Τον αδερφό της μητέρας μου και πρωτότοκο της οικογένειας τον έλεγαν Κώστα, αλλά τον φώναζαν Κάτη γιατί ήταν κατάξανθος και είχε μουστάκι πολύ αραιό σαν αυτό που έχουν οι γάτες. Τα ξαδέρφια μου και ‘γω τον βλέπαμε στην οικογενειακή φωτογραφία που είχε η γιαγιά κρεμασμένη στο τοίχο της σάλας, ψηλός και κατάξανθος, σωστός Ρώσος αριστοκράτης.
Εμείς τα μικρά, δεν τον είχαμε δει ποτέ και από σκόρπια λόγια των μεγάλων φανταζόμασταν ότι ο θείος Κάτης ζούσε σε άλλη χώρα, γιατί ήταν άρρωστος και το κλίμα του χωριού δεν τον σήκωνε. Η ιστορία που είχαμε πλάσει του έδινε μια μυθική διάσταση και, ανακατεμένη με τα μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Δουμά, τον φανταζόμασταν ως πολύ πλούσιο να αναπαύεται σε μια πολυθρόνα αγναντεύοντας τη θάλασσα, τα δε πόδια του να είναι σκεπασμένα με μια μάλλινη κουβέρτα και να καπνίζει σκεφτικός την πίπα του. Τις Απόκριες πάντα κάποιος από μας συνήθιζε να ντύνεται θείος Κάτης. Φυσικά αυτά τα λέγαμε μόνο μεταξύ μας γιατί για κάποιον ανεξήγητο για μας λόγο ήταν απαγορευμένη η οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με το πρόσωπό του. Θεωρούσαμε ότι λόγω της αρρώστιας του, στεναχωριόταν με αυτήν τη συζήτηση και γι’ αυτό την απέφευγαν.
Ένα μεσημέρι, χτύπησε η πόρτα και εμφανίστηκε ένας χοντρούλης, πλαδαρός, μεσόκοπος άντρας με βαμμένα σαντρε τα λιγοστά μαλλιά του και σχεδόν βγαλμένα τα φρύδια του. Η απόλυτη όψη της παρακμής. Η μητέρα μου κόντεψε να πάθει συγκοπή στη θέα του, δεν πίστευε στα μάτια της, είχε να τον δει είκοσι πέντε χρόνια, από τότε που έγινε «το κακό» όπως έλεγε, αλλά τον αναγνώρισε αμέσως.
Μας έδιωξε κακήν κακώς και κάλεσε τους υπόλοιπους για να αποφασίσουν τι θα κάνουν, μάλλον για να αποφασίσουν πώς θα τον ξεφορτωθούν. Ο Κάτης είχε γυρίσει και δεν ήξεραν τι να τον κάνουν.
Η υποδοχή του Κάτη ήταν παγερή και μάλλον εχθρική, διότι αυτό το ρεμάλι, όπως τον αποκαλούσαν στις πιο καλές στιγμές τους, δεν είχε καμία θέση στην οικογένεια.
Αυτός με περισσή ηρεμία τους εξήγησε ότι δεν είχε πού να πάει και ότι αν δεν τον βοηθούσαν, θα διεκδικούσε το μερίδιο του από την περιουσία του παππού, ο οποίος παρεμπιπτόντως τον είχε αποκληρώσει και τέλος πάντων θα τους έκανε ρεζίλι παντού.
Δεν πέρασε μία εβδομάδα και η μητέρα μου με ένα από τα αδέρφια της και τον Κάτη έφυγαν για την Αθήνα αξημέρωτα. Ο ένας θείος μου που ήταν δικηγόρος κανόνισε να του βγάλει επίδομα απορίας και να τον βάλουν σε ένα ίδρυμα. Πράγματι βρήκαν μια κλινική, μάλλον τρελάδικο, τρίτης κατηγορίας αλλά δίπλα στη θάλασσα και τον έβαλαν εκεί, αφού του υποσχέθηκαν ότι κάθε δυο μήνες θα περνάει κάποιος απ’ την οικογένεια για να τον βλέπει. Αλλιώς τους απείλησε ότι θα ερχόταν να μείνει στο χωριό.
Η σειρά της μαμάς μου ήρθε μετά από μερικούς μήνες. Πήγαμε μαζί. Τον ζήτησε με το όνομά του, αλλά αντί αυτού, ακούει την προϊσταμένη να φωνάζει από το μεγάφωνο να έρθει στην είσοδο η Πάμελα.
Η μητέρα μου στο άκουσμα της «Πάμελα» ένοιωσε μια μικρή ζαλάδα και κοίταξε έκπληκτη την προϊσταμένη.
-Μας είπε ότι τον φωνάζετε Κάτη, είχαμε μια γάτα εδώ που την φωνάζαμε Πάμελα, αλλά πέθανε και μας είπε από δω και πέρα να τον φωνάζουμε Πάμελα, της απάντησε σχεδόν αδιάφορα κουνώντας το κεφάλι της με ειρωνεία σα να της έλεγε «πού νομίζεις ότι ήρθες, τρελάδικο είναι..»
