frear

Be happy -της Μελανίας Δαμιανού

Το τοπίο είχε αλλάξει. Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί, μπορούσε να δεί μέχρι πέρα όλη την χαμηλή οροσειρά να κατηφορίζει προς την πεδιάδα. Τώρα ο δρόμος σταματούσε μπροστά στην περίφραξη. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες πιό μέσα ήταν μια  θολωτή κατασκευή που αποκάλυπτε το εσωτερικό της ανάμεσα από τα ανοίγματα των περιμετρικών πυλώνων. Αρκετοί άνθρωποι πλήρωναν εισιτήριο για μια θέση μέσα στο θόλο όπου φαινόταν μια μεγάλη δεξαμενή. Βραχάκια από βαμμένο φελιζόλ ήταν ριγμένα πάνω σε κάτι που έμοιαζε με παραλία. Ανάμεσά τους πολλές ξαπλώστρες κι ομπρέλες.

Στεκόταν αναποφάσιστος. Μια κοπέλα με ριγέ μαγιώ πήγε στην ντουσιέρα που βρισκόταν κοντά στην κεντρική πύλη. Τον κοίταξε αδιάφορα. Άνοιξε το νερό κι άρχισε να ξεπλένεται. Οταν τέλειωσε τυλίχτηκε με την πετσέτα της κι απομακρύνθηκε αφήνοντας πίσω της υγρά ίχνη. Hταν σχεδόν μεσημέρι και η μπλούζα κόλλαγε πάνω του από τον ιδρώτα. Αποφάσισε τελικά να μπεί. Κατευθύνθηκε προς το εκδοτήριο των εισιτηρίων που βρισκόταν δίπλα στην είσοδο, έβαλε το αντίτιμο στη μεταλλική σχισμή που αναβόσβηνε ρυθμικά και πήρε το εισιτήριό του. Το μηχάνημα του έδωσε ρέστα σε εκπτωτικά κουπόνια. Έχωσε στην τσέπη του ένα μάτσο ρόζ αριθμημένα χαρτάκια και προχώρησε. Be happy, του ευχήθηκε το ηχείο δίπλα στη σχισμή.

Μπήκε στον χώρο πίσω από τα κιγκλιδώματα. Η άμμος έτριζε σε κάθε του βήμα. Ήταν αληθινή άμμος  σκορπισμένη με το τσουβάλι, όμως μεριές-μεριές αραίωνε κι από κάτω φαινόταν το πλαστικό δάπεδο. Μια  ταμπέλα δίπλα του έγραφε: Ακτή. Κοίταξε προς την κατεύθυνση του βέλους και είδε τους λουόμενους στις ξαπλώστρες ν’απολαμβάνουν τον Hλιο. Γιγάντιοι προβολείς φώτιζαν εκτυφλωτικά τον χώρο. Το διαφημιστικό φυλλάδιο υποσχόταν «ένα αλησμόνητο καλοκαίρι».

Ο ουρανός ήταν καταγάλανος μόνο  που είχε ξεβάψει στα σημεία που συνδεόταν με τις σχάρες εξαερισμού. Πότε-πότε σωλήνες από πλεξιγκλάς ξεφυσούσαν πηχτά σύννεφα  πάνω από τα κεφάλια των κολυμβητών. Δεν είχε μαζί του μαγιώ ούτε πετσέτα. Ενιωσε κάπως σαν σκυλί  που τριγυρνάει στις χωματερές με το μουσούδι χωμένο στ’αποφάγια.

Διψούσε. Στο μονοπάτι που ανοιγόταν δεξιά του πρόσεξε τις αυτοκόλλητες πράσινες πατούσες που οδηγούσαν στην Καντίνα. Τις ακολούθησε. Η νεαρή υπάλληλος τον κοίταξε χαμογελαστή, ανοιγοκλείνοντας αργά τις βαριές της βλεφαρίδες. «Εχουμε χυμούς φρούτων, όπως επίσης και πολύ πειστικούς καφέδες» ανακοίνωσε με ενθουσιασμό. « Ένα χυμό μάνγκο» της είπε δίνοντας ένα κουπόνι. Η κοπέλα πήρε το ρόζ χαρτάκι και το έριξε στο κουτί δίπλα της. Ανοιξε ένα φακελάκι με κίτρινη σκόνη, την έριξε στο δοχείο ανάδευσης μαζί με νερό και παγάκια κι ετοίμασε το χυμό. Αφησε μπροστά του πάνω στον πάγκο ένα ψηλό ποτήρι γεμάτο με το αφρισμένο υγρό. Εκείνος το πήρε και κρατώντας το προσεχτικά λες και  κινδύνευε να καεί προχώρησε προς την κατεύθυνση του βέλους.

Προσπέρασε την αλέα με τους φοίνικες κι έφτασε κοντά στις ομπρέλες. Κοντοστάθηκε. Αυτό που ονόμαζαν με κεφαλαία γράμματα πάνω στο εισιτήριο: ΘΑΛΑΣΣΑ απλωνόταν μπροστά του. Μικρά κυματάκια έσκαγαν στα πόδια του. Ο πλαστικός βυθός λαμπύριζε πασπαλισμένος με άμμο, αστερίες και λεία βότσαλα. Τα τοιχώματα της τεράστιας δεξαμενής ήταν περασμένα με πηχτή γαλαζοπράσινη μπογιά. Οικογένειες, ζευγάρια και παρέες όλων των ηλικιών βουτούσαν στο νερό. Κάτω από τους φοίνικες καθόταν ο χειριστής, ένας  ημίγυμνος πλαδαρός πενηντάρης με τα δάχτυλά του κολλημένα στον πίνακα ελέγχου που είχε μπροστά του. Τα κουμπιά αναβόσβηναν καθώς ο χειριστής ρύθμιζε το ύψος των κυματισμών, τον συγχρονισμό τους με τις κινήσεις του αέρα όπως επίσης και τις υποβρύχιες αποχρώσεις.

Ενα βρεγμένο παιδάκι πέρασε τρέχοντας. Εσερνε  τον φουσκωτό του κύκνο  και φώναζε: «Πέτα κύκνε, πέτα!» τραντάζοντας τον σπάγγο που ήταν δεμένος γύρω από τον λαιμό του πουλιού.

Φυσούσε τώρα απαλά από την μεριά των αεραγωγών. Αλλο ένα κυματάκι πάφλασε στην ακτή.  Κοίταξε γύρω του κρατώντας το ποτήρι με τον χυμό που εξαιτίας της ζέστης είχε αρχίσει ν’αλλάζει χρώμα.

«Γιατί είσαι τόσο άσπρος;» μια σχεδόν παιδική φωνή δίπλα του τον έκανε να γυρίσει ξαφνιασμένος. Η κοπέλα με το ριγέ μαγιώ που είχε προσέξει πιό πριν στην ντουσιέρα τον παρατηρούσε πίσω από τα μαύρα της γυαλιά. «Βαριέμαι την ηλιοθεραπεία» της απάντησε μ’ ένα αμήχανο γελάκι. «Τί κρίμα» την άκουσε να λέει καθώς  του γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε.

Ηθελε να την ρωτήσει γιατί ήταν κρίμα αλλά δεν πρόλαβε. Ενα τσούρμο ζογκλέρ εμφανίστηκαν σχεδόν από το πουθενά γεμίζοντας τον χώρο ανάμεσα σ’αυτόν και την κοπέλα. Με χορευτικές κινήσεις στροβίλιζαν πολύχρωμες μπάλες στον αέρα και τις πετούσαν ο ένας στον άλλο γελώντας αδιάκοπα. Τα τεράστια ηχεία ξέρναγαν χορευτική μουσική στη διαπασών που συχνά διακοπτόταν από διαφημίσεις για μπίρες και παγωτά. Ενας νεαρός σκαρφαλωμένος πάνω σε ξυλοπόδαρα άρχισε να πιτσιλάει τους παραθεριστές με το νεροπίστολό του.

Ένιωσε κουρασμένος σαν να έσκαβε όλο το πρωί. Ξάπλωσε στη πρώτη αδειανή ξαπλώστρα που βρήκε μπροστά του κι έκλεισε τα μάτια. Όταν τα άνοιξε είδε κάποιους από τους λουόμενους να χορεύουν με τους κλόουν. Αλλοι συνέχιζαν να κάνουν ηλιοθεραπεία κι η κοπέλα με το ριγέ μαγιώ δεν φαινόταν πουθενά. Σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς αυτό που λεγόταν θάλασσα και βούτηξε με τα ρούχα. Εκανε λίγες απλωτές και μετά γύρισε ανάσκελα. Κοίταξε ψηλά τους αεροστρόβιλους που δούλευαν στο φούλ και τα τεχνητά σύννεφα που φούσκωναν πάνω στον τεντωμένο ουρανό.

Θυμήθηκε ένα ενυδρείο που είχε φυλαγμένο για χρόνια ο πατέρας του στην αποθήκη του σπιτιού. Γκρίζες τούφες σκόνης κάλυπταν τα διακοσμητικά κοράλια. Όταν ήταν μικρό παιδί πήγαινε και ακουμπούσε το πρόσωπό του πάνω στο χοντρό τζάμι. Ηταν σίγουρος πώς υπήρχε ένα ψαράκι εκεί μέσα  που μόνο εκείνος μπορούσε να δεί. Του μιλούσε, προσπαθούσε να το πείσει να βγεί από την κρυψώνα του αλλά δεν τα είχε καταφέρει ποτέ. Το ψάρι κρυβόταν κάτω από τις τούφες της σκόνης. Ηταν φοβισμένο.

Επλεε τώρα στο χλιαρό νερό της Θάλασσας με τα χέρια ανοιχτά. Κούνησε για λίγο τα πόδια του σαν αυτούς τους κουρδιστούς κολυμβητές που πλατσουρίζουν μέσα σε μια λεκάνη. Υστερα στάθηκε ακίνητος κρατώντας την αναπνοή του. Πήρε μια εισπνοή, σχεδόν χωρίς να το θέλει. Κάτω από το μετέωρο σώμα του η σκιά του τρέμιζε στον βυθό και θάμπωνε την σκόρπια άμμο. Δεν είχε κάν το κουράγιο να βγεί έξω από αυτή την παρωδία. Ας ερχόταν η κοπέλα να τον ρωτήσει γιατί είναι τόσο ακίνητος. Τί μπορούσε να της πεί; Τίποτα.


[photo credit: manfred majer via photopin (license)]
Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη