frear

Φράουλα – του Γιάννη Ρώσση

Ο κύριος Κ. διέκοψε την όρασή του στις 4 Ιουνίου το πρωί, 07:30 ακριβώς. Δεν ήταν κάτι εύκολο. Έπρεπε πρώτα να πείσει τη γυναίκα του. Του πήρε, περίπου, ένα χρόνο για να το καταφέρει, χρόνος πολύς, για κάποιον με την ικανότητα πειθούς που διέθετε. Σκοπός του ήταν να την κάνει απλώς να το δεχτεί, όχι να συμφωνήσει. Να το δεχτεί και να συνεχίσει να μένει μαζί του μετά από τα σαράντα χρόνια γάμου τους. Θα χρειαζόταν βοήθεια από κάπoιον που ήξερε καλά τις παραξενιές του, κάποιον που θα ήταν τα μάτια του… και εκτός αυτού, η γυναίκα του ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο με τον οποίον είχε οικειότητα και για τον οποίο αισθανόταν μια κάποια στοργή.

Μετά ήταν ο γιατρός. Η επέμβαση ήταν εκτός νόμου και εκτός όρκου και ήταν εξαιρετικά άβολο να τριγυρνάει από οφθαλμίατρο σε οφθαλμίατρο και να τους ζητάει να τον τυφλώσουν. Τις περισσότερες φορές αντιδρούσαν με σιωπή. Δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς ήθελε ο ηλικιωμένος κύριος με το πράσινο βελούδινο κοστούμι και το μπορντώ καπέλο. Δύο τον έδιωξαν με φωνές, στις οποίες, προφανώς, δεν μπήκε καν στον κόπο να απαντήσει. Καταλάβαινε. Δεν ήταν κάτι που το ακούς κάθε μέρα. Το πιο πιθανό είναι να μην το ακούσεις ποτέ στη ζωή σου. Οι υπόλοιποι τον έδιωχναν μετά από μια σύντομη συζήτηση, όταν τους αποκάλυπτε το γιατί ήθελε κάτι τέτοιο. Άλλοι ευγενικά, άλλοι απότομα αλλά τον έδιωχναν. Όλοι εκτός από έναν, τον Δρ. Τ.

Ο Δρ. Τ είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα από τότε που μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Θα γινόταν γιατρός για τα χρήματα και μόνο. Όσο καλύτερος γινόταν, τόσο περισσότερα χρήματα θα έβγαζε. Και έγινε πολύ καλός. Τόσο καλός που μετά την άμεση αποδοχή του αιτήματος και την, επίσης, ταχύτατη κοστολόγησή του, ο κ. Κ. χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει το κόστος της επέμβασης. Και φυσικά δέχτηκε.

Η επέμβαση κανονίστηκε για ένα μήνα από την αρχική συνάντηση τους. Κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα ο κ. Κ. προετοιμάστηκε. Επισκέφτηκε όλους εκείνους που ήθελε να δει για τελευταία φορά. Δεν τους είπε τίποτα για την επέμβαση και, παρά τον αφύσικο ενθουσιασμό του, κανείς δεν υποψιάστηκε. Στη συνέχεια ρύθμισε τα περιουσιακά ζητήματα, κάτι το οποίο ήταν ιδιαίτερα εύκολο μια και η γυναίκα του ήταν ο μοναδικός κοντινός άνθρωπος που είχε. Έγραψε λοιπόν στο όνομά της το σπίτι και το αυτοκίνητο. Αυτό το τελευταίο σίγουρα δεν θα το ξαναχρειαζόταν. Όσο για το σπίτι, εκεί υπήρχε κάτι που θα παρέμενε αυστηρά δικό του μέχρι το θάνατό του. Ίσως το στοίχειωνε και μετά, για να το χορτάσει στην αιωνιότητα.

Ο πάνω όροφος του σπιτιού, ίδιος σε τετραγωνικά με τον κάτω, ήταν ο χώρος του. Περνούσε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Εκεί έτρωγε και τα τελευταία τρία χρόνια κοιμόταν σχεδόν αποκλειστικά εκεί. Εκτός από εκείνες τις νύχτες που έπρεπε να είναι καλός σύζυγος. Όλες τις υπόλοιπες, είχε 150 ολόκληρα τετραγωνικά μέτρα, σε έναν ενιαίο χώρο, αφιερωμένα αποκλειστικά στην μεγάλη του ηδονή, τον ήχο.

Μηχανήματα υπερβολικά λιτά ή υπερβολικά πολύπλοκα, αγορασμένα με θυσίες, καημούς, καρδιοχτύπια, καυγάδες, παζάρια, ανταλλάγματα, ελπίδες, όνειρα. Με όλο του το είναι. Μηχανήματα αφιερωμένα στην τέλεια αναπαραγωγή ήχου. Φυσικά, ολόκληρος ο χώρος ήταν κατάλληλα διαμορφωμένος. Ειδικό πάτωμα, ειδικές επενδύσεις στους τοίχους, ειδική ηλεκτρολογική εγκατάσταση ικανή να καλύψει τις αδηφάγες ανάγκες των «παιδιών» του. Πολλά μηχανήματα ήταν σε συνεχή λειτουργία, όλο το εικοσιτετράωρο προκειμένου να φτάσουν στην κορυφή των δυνατοτήτων τους. Το δε σπίτι, όντας στη μέση του αγρού, του επέτρεπε να πειραματίζεται με την ένταση του ήχου, χωρίς να τον απασχολούν τα παράπονα των γειτόνων. Τα δε παράπονα της γυναίκας του είχαν πάψει από καιρό, όταν εκείνη είχε καταλάβει ποιος είναι ο μεγάλος του έρωτας, ποιος (ή μάλλον τι) είχε προτεραιότητα στο σπίτι τους. Το είχε καταλάβει καιρό τώρα, ήταν ωστόσο δύσκολο να παραδεχτεί ότι ο άνθρωπος που της μιλούσε για μουσική, κρατώντας της το χέρι, κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο και με κείνη την έντονη κολώνια πεύκου να μπουκώνει τα ρουθούνια της, είχε ερωμένη, είχε ένα πάθος πιο δυνατό από κάθε άλλο συναίσθημά του. Και αυτό που φάνταζε γοητευτικό τα πρώτα χρόνια, οι πανέμορφες μουσικές που γέμιζαν πάντοτε το σπίτι, μην επιτρέποντας στην σιωπή να τραβήξει το σεντόνι και να φανερώσει την πραγματικότητα, μετατράπηκε γρήγορα σε ένα παράδοξο μαρτύριο. Έχανε τον σύζυγό της από κάτι που δεν είχε καν υπόσταση, από μήκη κυμάτων, συχνότητες, ενισχυτές, λυχνίες. Οι φιλενάδες της την καθησύχαζαν όμως εκείνη γινόταν κάθε μέρα μάρτυρας της ψύχωσής του, του ολοκληρωτικού δοσίματός του στις high end Σειρήνες.

Μέχρι που η ακοή του άρχισε να μειώνεται. Προσπαθούσε από τη μία να βρει τρόπο να το εμποδίσει ή τουλάχιστον να το καθυστερήσει, από την άλλη βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη δίνη της απόγνωσης. Και αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα, τα υπέρ, τα κατά, το δίνω, το χάνω και το κερδίζω, κατέληξε στη μοναδική λύση που θα μπορούσε να τον κάνει να ελπίζει ξανά. Δεν ήταν ο πρώτος που το είχε σκεφτεί. Υπήρχαν τουλάχιστον άλλες τρεις παρόμοιες υποθέσεις καταγεγραμμένες. Δεν γνώριζε το αποτέλεσμα αλλά οι φήμες έλεγαν ότι είχε πετύχει. Και οι φήμες αυτές ήταν ικανές για να του επαναφέρουν το χαμόγελο, να δώσουν νόημα στη ζωή του –έκανε ακόμη και έρωτα με τη γυναίκα του!- και να τον πείσουν να προχωρήσει στην πραγματοποίηση του τολμήματος. Θα τυφλωνόταν προκειμένου να ακούσει ξανά όπως πριν και, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμη καλύτερα. Θα ήταν σε θέση να ξεχωρίζει ηχοχρώματα τόσο έντονα που θα τα «έβλεπε» μέσα στο σκοτάδι των τυφλών ματιών του. Η διακοπή μιας αίσθησης προκαλεί την ανάπτυξη μιας άλλης, αποδεδειγμένο πολλάκις και με διάφορους τρόπους. Το πίστευε τόσο έντονα που, πλέον, δεν ανησυχούσε για το  αποτέλεσμα.