Ο θείος ήρθε με μια γαλάζια σατέν ρόμπα μες στην απλυσιά. Μπορεί να την είχε βουτήξει απ’ τα σκουπίδια, ή από κάποιον άλλο τρόφιμο, ποιος ξέρει. Η μητέρα μου τον ρώτησε αν περνάει καλά εδώ, όχι ότι την ένοιαζε, έτσι, για να πούνε κάτι. Θα προτιμούσε να είχε πεθάνει αλλά όπως έλεγε ήταν γερής κράσεως. Μετά πήγε να επιθεωρήσει το κρεβάτι του, το οποίο δεν είχε σεντόνια.
-Εδώ κοιμάσαι; τον ρώτησε.
-Όχι. Κοιμάμαι με τον Ηρακλή, είναι ο άντρας μου.
Σκέφτηκα ότι ήρθε η ώρα να ζητήσω αιθέρα για την λιποθυμία της, αλλά ευτυχώς παρέμεινε ψύχραιμη.
-Καλά, του είπε, θα ξανάρθω.
– Ναι, ναι, της είπε προσποιητά και έφυγε.
Οι γιατροί μάς είπαν ότι είναι ήρεμος, παίρνει τα φάρμακά του και δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Η μητέρα μου υπό άλλες συνθήκες θα ήθελε να τους βρίσει και να τους ρωτήσει πώς είναι δυνατόν να αφήνουν δύο άντρες να κοιμούνται παρέα. Θα ξεσήκωνε τον κόσμο. Αλλά συγκρατήθηκε, γιατί αν της έλεγαν ότι δεν θα τον κρατούσαν αδυνατούσε να σκεφτεί τι θα τον έκανε.
Η γιαγιά που στο μεταξύ είχε πάθει άνοια, κάθε απόγευμα μας έλεγε την ιστορία του Κάτη και έτσι μάθαμε την ιστορία του.
Ήταν πολύ όμορφος, δεν υπήρχε αμφιβολία. Αλλά οι άνθρωποι είναι πολύ κακοί. Στα είκοσί του τον έπιασαν στα πράσα με τον δάσκαλο του χωριού. Αφού τους ρήμαξαν στο ξύλο και τους δυο, τον δάσκαλο τον άφησαν φύγει, γιατί είχε οικογένεια και λυπήθηκαν τα παιδιά του, δεν ξανάκουσε κανείς τίποτα γι’ αυτόν, αλλά τον Κάτη τον έγδυσαν και τον πήγαν στη πλατεία, όπου τον κούρεψαν μέχρι να έρθει η αστυνομία. Με τη μεσολάβηση του παππού μου δεν πέρασε από δίκη, ούτε γράφηκε τίποτα στο ποινικό του μητρώο γιατί μαζί με το δικό του θα λερωνόταν και το ποινικό μητρώο όλης της οικογένειας. Άγριες εποχές.
Θεωρήθηκε ψυχασθενής, ίσως και να έγινε απ’ το ξύλο και την διαπόμπευση. Τον έκλεισαν σε μια ιδιωτική κλινική οπού τον πότισαν τόνους ψυχοφάρμακα. Όμως η κλινική έκλεισε και όλοι οι τρόφιμοι έμειναν στον δρόμο, γιατί κανείς δεν τους ήθελε. Ο θείος Κάτης περιπλανήθηκε στη νύχτα της Αθήνας για μερικά χρόνια, μέχρι που κουράστηκε και εμφανίσθηκε στο σπίτι μας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν είχε δόντια και του είχαν απομείνει ελάχιστα μαλλιά, γι’ αυτό κάθε φορά που πηγαίναμε μας ζητούσε να του φέρουμε μια περούκα, την οποία εννοείται δεν πήγαμε ποτέ.
Μας ειδοποίησαν ότι πέθανε ξαφνικά ένα απόγευμα στην αγκαλιά του Ηρακλή. Αυτό το τελευταίο η μητέρα μου έκανε πως δεν το άκουσε και αποφάσισε, από τύψεις, να πάμε να τον πάρουμε και να τον θάψουμε στο χωριό, εννοείται, αυτό που τον διαπόμπευσε, να βρει επιτέλους η ψυχή του ηρεμία, όπως χαρακτηριστικά είπε.
Ο διευθυντής της κλινικής, αφού ολοκληρώσαμε όλα τα πρακτικά θέματα, μας παρακάλεσε να αναλάβουμε τον Ηρακλή γιατί αλλιώς θα πέθαινε.
-Είναι πολύ τρυφερός και έχει καλό χαρακτήρα. Πάω να σας τον φέρω.
Η μητέρα μου τον κοιτούσε αποσβολωμένη να απομακρύνεται. Ο γιατρός χωρίς να περιμένει την απάντησή μας ξαναγύρισε με ένα κλουβάκι. Το άνοιξε και βγήκε ο Ηρακλής, που μόνο Ηρακλής δεν ήταν κι αυτός απ’ τα γεράματα.
Ο Ηρακλής, ο άντρας του Κάτη ή Πάμελα, πέθανε την άλλη μέρα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Italo Valenti. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]