Τα αρχέτυπα της κουλτούρας μας στη σύγχρονη λογοτεχνία
Το βιβλίο Ιστορίες με Σειρήνες και Γοργόνες που εμπνεύστηκε και επιμελήθηκε η Αλεξάνδρα Ζαμπά, διευθύντρια για τη διεθνή παιδική λογοτεχνία του ιταλικού εκδοτικού οίκου Vita Activa, είναι ένα καλαίσθητο εικονοβιβλίο. Σε αυτό διασταυρώνονται δεκαοκτώ λογοτέχνες από την Κύπρο και την Ελλάδα με αφηγήσεις ή ποιήματα για τις Σειρήνες και τις Γοργόνες, τις μειξογενείς αυτές οντότητες της λαϊκής μας παράδοσης που μας παραδίδονται από τον Όμηρο ακόμη. Το βιβλίο είναι δίγλωσσο. Τα έργα είναι γραμμένα στα ελληνικά. Αποδίδονται όμως και στα ιταλικά από την Αλεξάνδρα Ζαμπά, η οποία έχει γράψει και τον πρόλογο.
Δώδεκα διηγήματα και έξι ποιήματα. Διηγηματογράφοι: η Κούλα Αδαλόγλου, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, η Πόλυ Χατζημανωλάκη, η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, η Μαρία Καντωνίδου, η Φροσούλα Κολοσιάτου, η Έλσα Κορνέτη, η Μαρία Κουγιουμτζή, ο Πάμπος Κούζαλης, η Μαρία Λουκά, η Κίκα Πουλχερίου και ο Αιμίλιος Σολωμού. Ποιητές/Ποιήτριες: ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, ο Ανδρέας Καρακόκκινος, η Χλόη Κουτσιουμπέλη, η Ευτυχία Αλεξάνδρα-Λουκίδου, η Μυριάνθη Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου και η Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα. Η εικονογράφηση έγινε από την Πάολα Πετσότα (Paola Pezzotta).
Το βιβλίο ανήκει στο είδος της παιδικής λογοτεχνίας. Όμως διαβάζεται και από μεγάλους. Εξάλλου τα σύντομα κείμενα της συλλογής είναι μικρά αριστουργήματα. Αφηγήσεις και ποιήματα που δημιουργούν παραμυθένια διάθεση και μπορεί να τα απολαύσει ο αναγνώστης σε όποια ηλικία. Τα σκηνικά είναι πολλαπλά. Οι χρονότοποι αλλάζουν διαρκώς. Όμως συμπλέκονται γύρω από το ίδιο θέμα: τις Σειρήνες και τις Γοργόνες, τις αρχετυπικές φιγούρες της αρχαίας μυθολογίας.
Η χρήση του μύθου στη λογοτεχνία υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό πολλών λογοτεχνικών σχολών, για παράδειγμα των παρνασσιστών του 19ου αιώνα. Ορίστηκε ωστόσο και διαμορφώθηκε –από τις αρχές του 20ού αιώνα και ύστερα– από τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Ο Τόμας Έλιοτ είναι ο πρώτος που όρισε την μυθική μέθοδο. Παρουσιάζοντας το μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόυς Οδυσσέας, έγραφε σε άρθρο του στο περιοδικό The Dial:
Χρησιμοποιώντας τον μύθο και χειριζόμενος έναν συνεχή παραλληλισμό ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα, ο κ. Joyce ακολουθεί μια μέθοδο που άλλοι μετά από αυτόν πρέπει να ακολουθήσουν. Είναι ένας τρόπος ελέγχου, τακτοποίησης, μορφοδότησης και νοηματοδότησης του απέραντου πανοράματος ματαιότητας και αναρχίας που είναι η ιστορία. […] Αντί για αφηγηματική μέθοδο, μπορούμε τώρα να χρησιμοποιούμε τη μυθική μέθοδο.
Οι Σειρήνες, τα μυθικά γυναικεία πρόσωπα, στο έργο του Τζόυς, αντιστοιχούν με τα κορίτσια του μπαρ του Ξενοδοχείου Όρμοντ στο οποίο καταφεύγει ο Μπλουμ για ένα καθυστερημένο γεύμα και ακούει από τη διπλανή αίθουσα μερικούς φίλους να τραγουδούν με τη συνοδεία του πιάνου.
Το βιβλίο Ιστορίες με Σειρήνες και Γοργόνες ακολουθεί τη μυθική μέθοδο που προτείνει ο Τόμας Έλιοτ. Ο μύθος γίνεται κατώφλι μέσα από το οποίο υποστηρίζονται οι προβληματισμοί, οι εμπειρίες και οι ιδέες των συγγραφέων. Γίνεται το προσωπείο πίσω από το οποίο κρύβεται ο δημιουργός. Οι ιστορίες που καταγράφονται αγγίζουν την απλή διακειμενικότητα ή φτάνουν τα όρια της διασκευής. Μέσα από νύξεις και αναφορές φωτίζουν τον μύθο με τρόπο συχνά απρόσμενο.
Υπερρεαλιστικές και ονειρικές οι περισσότερες κατασκευές, αίρουν τους κοσμοχρονικούς περιορισμούς μεταστοιχειώνοντας μέσω της φαντασίας δραστικά την πραγματικότητα. Η διαδικασία απελευθερώνει τη συνείδηση. Το παιδί-αναγνώστης μεταφέρεται στο μυθολογικό σύμπαν του κειμένου. Η σκέψη του εξακοντίζεται «πέρα από τους τρεις ωκεανούς και τα τρία βουνά» [1]. «Δυτικά του ήλιου και ανατολικά της σελήνης» [2]. Στον αέναο και μη μετρήσιμο χρόνο, όπως όριζε η Nicolajeva τον μυθικό κόσμο του παραμυθιού. Στο in illo tempore, των Λατίνων. Είναι ο χρόνος που ρέει αντίθετα με τον πραγματικό κόσμο.
Τα διηγήματα διαθέτουν εξαιρετική πλοκή, πρωτότυπο σκηνικό και γρήγορο ρυθμό. Δίνουν έμφαση στις εντυπωσιακές εικόνες, όπως τα video clip. Οι χαρακτήρες τους είναι αληθοφανείς. Εκφράζουν έντονες καταστάσεις και ισχυρά συναισθήματα. Συνδυάζουν τη φαντασία και τις αισθήσεις με το σασπένς. Τα ποιήματα είναι κυρίως αφηγηματικά. Κάθε κείμενο και μια συνομιλία με έναν διαφορετικό τρόπο. Μέσα όμως από τη μαγική διάσταση της ζωής, παρουσιάζουν τη θεματολογία των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων, με το προσφυγικό και το οικολογικό να έχουν την πρωτοκαθεδρία.
Η Γοργόνα άλλοτε βοηθάει μικρά παιδιά προσφυγόπουλα και με τη θετική της αύρα βάφει κόκκινο τον θαλάσσιο ορίζοντα στην Αριστοτέλους. Άλλοτε ψάχνει τον αδελφό της, τον Μέγα Αλέξανδρο, μαζί με το μικρό αγόρι που ερωτεύτηκε την προσφυγοπούλα Σαμιράχ από τη Συρία και την έχασε. Άλλοτε πάλι γίνεται συλλογή σε ένα αγόρι πρόσφυγα πολέμου που τις νύχτες ρωτάει αν ζει η μάνα και ο πατέρας, η δασκάλα και το λιόδεντρο, η βάρκα στην πατρίδα του. Σώζει ένα μικρό δελφίνι που παγιδεύτηκε στον γυάλινο κύλινδρο. Είναι κουρελού· αναδύεται τα δειλινά και φωνάζει για την Αμμόχωστο. Γυναίκα τατουάζ στο μπράτσο ενός άντρα. Παραμάνα που συντροφεύει ένα βρέφος ασυνόδευτο. Είναι η Γοργώ. Πάει για ψώνια και βγάζει selfie. Ευαισθητοποιείται για τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση ή προσπαθεί να σώσει έναν ναύτη στον πίνακα του ζωγράφου Jogn William Waterhouse.
Τα παιδιά μέσα από το βιβλίο Σειρήνες και Γοργόνες προσλαμβάνουν τα αρχέτυπα της κουλτούρας μας με τρόπο νέο. Διαλέγονται με την ελληνική πολιτισμική παράδοση. Κάνουν συσχετίσεις και παραλληλισμούς μέσα από τους οποίους αντιλαμβάνονται την ειρωνεία της ανθρώπινης μοίρας. Γίνονται ικανά να βιώσουν συναισθήματα. Να αναπτύξουν την εσωτερική τους διαλεκτική.
«Η λογοτεχνία δεν αποτελεί μονάχα πολιτισμικό κεφάλαιο, αλλά συνιστά μια εντροπιακή και ανατρεπτική δύναμη», έγραφε ο Cullier το 2010. Στη σύγχρονη εποχή των εργαλειοποιημένων εκπαιδευτικών συστημάτων, όπου η φαντασία συνθλίβεται προς όφελος της εξειδικευμένης και χρησιμοθηρικής γνώσης, η παιδική λογοτεχνία, με τη συνεισφορά ενός τέτοιας ποιότητας βιβλίου, οδηγεί το παιδί σε ένα εγκεφαλικό και γλωσσικό παιχνίδι πολύτιμο. Οι σύντομες αφηγήσεις με τις μυθολογικές αναφορές αποτελούν πεδίο για ένα γοητευτικό και συνάμα ωφέλιμο παιχνίδι του λόγου και της σκέψης.
Το παιχνίδι, σύμφωνα με τον Ολλανδό ιστορικό Johan Huizinga, στη ρηξικέλευθη μελέτη του Homo Ludens, αποτελεί βασική ανθρωπολογική κατηγορία. Η κουλτούρα και ο πολιτισμός βασίζονται στο παιχνίδι. Μέσω της φαντασίας και της διαχρονικής γοητείας του παιχνιδιού ο άνθρωπος κατορθώνει να ξεπεράσει τη μονοτονία και τη βιαιότητα της φύσης, όπως και τις ασφυκτικά καταπιεστικές αιτιοκρατικές του δεσμεύσεις. [3]
Στην ανάγνωση, όπως ακριβώς και στο παιχνίδι, γράφει ο Huizinga, καλλιεργείται μια ψευδαίσθηση, μια illusion. Η λέξη σημαίνει ακριβώς αυτό, in lusio, είσοδο σε παιχνίδι. Καλλιεργείται μια καταβύθιση στον φανταστικό χρόνο. Στο μεγάλο παιχνίδι της λογοτεχνίας οι λέξεις απελευθερώνονται από τις συμβατικές τους χρήσεις. […] Οι συμβατικές σχέσεις σημαίνοντος και σημαινομένου ανατρέπονται. Αξιοποιούνται στο έπακρο οι οπτικοί και ηχητικοί συνειρμοί. Από τον Shakespeare ως τον Caroll, από τον Joyse ως τους Borges και Calvino, […] όλοι οι νεότεροι συνεχιστές τους μέσα από τα ευφυή λογοπαίγνια, την ειρωνεία, το δαιδαλώδες ύφος αναδεικνύουν τις υψηλές γραπτές εκφράσεις του παιχνιδιού. [4]
Γνωσιακοί επιστήμονες εξάλλου επισημαίνουν πως τα παιδιά που ξεκινούν το νηπιαγωγείο, έχοντας ακούσει και χρησιμοποιήσει χιλιάδες λέξεις των οποίων τα νοήματα έχουν πλήρως κατανοηθεί, διαθέτουν σημαντικό πλεονέκτημα στον στίβο της εκπαίδευσης. Τα προγνωστικά, αντίθετα, για όσα παιδιά δεν εκτέθηκαν σε διηγήσεις, ομοιοκαταληξίες και παραμύθια είναι ιδιαίτερα δυσμενή. [5]
Το εικονοβιβλίο Σειρήνες και Γοργόνες μεταφέρει τα παιδιά στον χρονότοπο της φαντασίας. Τα υποβάλλει σε ένα παιχνίδι σκέψης και συνειρμών με άμεσους και έμμεσους πρωταγωνιστές των διηγήσεων και των ποιημάτων τα νερένια όντα, τις Σειρήνες και τις Γοργόνες. Οι μύθοι εμπλέκονται. Οι συγγραφείς εκμεταλλεύονται όλη τη μυθολογική σκευή. Το σκηνικό, γήινο, εναέριο ή θαλάσσιο, μεταιχμιακό πολλές φορές, ονειρικό ή μυστηριακό, αποτυπώνει τις υφολογικές επιλογές του δημιουργού. Φυσικές και αβίαστες οι ιστορίες, αφηγημένες με ζωντανό, γλαφυρό και συγκινητικό τρόπο.
Ο αναγνώστης ενός τέτοιου έργου εμπλέκεται σε μια συνεχή παραλληλία ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και την αρχαιότητα. Κάνει συνειρμούς και αναγωγές που οδηγούν σε συμπεράσματα για τη σύγκριση του κόσμου μας με τον αρχαίο κόσμο. Ανιχνεύει την ηθική και πνευματική πορεία του κόσμου μέσα στον οποίο ζει. Το παιδί μόνο κερδισμένο μπορεί να βγει από την ανάγνωση ενός τόσο ποιοτικού βιβλίου. Πολλές ευχαριστίες στην Αλεξάνδρα Ζαμπά για τους λογοτέχνες που συμμετέχουν.
Σημειώσεις
1. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν οι Ρώσοι τα παραμύθια τους.
2. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν τα παραμύθια τους οι Σουηδοί.
3. Γ. Παπαντωνάκης, Τρ. Κωτόπουλος, Τα ετεροθαλή, Ιων, Αθήνα 2011, σ. 28
4. ό. π.
5. ό. π.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]