των Αρχαίων, τηρουμένων των αναλογιών, στην περίπτωση των ποιητών, αφορά ακριβώς αυτές τις φωνές, τις οποίες ο επαρκής αναγνώστης θα ανακαλύψει κάτω από την κρούστα των ποιητικών κειμένων, θυμίζοντας, ότι τον κάθε αληθινό νεότερο ποιητή διδάσκουν οι παλιοί, πλάι στους οποίους θητεύει, μεταπλάθοντας, μεταποιώντας, εξελίσσοντας και ανανεώνοντας τη γραφή τους για να πάρει τη θέση του πλάι τους, καταθέτοντας το δικό του ιδιάζον προσωπικό στίγμα.

Ο Παπαγεωργίου έχει μιλήσει για την επίδραση που άσκησε πάνω του η γενιά του τριάντα, για το διευρυμένο φάσμα των ποιητικών του επιλογών, για τη μεγάλη παρακαταθήκη που κληρονόμησε και, πώς στη συνέχεια εξελίχτηκε, αυτονομήθηκε και απέκτησε τη δική του φωνή. Η διαρκής παρουσία του, η δημιουργική μοναξιά του, η διάπλατα απλωμένη θλιμμένη διάθεσή του, πένθιμη, θρηνώδης, ελεγειακή, από την οποία όμως δεν εκρέει μοιρολόι αλλά βαθύς στοχασμός, είναι απόλογος μιας ψυχικής περιπέτειας, η οποία του άνοιξε τα μάτια στα άρρητα ενός κόσμου άγνωστου, σκοτεινού και πικρού, την επικράτεια του οποίου, βιαίως, υποχρεώθηκε να εξερευνήσει.

Ο τίτλος της συλλογής Σωσίβιο χώμα εμπεριέχει μια τρομακτική αντίφαση, η οποία είναι διάχυτη σε όλη τη συλλογήˑ Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως. Είναι ο χους που καταλήγει εις χουν και εκεί σώζεται ό,τι πέθανε. Είναι, με τον τρόπο του, το χώμα φύλακας της ζωής.

Τα τριάντα ποιήματα ή ποιητικά πεζόμορφα κείμενα της συλλογής είναι πολύ πυκνά στην έκφραση, φορείς νοημάτων που πολυδιακλαδίζονται σε νοήματα, τα οποία πρωτεϊκώς αλλάζουν συνεχώς και εμπλουτίζονται με άλλα νοήματα, χωρίς να ξεκόβουν από τον κύριο κορμό της αφήγησης. Όλα προκύπτουν από βαθιά σκέψη, βαριά διάθεση, σαν βήματα αναπαιστικής αναπνοής, στο άρρητο.

Ο Παπαγεωργίου μοιάζει να επαναλαμβάνει το ταξίδι του Δάντη στην Κόλαση ή μία εις Άδου Κάθοδον, μόνο που δεν μας δείχνει τους κολασμένους, αλλά τον κόσμο των σκιών, σχήματα και ήχους ασαφείς. Μας ξεναγεί στα «πελιδνά πρόσωπα των πεθαμένων φίλων», όπως ο Βιργίλιος τον Δάντη, αλλά με διαταραγμένη την αλληλουχία, σαν να επικοινωνεί με τον πιο βαθιά κρυμμένο μέσα του εαυτό. Πάντα με λάμψη έστω και επιθετική και πάντα στο φως. Ενδεδυμένος το σχήμα του πένθους «κατάσαρκα» (επίρρημα που αγαπά ο Σεφέρης), γίνεται ο ανταποκριτής ενός κόσμου θλίψης:

«η ακονισμένη λάμα του πρωινού περνάει ξυστά σαν σύρριζα και παίρνει τα ύπτια κεφάλια των ωρών και ανάσκελα ύστερα επωμίζεται το βάρος όλων των αναδυόμενων ήχων»

Δεν μπορώ σ’ αυτήν την «ακονισμένη λάμα του πρωινού» να μη θυμηθώ τον Σεφέρη με τα «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» ή τον Ελύτη, όταν «του ήλιου η λόγχη» τον «αποτελείωνε». Ο Έλληνας νεκρός κατά παράδοση τελειώνει στο φως…

Στην ποιητική ουτοπία του Σωσιβίου χώματος όλα είναι ζωντανά, έχουν φωνή, μιλούν, όπως όλοι οι νεκροί σε κάθε παραδοσιακή μας Νέκυια. Ανάμεσα τους ο ποιητής, ο μόνος που έχει τη δύναμη και το δικαίωμα να παραβιάσει τα σύνορα του άλλου κόσμου, παθών αλλά και παρατηρητής, διερμηνεύει τα ενδότερα του Άδη, φέρνει τα σκοτεινά του εσωτερικά τοπία έξω στο φως. Η μεταγραφή τους ΕΙΝΑΙ το φως, δύσκολη όμως σε λέξεις. Γι’ αυτό τα λόγια του δεν έχουν στίξη, δεν διακόπτονται πουθενά, η ροή είναι συνεχής, ο λόγος είναι εσωτερικός και στο απόσπασμα μέσα στις αγκύλες, κάτι που ο ποιητής συνηθίζει, γίνεται ακόμα πιο εσωτερικός, αποκρυφικός. Εικόνες και ήχοι, ρυτίδες κουβάρι. Πλοκή, περιπλοκή, λαβύρινθος.

Μιλήσαμε για Δάντη και Κόλαση, για Νέκυια και Άδη και ιδού, στο πρώτο ποίημα, μπροστά μας, οικοδόμημα που λέγεται «Μουσείο», χώρος εμβληματικός για το ό,τι εκτίθεται εκεί. Το άριστο τέχνημα της Δημιουργίαςˑ ο άνθρωπος. Θα κοσμήσει την είσοδο όχι με έναν Σκεπτόμενο με τον τρόπο του Αύγουστου Ροντέν, Σκεπτόμενος είναι ο ίδιος, αλλά με ένα πλάσμα «φίδι μισό μισό πουλί… της εισόδου έμβλημα». Βρισκόμαστε λοιπόν πράγματι μπροστά στην περίφημη Πύλη του Δάντη, αυτήν που όποιος την περάσει πρέπει να ξεχάσει κάθε ελπίδα; Και τι είναι η ζωή; αυτό που σέρνεται στη γη, «σαν χωραφίσιος πόντικας», όπως έλεγε ο Έζρα Πάουντ σε μετάφραση Ηλία Κυζηράκου; Ή μήπως «ένα σημάδι στο χώμα» που αφήνει σαν αποχαιρετισμό «στο νόημα του κόσμου /το ρακούν», όπως λέει ο Γ. Βέης (Μετάξι στον κήπο, «Μονολεκτικά»); Ή, αντιθέτως, είναι αυτό που πετάει στον ουρανό, σαν πουλί, σαν πεταλούδα; Μια αίσθηση συγκερασμού αρχαίας και χριστιανικής παράδοσης αφήνει νύξεις.

Στο 6ο ποίημα και μέσα στην αγκύλη διαβάζουμε: «Ώστε μπορεί εγώ να ήμουν ο ίσκιος μου άρα σήκωνα το χέρι αντήλιο οικόσιτος σε ομοίωμα του σώματός μου». Κρύβεται ένας Πλάτωνας εδώ ή η χριστιανική αντίληψη για το σώμα σκήνωμα της ψυχής;

Η εξερεύνηση του Κάτω Κόσμου έχει πολλές φορές και από πολλούς επιχειρηθεί. Η παράδοση είναι γεμάτη από τον θρήνο εκείνων που επιθυμούν να επιστρέψουν στη ζωή, παράπονο καθαρό και ευανάγνωστο. Ο Παπαγεωργίου όμως δεν μεταφέρει σαφή μηνύματα. Μόνο ίχνη μας δίνει για τη διαδρομή στον χώρο του μυαλού και της ψυχής, όπου έχει τον τόπο της η μήτρα που γεννάει τους στίχους.

Δεν έχει μιλήσει (μάλλον, ίσως, δεν ξέρω) για το αν ο Ελύτης, τον έχει επίσης αγγίξει. Θα τολμήσω, όμως να πω πως η αγκύλη του 2ου κειμένου με Εκείνον, επιλεκτικά, συνομιλεί:

«Κραυγή τεντωμένη κλωστή περιβάλλει τους ίσκιους κι ας κανείς μην ακούει κι ας γδέρνει το φως ως τη θέα των πραγμάτων –νοερής ρυτίδας τράβηγμα κουβάρι ατελείωτο κυλάει ως του βυθού το πλάνο ξήλωμα δεξιά των ονομάτων…».

Κοιτάζω τις τρεις πρώτες λέξεις «Κραυγή τεντωμένη κλωστή» και νομίζω πως ακούω τη Μαρία Νεφέλη να κραυγάζει: «Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο/ μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους /κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου/ να εφεύρεις μια γλώσσα ίσως τσιρίζοντας / ί ι ι ι ι». Η φράση «κι ας γδέρνει το φως ως τη θέα των πραγμάτων» μου θυμίζει ακόμα μία λόγχη, αυτήν «από άσπρο φως» («Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου»), που, με τη σειρά της παραπέμπει στην πύρινη ρομφαία του Αρχαγγέλου. Το «ξήλωμα δεξιά των ονομάτων» με προτρέπει: «πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι», του Μικρού ναυτίλου. Αλλα το «πλάνο ξήλωμα» στου «κισσού το πλάνο ψήλωμα» του Γεωργίου Δροσίνη με οδηγεί. Η «χωρίστρα του ήλιου» και «τα περασμένα μεσάνυχτα» ελυτικές μνήμες, επίσης.

Κι έτσι, νομίζω πως ο Παπαγεωργίου, με όλη την ποιητική κληρονομιά αποθηκευμένη στη δική του Νέκυια, αντιμετωπίζει τα «πελιδνά πρόσωπα των πεθαμένων φίλων», επωμίζεται «το βάρος όλων των αναδυόμενων ήχων» και σκιών, όπως ο Ελύτης στο Ημερολόγιο, «Πέμπτη 16», ξημερώθηκε «έχοντας διατρέξει αλφαβητικά την ιστορία του θανάτου…» βλέποντας τα ονόματα των αγαπημένων φίλων σαν στάλες της βροχής στα τζάμια.

Η «γυάλινη χωρίστρα του ήλιου», το «γυάλινο μάτι της ημέρας», το «ράγισμα του γυαλιού σε άλικα χείλη», το «σπάσιμο του γυαλιού» όλα κοφτερά, λαμπερά και επικίνδυνα με «λάμψη φλογώδη». Όμως οι «Μέρες ζυμώνουν πρόσφορα με αντί μαγιά προζύμι». Το προζύμι προϋποθέτει ζωή. Κάθε πρόσφορο είναι προσφορά στη ζωήˑ από εκείνον που ζει πάνω στη γη σ’ εκείνον που ζει κάτω από τη γη. Έτσι, τεκμαίρεται πως και αυτή με δικά μας έξοδα γυρίζει… και οι νεκροί είναι άνθη της αύριον ή είναι το χυμένο αίμα, όπως έλεγε ο Σικελιανός, που λίπανε το χώμα για να βλαστήσει την Ειρήνη. Όσο και αν τα παραπάνω είναι τα θραύσματα από διαφορετικά συγκείμενα, η ουσία τους γίνεται αγκωνάρι οικοδομήσιμο και χρήσιμο σε νέο Ναό. Χωνεμένη η παράδοση στο έργο του νεότερου ποιητή αποτελεί και αυτή το σωσίβιο χώμα της ποίησης.

Δεν είναι εύκολο να καλουπώσει κανείς το θέμα της συλλογής του Κώστα Παπαγεωργίου, να του δώσει το σχήμα που επιθυμεί ή εκείνο που θα του ήταν εξόφθαλμα προσιτό. Μόνο από τις αστραψιές του νου, παίρνουμε ιδέα, διδασκόμαστε πώς να διαισθανόμαστε τα αόρατα και ανάκουστα, τους ήχους και τις σιωπές, τα μηνύματα ενός άγνωστου κόσμου και να κατεβαίνουμε στα σκοτεινά μεγάλα μέρη, να συναντήσουμε το σωσίβιο χώμα που ανασαίνει πάντα. Ο ποιητής πάσχων ο ίδιος, έμπειρος της φωτιάς, αίρει στους ώμους του σαν να είναι δικά του τα δεινά του ανθρώπου ότι άνθρωπος εστί. Τα στοιχεία της θρησκευτικής μας παράδοσης λειτουργούν σωστά και τυπικά. Τέλος, για κάτι που καθόλου δεν έχει τέλος, η συλλογή θα μπορούσε να σχολιαστεί μέσα από τα εικαστικά της ανάλογα τα οποία μας ανοίγουν τις πύλες των μεγάλων Μουσείων του κόσμου. Γιατί, όπως μας έχει πει ο Σεφέρης «Το σχολειό για να μάθουμε να εκτιμούμε τα έργα τέχνης είναι τα άλλα έργα της τέχνης και τίποτε άλλο» (Μέρες Γ΄, Μνήμη Καβάφη, σελ. 89). Με αυτή την σκέψη και με πολλή περίσκεψη το Σωσίβιο χώμα του Κώστα Παπαγεωργίου μας συγκινεί, ενώ η «θέα και μόνο ενός μεσίστιου θαυμαστικού» μας υπενθυμίζει ότι η ποίηση γίνεται και με ιδέες και με λέξεις, και με αισθήματα και με αστραφτερό ταλέντο και με την πρόγευση της αλήθειας του θανάτου από τη φωτιά του στα καψαλισμένα μας δάχτυλα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: