frear

Για τη «Θεϊκή μανία» της Άλντα Μερίνι – γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας

Alda Merini, Θεϊκή μανία, επιλεγμένα ποιήματα 1951-2008, εισαγωγή-μετάφραση: Έλσα Κορνέτη, εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 205.

Προσεκτική δουλειά από μια επίμονη εργάτρια του Λόγου, που ισορροπεί τη συστηματικότητα με την διαισθητικότητα, αναπλάθοντας στην ουσία με φειδώ, σεβασμό και αισθητική μέριμνα τα πρωτότυπα τεχνουργήματα της Άλντα Μερίνι που γεννήθηκε και πέθανε στο Μιλάνο (1931-2009). «Τα πρώτα της ποιήματα θα τα γράψει στα δεκαπέντε της χρόνια, ένα χρόνο πριν παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια ψυχικής αστάθειας και εισαχθεί σε κλινική για ένα μήνα… Η αίσθηση της τραγικής ειρωνείας αλλά και του χιούμορ ανήκουν στη μοναξιά της γράφουσας. Στους σύντομους πυκνούς στίχους της η ποιήτρια αιχμαλωτίζει όλη την αρμονία, αλλά και την παραφωνία του κόσμου, καταγγέλλοντας την ερωτική αφλογιστία και κάνοντας έκκληση για την επανάκτηση των αισθήσεων… Στην αναμέτρησή της με ένα πανίσχυρο Θεό κι έναν αδύνατο εαυτό, είναι αμείλικτη, ατρόμητη… Αυτή ήταν η γήινη γυναίκα Άλντα Μερίνι, με τη μεγάλη καρδιά, μια γυναίκα απλή, μια γυναίκα όπως όλες, που ήθελε ν’ αγαπηθεί για το φύλο της, για τη γυναίκα-γυναίκα που ήταν κι όχι για το έργο της, για την γυναίκα-ποιήτρια που έγινε», λέει η καλή μεταφράστρια και μελετήτρια Έλσα Κορνέτη στον ποιητικό πρόλογό της. Η ιδιότητα του ποιητή είναι κυρίαρχη, ακόμα και στον δοκιμιακό του λόγο και η Έλσα Κορνέτη είναι από τις πλέον λεπταίσθητες κι αισθαντικές δραματικές ποιήτριες του καιρού μας, με έντονο το στοιχείο του λυρισμού αλλά και κάποιας σουρεαλιστικής διανοουμενικότητας (κατά το «οικουμενικότητας»). Έτσι λοιπόν συνδημιουργεί σε αυτό το εκλεκτικής τάξεως πόνημα μια ποίηση ερμητικά ανοικτή [ας μου συγχωρεθεί ο οξύμωρος νεολογισμός, αλλά είναι προτιμότερο να μιλάς για πρωτότυπα επιτεύγματα με καθολικότερα αιρετικό τρόπο]…

Λένε πως είμαστε οι επιλογές μας, όμως αυτό δεν υποδηλώνει απαραίτητα κάποια εκλεκτική συγγένεια ψυχικού τύπου, γιατί συχνά ελκόμεθα από τα αντίθετα, τα συμπληρωματικά κι – ενίοτε – από τα παραπληρωματικά.

Το επίτευγμα όμως είναι εδώ, ανεξάρτητα από τους οποιουσδήποτε ψυχολογισμούς, καταφάσεις κι αντιφάσεις μας [ημών ιδίων των αναγνωστών].

Βυθιζόμαστε λοιπόν στην (διαμεσολαβημένη) ποίηση της Alda Merini με την εμβρίθεια του επαρκούς αναγνώστη και με την επίγνωση του ατελούς κάθε απόπειρας κριτικής προσέγγισης ενός σύμπαντος απολύτως κλειστού κι – ως εκ τούτου – ανοικτού σε κάθε ανάγνωση.

Στο πρώτο ανθολογούμενο ποίημα «Ο Καμπούρης» (σελ. 19), η υφέρπουσα νεορομαντική θλίψη ακυρώνεται από την γκροτέσκα φιγούρα ενός παραμορφωμένου ανθρώπου-σχήματος που λειτουργεί ως ιδέα κι εφαλτήριο υπέρβασης σε άλλες χωροχρονικές αφορμές.

Ιδιαίτερα σημαντικό όμως είναι το δεύτερο ποίημα με τον συμβολικό τίτλο «Φως» (σελ. 23), που επιλέγω να το παραθέσω αυτούσιο στην μεταφραστική του αρτιότητα:

Φως

Ποιος θα σου γράψει, θείο φως
ότι εκπηγάζεις αμετάβλητο και αναλλοίωτο
από το λυτρωμένο μου βλέμμα;
Εγώ όχι: γιατί η ουσία της αυτογνωσίας
είναι “μυστικό” αιώνιο και ασύλληπτο·
εγώ όχι γιατί και μόνο ονομάζοντάς σε
σε αμφισβητώ και σε χάνω·
εσένα, παράξενη αλήθεια που με ανακαλείς
στον ποθητό τρόπο της ύπαρξής μου.
Ευλογημένη ομοίωση,
υπερευλογημένο το παιχνίδι το απλό,
το συναρπαστικό και μυστηριώδες,
το να επιμένουμε να είμαστε δύο διαφορετικές και όμως
τόσο όμοιες· αλλά σε αυτό
βρίσκεται το απίστευτο και μοιραίο κλειδί
του δικού μας “υπάρχειν”· και ο νους
που σε προφταίνει, αν ποτέ αναρωτιόταν
γιατί δεν σε κλέβει από το Σύμπαν
για να ανυψώσει καλύτερα το ίδιο του το σώμα,
ευθύς θα σε διέλυε.
Επαναλαμβάνεται έτσι για μένα ο αρχαίος μύθος
του Έρωτα και της Ψυχής σε αυτήν την ένωση
με τρόπο τόσο ζοφερά
φωτεινό· αλλά, Θεά,
κανείς ποτέ δεν ξέρει ότι τη νύχτα σηκώνω
της ζωής μου το φτηνό φανάρι
για να αναμετρηθείς με προαισθήματα
που αναδίνονται από άνθη και από κάθε χάρη.

Η νεοπλατωνική άποψη για τη σχέση του θεοποιημένου Έρωτα με την αφυλοποιημένη Ψυχή υπονομεύεται εδώ από μια ποιήτρια (από δύο ποιήτριες, εν προκειμένω), που δεν είναι τόσον άφρων ώστε να στερήσει την Υψηλή Ποίηση από τον «μεταφυσικό» μυστικισμό της. Κι όπως λέει ο Εδουάρδος Συρέ στους “Μεγάλους Μύστες”, από τότε που επιστήμη και Μυστικισμός πήραν διαζύγιο ακρωτηριάστηκε η ανθρώπινη Σκέψη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ποιητική λειτουργία, που, εάν δεν άπτεται άλλων διαστάσεων, χάνει ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού και του βεληνεκούς της.

Το συμβολοποιημένο Φως πρωταγωνιστεί όμως και στο επόμενο ποίημα «Η παρθένα» (σελ. 25). Το αγαπημένο μοτίβο της πεταλούδας χάνει όμως εδώ τις συνήθεις μελοδραματικές του διαστάσεις. Η μεγάλη ποιήτρια ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στον λυγμό και στο λελογισμένο δάκρυ, κατέχει τη μακραίωνη διονυσιακή τέχνη της υποκριτικής ως μήτρας απασών των τεχνών.

Κι ένα ποίημα ποιητικής αμέσως μετά (σελ. 29):

Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα

Οι ποιητές εργάζονται τη νύχτα
όταν ο χρόνος δεν είναι επιτακτικός,
όταν σιωπά ο θόρυβος του πλήθους
και τελειώνει το λυντσάρισμα των ωρών.
Οι ποιητές εργάζονται στα σκοτεινά
όπως τα νυκτόβια γεράκια ή τα αηδόνια
που με το πιο γλυκό τραγούδι
φοβούνται μη και προσβάλουν τον Θεό.
Όμως οι ποιητές, μέσα στη σιωπή τους
είναι πολύ πιο θορυβώδεις
κι από τον χρυσό θόλο των αστεριών.

Η αναφορά στον Θεό λειτουργεί εδώ μάλλον ως λογοτεχνική σύμβαση.

Στο επόμενο πόνημα (σελ. 31) αυτές οι «απόλυτες σφαίρες του έρωτα» παραπέμπουν σε άλλες εποχές της ποιητικής έκφρασης και δημιουργίας, αλλά η «σωματική εμμονή» της πεζολογούσας ποιήτριας προσγειώνει τον Λόγο σε μη καθημερινά εξωπραγματικά όρια. Αυτή η ανοικείωση που επιτυγχάνεται δια της ποιητικής τέχνης αποκτά εδώ την πλέον δραστική, δραματική της μορφή.

Όχι, μη γυρίσεις

Όχι, όχι, μη γυρίσεις πίσω,
θα ήταν απάνθρωπος ο τρόμος,
θα μ’ έβγαζες από αυτά τα γλυκά όνειρα
ή ίσως θα έβρισκες πως αυτή η πανωλεθρία
είναι η σάρκα μου κι ο ζωντανός σταυρός μου,
μη γυρίσεις να με δεις, κείμαι εν ειρήνη
στις απόλυτες σφαίρες του έρωτα
και είμαι κιόλας γυμνή και μόνη
σαν ένα μαραμένο ρόδο στο νυχτερινό αεράκι.

Όμως εκεί που η πανερωτική, σωματικότατη αντίληψη της ένωσης με το Όλον αποκαλύπτεται πλέρια είναι στο ποίημα της σελίδας 39:

Σε σένα γνώρισα τα θαύματα

Σε σένα γνώρισα τα θαύματα·
θαύματα αγάπης που αποκαλύπτονταν
κι έμοιαζαν με τα κοχύλια
όπου μύριζα τη θάλασσα και τις έρημες
αμμουδερές παραλίες και εκεί μέσα στον έρωτα
χάθηκα όπως μέσα στην καταιγίδα
πάντα σταματημένη κρατώντας αυτήν την καρδιά
που (το ήξερα καλά) αγαπούσε μια χίμαιρα.

Με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο ρυθμό συνεχίζουμε την αργή, προσεκτική, ηδονική ανάγνωση αυτού του καλαίσθητου τόμου που θα κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη αναγνώστου που θα την αναζητήσει για να εμπλουτίσει την πνευματική του οδύσσεια με ποιητικές αναδιφήσεις του Αρρήτου στον ιδιαίτερο εκείνο χώρο όπου η Γνώση κατακτάται εξ αποκαλύψεως, αλλά δεν χαρίζεται άνευ κόπου και δίχως παιδεία θανάτου.

Εν κατακλείδι, θα πω πως πρόκειται για δύο ποιήτριες που λειτουργούν ως «προφήτισσες» εκσωματώνοντας κι ενσωματώνοντας την ερωτική υπαρξιακή εμπειρία με απολύτως προσωπικό, συμπληρωματικό αλλά και παραπληρωματικό τρόπο.

Κρίνουμε τους ποιητές και μέσα από τα μεταφράσματά τους, αφού εκεί αποδεικνύεται η δεξιοτεχνία στη χρήση του λόγου, στην κατοχή των εκφραστικών μέσων και στην γνώση της γλώσσας-πηγής.

Προτείνω λοιπόν την Έλσα Κορνέτη για βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης και της εύχομαι να τα εκατοστήσει τα πονήματά της που μας φέρνουν σε επαφή με αλλόγλωσσες ποιητικές εκφράσεις και εκφάνσεις.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη