frear

Για το βιβλίο της Αγγελικής Σιδηρά, «Οίμοι, λέγουσα» – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Αγγελική Σιδηρά, Οίμοι, λέγουσα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2020.

Κι οι μάνες είναι για να κλαιν
(Οδυσσέας Ελύτης)

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Αγγελικής Σιδηρά, με τον τίτλο Οίμοι, λέγουσα, εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί παραλογή, ένα ιδιαίτερο είδος δημοτικού τραγουδιού, με δικά του χαρακτηριστικά, πολύστιχο, αφηγηματικό με ολοκληρωμένο μύθο και έντονο δραματικό χαρακτήρα, με αρχαία την καταγωγή. Δείγματα παραλογών –τυπικών ή άτυπων- έχουμε πολλά. Γενικώς, εδώ μας ενδιαφέρει ο θρήνος μιας μάνας για τον χαμό του γιου της, ανεξαρτήτως της ορολογίας που χαρακτηρίζει το είδος και τέτοιο δείγμα μάς παρέχει ο θρήνος της Εκάβης στην Ω ραψωδία της Ιλιάδας:

Έκτορα, το καλύτερο απ’ όλα τα παιδιά μου
και όταν ήσουν ζωντανός, καλέ μου, των θεών ήσουν αγαπημένος

……………………………………

Μπροστά μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη.

Στη νεότερη ποίηση, ο Γιώργος Σεφέρης μάς δίνει ανάλογο παράδειγμα στο ποίημα «Ο δικός μας ήλιος»:

«Δειλοί μού πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν,
σεις τα σκοτώσατε…
Μια γυναίκα ούρλιαζε: «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχτα.

Ο Γιάννης Ρίτσος στον Επιτάφιο, και με τον τίτλο και με τον στίχο ταυτίζει τη μάνα με την Παναγία στης οποίας το «Ω γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατό μου Τέκνον πού έδυ σου κάλλος;»

αντιπαραθέτει τους στίχους:

Γιέ μου…
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Ακόμα οι στίχοι

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ πού θάμπω
Που απόμεινα ξερό κλαδί σε χιονισμένο κάμπο

συγγενεύουν άμεσα με την παραλογή «Του νεκρού αδελφού»:

Κι έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Ο Ελύτης στον Ανθυπολοχαγό:

Γιατί, ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!

Το θέμα κοινό, ο θρήνος της μάνας πανάρχαιος, τα ανάλογα δείγματα πολλά και όλα με κοινά τα χαρακτηριστικά τα οποία αναφέραμε στην αρχή.

Και φτάνουμε στην νεότερη στη σειρά ποιήτρια, την Αγγελική Σιδηρά, της οποίας η συλλογή Οίμοι, λέγουσα υπήρξε και το έναυσμα γι’ αυτό το κείμενο, όπου αναγνωρίζουμε όλα τα χαρακτηριστικά της παραλογής: η πολύστιχη, σε είκοσι πέντε ποιήματα, αφηγημένη ιστορία ενός γιου, με ολοκληρωμένο τον μύθο, διεκτραγωδημένο από τη μητέρα του, με έντονη δραματικότητα και μεγάλο ψυχικό πάθος.

Ο τίτλος προέρχεται από το τροπάριο της Κασσιανής:

Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει …ζοφώδης τε και ασέληνος …

Η συλλογή, επομένως μπορεί να εκληφθεί και ως τραγωδία, με Είσοδο, Στάσιμα, Έξοδο.

Είναι μια συλλογή που κλείνει μέσα της τον πόνο της «αιώνιας μάνας», όπως λέει ο Άγγελος Σικελιανός στη «Ιερά Οδό», που για «τον καημό της κόρης της λεγόταν Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία». Εν ολίγοις, ενώ πρόκειται για προσωπικό πόνο, στην ουσία αφορά τον αιώνιο πόνο που μέσα από την τέχνη έχει χαραχτεί στη συλλογική συνείδηση.

Στην προκειμένη περίπτωση η θρηνούσα μάνα, χωρίς καθόλου να επαναλαμβάνει τα γνωστά, αλλά μόνο αυτά που αταβιστικά βιώνει πάντα μία μάνα, συνθέτει ύμνο και θρήνο για τον γιο που έχασε. Στο βιβλίο υπάρχουν και οι ζωγραφιές των εγγονιών της που εικαστικά απέδωσαν, με τα μικρά χεράκια τους, το πάθος της οικογένειας για τη μεγάλη απώλεια του μπαμπά και γιου.

Αρχίζοντας από την εικόνα του εξωφύλλου, αναγνωρίζουμε το ποίημα «Depression» της σελίδας 29. Ήτοι, από Depression, δηλαδή κατάθλιψη, έπασχε ο Ουίστον Τσώρτσιλ ο οποίος έλεγε ότι, όταν είχε κρίσεις, τον ακολουθούσε ένας μαύρος σκύλος. Αυτός ο μαύρος σκύλος, πλάι του ένας νεαρός με μια κιθάρα, κρυμμένος κάτω από τα πολλά μαύρα μαλλιά του (σαν πλερέζα), μπροστά σ’ ένα πικάπ και ένα τασάκι με ένα τσιγάρο, είναι η σύνθεση της Μαριάννας Παπακώστα. Η Μαριάννα είναι η κόρη του γιου που χάθηκε. Του Αλέξη. Στη σελίδα δεκαέξι, σε μια άλλη εικόνα, ο Θοδωρής Παπακώστας, που ήταν έξι χρονών στο γεγονός, απεικονίζει την επομένη του δυστυχήματος τον Αλέξη που πέφτει με τη μηχανή του σε μια χαράδρα. Στη σελίδα 35, ο Γιώργος Παπακώστας, οχτώ χρονών τότε, ζωγραφίζει ένα μεσαιωνικό ιππότη με το σπαθί στο χέρι κι ένα γραπτό μήνυμα με τα παιδικά ανισομεγέθη του γράμματα: «Γιαγιά μην αφήνεις τη λύπη να σου επιτήθετε. Κάνεάμυνα. Πολεμησέτην».

Και η ίδια, η μητέρα και γιαγιά, τι κάνει; Θρηνεί σαν Παναγία και Εκάβη και Δήμητρα και Αλκμήνη κα σαν κάθε καθημερινή μάνα, ξαναζώντας και υποφέροντας ανά πάσα στιγμή. Σκέφτεται τα Χριστούγεννα, την εορτή του, τα γενέθλιά του, μια μέρα που της ξαναμπήγει το μαχαίρι στην πληγή και κάνει υπομονή να περάσει και να έρθουν οι άλλες 364 μέρες που θα θρηνεί χωρίς διακοπή. Βλέπει τα μάτια της μικρής Τζωρτζίνας και την απορία της μπροστά στη ζωγραφιά του Θοδωρή. Κοιτάζει τη Μαριάννα που κοιμάται και του μοιάζει. Τον ακούει που λέει: «Μάνα… είμ’ εδώ στο πρόσωπό της, / στα μαλλιά, στα χέρια… δεν έφυγα. Μην κλαις!».

Κοιτάζει τον λεκέ από το τσιγάρο του στο πανάκριβο χαλί στο σαλόνι και νιώθει σαν αυτός ο λεκές να είναι η εστία της ορχήστρας μέσα στο σπίτι, που γονατίζει για να τον φιλήσει.

Όταν ήταν μικρή την έλεγαν Κούλα, εκείνη επέβαλε το Αγγελική. Ο μικρός εγγονός την φωνάζει Κουλιώ, ο πιο μεγάλος αποφεύγει ή την λέει «μαμά». Ο Αλέξης την προσφωνούσε «Μάνα», μια λέξη που δεν θα της απευθυνθεί ποτέ πια. Την πληγώνει που στο θέμα έκθεσης «Ο πατέρας μου», η Τζωρτζίνα παρέδωσε την κόλλα άγραφη. Η Τζωρτζίνα ονόμασε το χρυσόψαρό της Αλέξη, πηγαίνει στο τζάμι του ενυδρείου και του μιλάει κρυφά: «Αλέξη, Χρόνια πολλά, μπαμπά μου».

Δεν έχει τέλος ο πόνος, δεν έχει θεραπεία. Δεν προσφέρουν τίποτα τα νηπενθή-αντικαθλιπτικά χάπια. Ο πιο σκληρός μήνας είναι ο Απρίλης, είχε διαβάσει κάποτε στον Έλιοτ, αλλά το μήνυμα του στίχου το νιώθει καλά τώρα που ανεβαίνει τον Γολγοθά.

Και ανεβαίνει γράφοντας, μεταφέροντας τον πόνο στο μολύβι της που φθίνει, χωρίς να φθίνει και ο καημός. Δεν την παρηγορεί καμιά θεωρία, επιστήμη ή θρησκεία. Δεν ξεχνιέται ο «εκκωφαντικός γδούπος» στις πεντέμισι το πρωί. Δεν ξεχνιέται «Ο Αλέξης μου». Μια φωτεινή χαραμάδα μόνο στη μαυρίλα της καρδιάς, το μήνυμα του εγγονού:

«Γιαγιά μην αφήνεις τη λύπη να σου επιτήθετε. Κάνεάμυνα. Πολεμησέτην». Την πολεμάει με τον μόνο τρόπο που έχει∙ Οίμοι, λέγουσα, κλαίουσα.

***

Δείτε την Αγγελική Σιδηρά να απαγγέλει ένα από τα ποιήματα της συλλογής για το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών εδώ

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη