Thomas Bernhard, Ρίττερ, Ντένε, Φος, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2020.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ θεωρεί το θέατρο μία πολύ «λεπτή υπόθεση». Το 1957 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών «Μοτσαρτέουμ» του Σάλτσμπουργκ, με διπλωματική εργασία για το θέατρο του Αρτώ και του Μπρεχτ.
Το 1984 γράφει το θεατρικό έργο Ρίττερ, Ντένε, Φος που εκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κριτική, σε πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Είναι, επίσης, η χρονιά που εξέδωσε ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, την Ξύλευση, για την οποία μηνύθηκε από τον επιστήθιο φίλο του, τον συνθέτη Γκέρχαρντ Λάμπερσμπεργκ, καθώς ο τελευταίος αναγνώρισε τον εαυτό του στο πρόσωπο του ήρωα του βιβλίου Άουερσμπέργκερ.
Το Ρίττερ, Ντένε, Φος παίχτηκε για πρώτη φορά το 1986. Είναι τα επώνυμα των τριών μεγάλων Γερμανών ηθοποιών, «έξυπνων» όπως τους χαρακτηρίζει ο Μπέρνχαρντ, δηλαδή της Ίζλε Ρίττερ, της Κίρστεν Ντένε και του Γκερτ Φος, οι οποίοι έπαιξαν και στην πρώτη παράσταση του έργου. Η σκηνοθεσία ήταν του φίλου του Μπέρνχαρντ, Κλάους Πάιμαν. Γιατί άραγε ο τίτλος του έργου φέρει τα ονόματα των ηθοποιών που έπαιξαν στην πρώτη παράσταση; Είναι αυτό το θεατρικό έργο βασισμένο στις ζωές τους; Ή μήπως η αξία της παράστασης έγκειται στην προσωπικότητα αυτών των συγκεκριμένων ηθοποιών; Ο Μπέρνχαρντ, πράγματι, εξαρτούσε την απόδοση της παράστασης από την υποκριτική τέχνη των ηθοποιών του. Τα έργα του δεν χαρακτηρίζονται από πλοκή, ούτε από σκηνική φαντασία. Η θεατρική δράση είναι η δράση ενός καταιγιστικού ρυθμού της γλώσσας, που αποδίδεται με μεγάλους μονολόγους και όχι διαλόγους, που στο κείμενο μάλιστα, δίνεται με τη μορφή στίχων.
Ο χώρος της σκηνής του Μπέρνχαρντ είναι όσο πιο λιτός γίνεται, σχεδόν απογυμνωμένος και με μία αίσθηση σκοτεινότητας. Η γλώσσα και ο ρυθμός της γίνεται ο πραγματικός πρωταγωνιστής. Άλλοτε με σαρκασμό και ειρωνεία, άλλοτε με θυμό και υπερβολή, πότε σκωπτικά και πότε δηκτικά, η γλώσσα παρασέρνει τους ήρωες σε μία γνωριμία με την τραχιά μοίρα τους. Δεν είναι η κλασική γλώσσα της επικοινωνίας των ανθρώπων –αυτή τη λειτουργία της άλλωστε την αποδομεί– αλλά ένα δομικό μοτίβο έκφρασης αυτού που δεν φαίνεται, ενός εσωτερικού τραύματος, μιας σύγκρουσης ή ακόμη και της ιδέας που έχει ο πρωταγωνιστής για τον εαυτό του.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία του θεάτρου του Μπέρνχαρντ, είναι συγκεντρωμένα στο Ρίττερ, Ντένε, Φος. Η υπόθεση εξελίσσεται στη διάρκεια μόλις μιας ημέρας, στο αρχοντικό μιας βαθύπλουτης μεγαλοαστικής οικογένειας, στο Ντέμπλινγκ, μιας αριστοκρατικής περιοχής της Βιέννης. Ο Λούντβιχ Φος, είναι μία μορφή, φτιαγμένη από την αντιδικία των δύο αδελφών του, της Ρίττερ και της Ντένε, ηθοποιών στο επάγγελμα, από την επιρροή της φιλοσοφίας του Βιτγκενστάιν στον Μπέρνχαρντ και από την ιδέα του ίδιου για τον εαυτό του. Ο Λούντβιχ Φος διαμένει οικειοθελώς σε μία ψυχιατρική κλινική στο Στάινχοφ και συγγράφει τους δύο τόμους της Λογικής του, απομονωμένος από τον υπόλοιπο «λογικό» κόσμο. Η Ντένε καταφέρνει και τον πείθει να έρθει στο προγονικό τους σπίτι να γευματίσουν μαζί με τη Ρίττερ. Το μικρό του όνομα, η αναφορά μέσα στο κείμενο της «νορβηγικής καλύβας», η καταγωγή από βαθύπλουτη μεγαλοαστική οικογένεια και η συγγραφή της «Λογικής», παραπέμπουν στον αυστριακό φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.
Ο Βιτγκενστάιν, έγραψε στην καλύβα του, στο Skjolden της Νορβηγίας, το Tractatus που μιλά για τα όρια της γλώσσας και για το περιβάλλον πέραν αυτής. Σε μία επιστολή στον Ράσελ γράφει ότι «το κύριο σημείο (…), είναι τι δεν μπορεί να εκφραστεί με προτάσεις, αλλά να δειχθεί…». Ο Μπέρνχαρντ ορμώμενος από την πεποίθηση ότι «δεν μπορείς να μεταφέρεις στο χαρτί όσα σκέφτεσαι ή φαντάζεσαι», αμφισβητώντας την αξία της γλώσσας, ενσαρκώνει την αδυναμία της, δημιουργώντας μία παράσταση για τον εγκλωβισμό των ανθρώπων απ’ αυτήν. Λέει ο Φος, «Περπάτησα για λίγο με τον Σοπενχάουρερ/ με τον Νίτσε/ μοιραίες φιλίες/ χάρτινοι δεσμοί/ αδέλφια εκ των βιβλίων/ τυπωμένες ερωτικές σχέσεις/ Εντέλει τίποτε/ όλα αηδιαστικά/ Στα βιβλία μπαίνουμε/ όπως στα εστιατόρια/ πεινασμένοι διψασμένοι/ πεθαμένοι στην πείνα παιδί μου/ Πρώτα μας υποδέχονται φιλικά/ μας εξυπηρετούν/αλλά μας εξυπηρετούν άσχημα/ μας εξυπηρετούν όλο και πιο άσχημα/ και τέλος μας διώχνουν/ ή εγκαταλείπουμε οι ίδιοι αυτά τα εστιατόρια αμέσως/ επειδή δεν αντέχουμε άλλο τη δυσωδία τους/ το κακό μαγείρεμα/ το άθλιο σερβίρισμα/ άλλα φυσικά όχι/ χωρίς να πληρώσουμε έναν τερατώδη λογαριασμό.»
Οι αδελφές του, η Ρίττερ και η Ντένε, χρησιμοποιούν την ηθοποιία σαν μία διαφυγή από την πλήξη, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες έχοντας και τη σίγουρη θέση στο παλκοσένικο καθώς ο θείος τους είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου. Στην πρώτη πράξη, η Ρίττερ παρουσιάζεται με σαφή αποστασιοποίηση από την έγνοια της Ντένε για τον αδελφό τους, σαρκάζει και αποδομεί όσα η τελευταία προσπαθεί να δώσει κάποια αξία. Λειτουργούν ως αντίρροπες δυνάμεις, χωρίς στην ουσία να συνδιαλέγονται, αλλά μένοντας ολοκληρωτικά κλεισμένες στον εαυτό τους, αποτελώντας ένα προοίμιο για την εμφάνιση του Φος στις επόμενες δύο πράξεις.
Οι τρεις τους, με αφορμή το γεύμα, περιστρέφονται συνεχώς γύρω από τα ζητήματα του εσωτερικού τους εγκλωβισμού. Ο Φος για τη εκούσια διαμονή του στο ψυχιατρείο, η Ρίττερ και η Ντένε στην χωρίς νόημα ύπαρξή τους και στην τεράστια πλήξη τους που τις οδήγησε να γίνουν ηθοποιοί. Η οικογένειά τους, που απεικονίζεται σκηνικά με τα πορτραίτα του πατέρα και της μητέρας, είναι παρούσα, όχι φυσικά ως λυτρωτική απεικόνιση ενός ισχυρού και θεραπευτικού δεσμού, αλλά σαν ένας ακόμη ανυπόφορος αναγκασμός. Ο Φος μιλάει για τις αδυναμίες των γονιών του προς τους τρεις τους αναφέροντας το μίσος του πατέρα του προς αυτόν. Καταλήγει, λοιπόν, να λέει κρίνοντας τη διάταξη των πορτρέτων στον τοίχο, πως είναι μία διαστροφή να κρέμονται αντικριστά επί τριάντα χρόνια και να μην έχουν ούτε μία φορά κατεβεί. Αναλαμβάνει την αλλαγή σαν να θέλει να αλλάξει –μάταια όμως– και την κατεύθυνση των βλεμμάτων τους.
Το χρονικό διάστημα των τριάντα χρόνων αναφέρεται και από τη Ντένε στην αρχή ακόμη του έργου, σαν μία απελπιστική επανάληψη του οικογενειακού προτύπου. Το μοτίβο εγκλωβισμού επανέρχεται χωρίς να συμβαίνει στη μακρά διάρκειά του μία ρωγμή ελευθερίας. Τόσο μεταλλικό, τόσο απροσπέλαστο, τόσο αέναο. Ο Μπέρνχαρντ δεν είχε την πεποίθηση πως οι άνθρωποι σκέφτονται και πράττουν ελεύθερα. Αντίθετα σχεδίαζε τους χαρακτήρες τους σαν να κινούνται από την επιρροή μιας αρρώστιας ή μιας τρέλας με ένα ιδιότυπο μηχανικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο πως ο Φος, στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο, παρουσιάζεται να νοσηλεύεται σε ψυχιατρικό ίδρυμα με τη δική του θέληση, αντιμετωπίζοντας τη διαμονή του ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό.
Ο Φος λέει «μόνο όταν είμαστε άρρωστοι/ είμαστε ευτυχισμένοι». Αν και πλησιάζουν την τραγικότητα οι ήρωές του, το θέατρο του Μπέρνχαρντ δεν είναι τραγωδία. Η απελπισία των ηρώων του, η σισύφεια προσπάθειά τους να σπάσουν τα δεσμά τους, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, δημιουργεί καταστάσεις φάρσας. Ο Μπέρνχαρντ μειδιά και χλευάζει βάζοντας τον Φος να πει «έχουμε χρόνο/ για να τελειοποιηθούμε».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]