Μετέωροι άνθρωποι
Με το πρώτο του βιβλίο, τα Πικρούτσικα πικρούτσικα, νιώθω ότι ο Θάνος Κάππας βρέθηκε ήδη σ’ ένα τρίστρατο. Εκείνο το πρώτο βιβλίο ήταν φτιαγμένο με θραύσματα από τη ζωή του ίδιου του συγγραφέα. Θα μπορούσε να συνεχίσει να γράφει με κέντρο τον εαυτό του –είναι άπειρα τα μικρά θραύσματα μιας ζωής–, ή θα μπορούσε να μη γράψει ξανά, είχε άλλωστε πατήσει ήδη τα πενήντα όταν εξέδωσε τα Πικρούτσικα, ή θα μπορούσε να ακολουθήσει τον τρίτο δρόμο που ανοιγόταν, αυτόν που για να τον πάρει θα έπρεπε να δρασκελίσει ένα ποτάμι κι από την όχθη του «εγώ» να περάσει στην όχθη του «εσύ»: από το αυτοαναφορικό πεζό στην εξιστόρηση της ζωής άλλων. Ήταν ο δρόμος που απλωνόταν πιο μακρύς, κι όπου ο ορίζοντας ανοιγόταν πιο πλατύς· ίσως ήταν κιόλας για τον Θάνο Κάππα ο πιο δύσκολος, δεν το ξέρω, όμως τα πρώτα του βήματα σε τούτο το ταξίδι, στο δεύτερό του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Πώς πάνε τα πράγματα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020), είναι σίγουρα κι ώριμα.
Με όμορφη γραφή, λεπτή και υπόκωφη, ψυχογραφεί ανθρώπους που στέκουν σ’ ένα σημείο της ζωής τους μετέωροι ανάμεσα σ’ ένα πριν τους βαραίνει και σ’ ένα μετά που τους φοβίζει, ευάλωτοι, αποσυνδεδεμένοι από τον εαυτό τους, ξένοι παρατηρητές του – τους ψυχογραφεί νιώθοντας το υπαρξιακό τους κενό (γιατί εντέλει δεν του είναι άγνωστο, ο αναγνώστης που έχει διαβάσει τα Πικρούτσικα το αντιλαμβάνεται αυτό). Είναι σαν να στέκονται ξαφνικά παγωμένοι σε ένα στιγμιότυπο της ζωής τους αυτοί οι άνθρωποι: η γυναίκα που πλήττει παντρεμένη μ’ έναν περιποιητικό άντρα κι έχει σχέση με έναν μικρότερό της στο «Πώς πάνε τα πράγματα», το ζευγάρι που θάβει τον αγαπημένο του σκύλο στη «Λένικα», το αντρόγυνο που στέκει από τις δυο μεριές ενός χάσματος, που μόνο μια εύθραυστη γέφυρα αγάπης κι αποδοχής το δρασκελίζει, στο «Παιδί που στέκεται εκεί», η φιλόλογος που συναντώντας τυχαία μια παλιά της μαθήτρια έρχεται αντιμέτωπη με τον εαυτό της στα «Δώρα των ανθρώπων»… – κι αν σε κάθε αφήγηση στο τέλος της τίποτα δεν λύνεται γιατί εντέλει τίποτα δεν μπορεί να λυθεί, αφού το παρελθόν ποτέ δεν κλείνει, αλλά ως διαρκής εκκρεμότητα μεταλλάσσεται και γίνεται αβέβαιο μέλλον, τα ίδια τα διηγήματα δεν αφήνουν την αίσθηση μιας εξιστόρησης που μένει εκκρεμής. Υπάρχει πάντα ένα «τέλος», κι ας είναι έστω μια ανάπαυλα για τους άντρες και τις γυναίκες σ’ αυτές τις ιστορίες.
«Ήταν κι ένας άνθρωπος εκεί που δεν τον είχε προσέξει τόση ώρα, καθόταν στην καρέκλα ακίνητος, βουβός, στη γενειάδα του ξεχώριζαν μικρά στίγματα σαν ψίχουλα ή ζωύφια, κοίταζε επίμονα στα μάτια έναν σκύλο – ο σκύλος τον κοίταζε κι αυτός προσηλωμένος, καθισμένος στα πίσω του πόδια. Έμεναν έτσι παγωμένοι και ακίνητοι, δεν φάνηκε να ενοχλούνται από την παρουσία μας, πότε-πότε ο ηλικιωμένος άντρας άνοιγε ανεπαίσθητα το στόμα του σαν να ψιθύριζε κάτι, φαντάστηκα πως εξιστορεί την περιπέτεια της ζωής του και οι λέξεις του είναι κόκαλα που στάζουν από τα χείλη του κατευθείαν στην καρδιά του σκύλου. Έριξα μια ματιά προς το αυτοκίνητο, η Ειρήνη μέσα από το παρμπρίζ τους παρατηρούσε ανέκφραστη».
Ο Θάνος Κάππας αφουγκράζεται τις ανάσες των ανθρώπων του, ακολουθεί τις σκέψεις τους, στέκεται με έγνοια απέναντι στους φόβους τους, αποτυπώνει τις μικρές τους κινήσεις, δίνει με τις σωστές λεπτομέρειες το περιβάλλον τους και, φέρνοντάς τους έτσι κοντά μας, δεν αφήνει αμφιβολία ότι σε τούτο το δεύτερό του βιβλίο είναι ήδη ένας ολοκληρωμένος πεζογράφος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την ταινία Suntan του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]