Θα περίμενε δύο περίπου μήνες σύμφωνα με τον γιατρό, με τις γάζες στα μάτια, στο απόλυτο σκοτάδι. Θα ξεκινούσε στην αρχή να ξεχωρίζει ήχους χαμηλής έντασης και όσο περνούσε ο καιρός, η ακοή του θα εξελισσόταν πέρα από τα φυσικά όρια. Η μουσική θα γινόταν πλέον κομμάτι του, θα συντάρασσε κάθε κύτταρο του σώματός του. Κανόνισε λοιπόν να δοκιμάσει μία Κυριακή πρωί. Δε χρειάστηκε ώρα για να αποφασίσει τη μουσική. Είχε αποφασίσει εδώ και μέρες. Τίποτα λιγότερο από την 40η Συμφωνία του Μότσαρτ, το κομμάτι που τον έκανε να βουρκώνει κάθε, μα κάθε, φορά που το άκουγε.

Η γυναίκα του περίμενε στον κάτω όροφο υπομονετικά. Είχε τοποθετήσει τον δίσκο στη συσκευή που της είχε υποδείξει, του είχε δώσει το χειριστήριο στο δεξί του χέρι και είχε κατέβει δήθεν για να συμμαζέψει, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελε να αντικρύσει το θριαμβευτικό του χαμόγελο. Άκουσε τις πρώτες νότες να γεμίζουν το σπίτι, να γλιστράνε πίσω από τις γωνίες, να τρυπώνουν μέσα στις χαραμάδες. Είχε μεγάλη περιέργεια αν τελικά θα πετύχαινε το σχέδιό του, αν άξιζε τον κόπο που θα αφιέρωνε το υπόλοιπο της ζωής της στη φροντίδα του συζύγου της. To σπίτι άρχισε να συνταράσσεται από τη μανία των βιολιών, κόλαση και Παράδεισος μαζί. Πέρασε η μισή ώρα, η Συμφωνία τελείωσε. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσε το κομμάτι να επαναλαμβάνεται, τώρα ακόμη πιο δυνατά. Βουτούσε στη θάλασσα της μελωδίας. Μέχρι τον βυθό. Και μετά πάλι. Και πάλι. Και πάλι. Λίγα λεπτά πριν το τέλος της 5ης φοράς, η μουσική διακόπηκε βίαια. Άκουσε το κουδούνι που την καλούσε να χτυπά. Αυτή πλέον ήταν η ζωή της. Ανέβηκε στον πάνω όροφο και χτύπησε την πόρτα. Μπήκε μέσα. Εκείνος βυθισμένος στην πολυθρόνα του κοιτούσε μπροστά. «Μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις λίγες φράουλες;» Φράουλες με ζάχαρη, το αγαπημένο του γλυκό. Τον κοίταξε προσπαθώντας να διακρίνει κάποια έκφραση, κάποια σύσπαση του προσώπου του για να καταλάβει τι συμβαίνει μέσα του. Δεν είδε κάτι. Κατέβηκε κάτω, ετοίμασε το μπολ με τις φρέσκες φράουλες και ανέβηκε ξανά. Μπήκε χωρίς να χτυπήσει. Η έκφρασή του δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ακούμπησε το μπολ στο τραπεζάκι που είχε δεξιά του. «Ευχαριστώ» είπε ψιθυρίζοντας, σαν από άλλο στόμα.  «Δεν θα μου πεις τι έγινε; Πώς ήταν;»  Πέρασαν 2 ατελείωτα λεπτά μέχρι να απαντήσει. Πήρε μια φράουλα και την πλησίασε στο στόμα του. «Δεν έγινε τίποτα. Τίποτα απολύτως», και δάγκωσε τη φράουλα στη μέση.

«Αυτή όμως είναι η πιο νόστιμη φράουλα που έχω φάει ποτέ μου! Υπέροχη!» Και έβαλε, λαίμαργα, και το υπόλοιπο μισό στο στόμα του.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη