frear

Για τη συλλογή του Κώστα Μπουρναζάκη «Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια» – γράφει η Αγγελική Καραθανάση

Κώστας Μπουρναζάκης, Μέσα σὲ ἥλιους καὶ φεγγάρια, Ἰκαρος, Αθήνα 2020.

Βιβλίο καλαίσθητο και προσεγμένο στις λεπτομέρειες το καινούργιο ποιητικό βιβλίο του Κώστα Μπουρναζάκη, από το οποίο απουσιάζουν βιογραφικό και φωτογραφία του καθώς και τα «άλλα έργα του ιδίου», που συνήθως υπάρχουν στα περισσότερα βιβλία που εκδίδονται στην εποχή μας. Η απουσία τους εδώ, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, είναι, νομίζω, εσκεμμένη· ακολουθεί τη λογοτεχνική θεωρία ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο, πεζό ή ποιητικό, πρέπει να ερμηνεύεται ως αυτό που είναι, χωρίς καμιά πληροφορία για τον δημιουργό του. Το έργο αυτόνομο και αυτοδύναμο, αν έχει καλλιτεχνική αξία και αν μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη, νικάει από μόνο του τον χρόνο.

Ωστόσο, στις ποιητικές συλλογές του Μπουρναζάκη, και σε αυτή, δίνεται μια βοηθητική πληροφορία στο τέλος των περισσότερων ποιημάτων, ο μήνας και το έτος γραφής τους· η αναγραφή αυτή σε συνδυασμό με κάποια ενδοκειμενικά στοιχεία ορίζουν το ιστορικό πλαίσιο της ποιητικής σύλληψης και συμβάλλουν στην ερμηνεία και στην κατανόηση του συγκεκριμένου ποιήματος. Π.χ. στην ενότητα «Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια» στο ποίημα 11, σ. 45, η αναφορά στον πρώτο κιόλας στίχο «Στὸν Ἥλιο τὸν πορτοκαλή […]» (ονομαστό πλοίο της εποχής) ιδωμένη με τον φακό της χρονολογίας στο τέλος, «Αὔγουστος-Ὀκτώβριος 1992», κατευθύνει και την ερμηνεία.

Στα ποιήματα και τούτης της συλλογής οι ποικίλες εικόνες κυριαρχούν, ακόμη και οι πιο σπάνιες για την ποίηση οσφρητικές, γεύσης, αφής. Υπερτερούν όμως οι οπτικές εικόνες, με ποικιλία χρωμάτων και αποχρώσεων, και οι κινητικές που συνδυάζονται συχνά με την παραγωγή ήχου από έμψυχα όντα: από έντομα (τζιτζίκια) και ποικίλα πουλιά, πότε πότε και από ανθρώπους (γέλια –πιο συχνά γυναικεία–, τραγούδια, βοές από «ἄπιαστες λέξεις», καμιά φορά θρήνοι και λυγμοί) και από άψυχα: αέρας, θρόισμα φύλλων, νερά, κύματα, καμπάνες και διάφοροι άλλοι ήχοι φανταστικοί που «σπᾶν τ’ ἀμύγδαλα τῆς πάχνης». Κι ο παραγόμενος ήχος δημιουργεί κινηματογραφικές εικόνες: π.χ. στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Πρωὶ μὲ μοίρα», ο ήχος μιας καμπάνας (μήπως την τρομακτική δυνατή βροντή το ποιητικό υποκείμενο τη μεταμορφώνει σκόπιμα στον καθόλου τρομακτικό ήχο μιας καμπάνας;) ξεσηκώνει έντομα και πουλιά σε «πανηγύρι» φτερουγισμάτων.

Στα ποιήματα κυριαρχεί επίσης ένας ανοίκειος κι απρόσμενος συνδυασμός λέξεων («πράσινο ἄστρο», «ἀνάβει ὁ οὐρανός» –αντί αστράφτει–, «γαλάζιο αἷμα» –το αίμα, ως το απαραίτητο υγρό ζωής για τα δελφίνια, χρωματίζεται, κατ’ οικονομία, γαλάζιο, αφού το νερό είναι άχρωμο–, «βαθυπράσινη φωτιά», «μελαψές φωνές», «κελαηδιστά νησιά», «πράσινο ὄνειρο» κτλ.) που, ενώ εκπλήσσει με την τολμηρή μεταφορικότητα, λειτουργεί θετικά στο ποίημα.

Ο ποιητής έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη διάταξη των στίχων, γιατί κι αυτή κάτι σημαίνει· π.χ. στο καθαρά ερωτικό ποίημα «Μεγάλο μεσημέρι» οι τελευταίοι τρεις στίχοι σχηματίζουν μια σκάλα που οπτικά κατεβαίνει και στο τέρμα της καταλήγει να είναι η αγαπημένη:

«τὸ Ρόδο τῆς Ἀνατολῆς:
τώρα δικό σου
καὶ γιὰ πάντα».

Αλλά οι ίδιοι τρεις στίχοι είναι και σκάλα που ανεβαίνει ως το πλατύσκαλο, όπου τον περιμένει η αγαπημένη: «καὶ γιὰ πάντα /τώρα δικό σου/τὸ Ρόδο τῆς Ἀνατολῆς»· υποδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο ότι το σταδιακό πλησίασμα είναι που οδηγεί με βεβαιότητα στην παντοτινή απόκτηση του πολύτιμου «Ρόδου τῆς Ἀνατολῆς» (της αγαπημένης).

Δεν είναι ξένη η φιλοσοφική διάσταση στα ποιήματα της συλλογής. Το δεύτερο ημιστίχιο του τελευταίου στίχου του ποιήματος «Με την ανάσα των άστρων, 1», σ. 16, «νύχτα δική μας πορφυρὴ καὶ μὲ τοῦ χρόνου τὰ κλειδιὰ δοσμένα» δείχνει, νομίζω, μια υπαρκτή αβεβαιότητα· η παθητική μετοχή «δοσμένα», μόνο με υποκείμενο («τὰ κλειδιά), χωρίς αντικείμενο και χωρίς ποιητικό αίτιο (για να μιλήσω με συντακτικούς όρους), αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη για μια ανοιχτή διπλή σημασία: «δοσμένα» σε μας; ή «δοσμένα» από μας; Δηλαδή, μας έχουν δοθεί τα κλειδιά του χρόνου, ώστε να μπορούμε να ανοίξουμε, να βγούμε και να χωρίσουμε, όποτε το θελήσουμε; Ή έχουμε εμείς από μόνοι μας παραδώσει τα κλειδιά και θα είμαστε κλεισμένοι κι αιώνια μαζί σε μια πορφυρή νύχτα ατέλειωτη; Αβεβαιότητα, ή βεβαιότητα της σχέσης; εντελώς αντίθετα νοήματα, αλλά νομίζω αυτή είναι η χάρη του στίχου, που δεν πλάστηκε τυχαία έτσι, αφού ο καθένας έχει την ελευθερία να εννοήσει ή να επιλέξει το νόημα που του ταιριάζει.

Τα ποιήματα, κατά τη γνώμη μου, κρυπτοερωτικά κυρίως, κινούνται σε ένα κλίμα ευγενικής κι εσωτερικής έκστασης· η φύση, σε όλες τις εποχές της, και τα στοιχεία της (άστρα, σύννεφα, αέρας, ουρανός, πουλιά, όρη, φυτά, θάμνοι, δέντρα, καρποί, δροσιά, βροχή, νερά, θάλασσα, όρμοι, βράχια, ακρογιάλια, ήλιος, φεγγάρι) αισθητικοποιούν και εξυμνούν, μέσα από τη δοξολογία τους, τον ανθρώπινο έρωτα, ακόμη και στην απόλυτα ιδιωτική έκφρασή του («Ταξίδι, 2», «Καλειδοσκόπιο, 2»). Έτσι το ποιητικό υποκείμενο γίνεται «όλβιο» από το εσωτερικό θάμβος του θαύματος της συνάντησης και της συμπλήρωσης του προσώπου του.

Αν κατά το λογοτεχνικό ρεύμα του παρνασσισμού το ποιητικό υποκείμενο δεν εκφράζει τα συναισθήματά του, αλλά τα υποβάλλει και αν κατά τον συμβολισμό οι λέξεις, μέσα από τη μεταφορική χρήση τους, δεν δηλώνουν απλά, αλλά υποδηλώνουν και συμβολίζουν, τότε νομίζω πως τα ποιήματα της συλλογής κινούνται ανάμεσα στα δύο αυτά ρεύματα, από τα οποία (ποιήματα) όμως δεν λείπουν κάποια υπερρεαλιστικά στοιχεία.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Hans Emmenegger. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη