Για ώρα είχε ξεχαστεί το βλέμμα μου πάνω της. Με είχε ξαφνιάσει η ομοιότητά της μ’εκείνη. Η ίδια ακριβώς πόζα. Καθιστή, να στηρίζει το ελαφρά γερμένο κεφάλι της με την αριστερή της παλάμη, ακουμπώντας τον αγκώνα της στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα της. Είχε τα μαύρα μαλλιά της δεμένα σε ατημέλητο κότσο χαμηλά στον αυχένα ενώ δυο τρεις τούφες ξέφευγαν ανέμελα στο μέτωπό της. Σαστισμένος παρατηρούσα το λευκό μακρόστενο πρόσωπό της με το πλατύ μέτωπο, την ίσια μακριά μύτη και τα ρόδινα μάγουλα, συγκρίνοντάς τα με το πορτρέτο της Ελβίρας, που κρεμόταν στον τοίχο πίσω της, σε μια καδρωμένη αφίσα από μια έκθεση του Μοντιλιάνι στην Tate Modern. Εκείνη η διάχυτη γοητευτική θλίψη στο σοβαρό πρόσωπό της, δεν μ’ άφηνε να κοιτάξω αλλού. Μοναδική διαφορά τους τα ρούχα. Το κορίτσι που καθόταν απέναντί μου φορούσε σκούρα καφέ μπλούζα ενώ η Ελβίρα μαύρη.
Η παρουσία της με είχε τόσο συνεπάρει που όταν το γκαρσόνι με πλησίασε για να μου σερβίρει τον καφέ, σχεδόν τινάχτηκα. Είχα φτάσει τρία τέταρτα νωρίτερα από το απογευματινό ραντεβού στο καφενείο, στέκι της Καλών Τεχνών. Διάλεγα πάντα το τραπέζι στο βάθος του διαδρόμου με θέα την είσοδο. Μου άρεσε να πλάθω με το νου σύντομα σενάρια με πρωταγωνιστές τους θαμώνες, για να περνά η ώρα.
Αυτή τη φορά όμως δεν είχα χρόνο. Έπρεπε να αποτυπώσω γρήγορα την πόζα του μοντέλου μου. Εκείνη στεκόταν για ώρα ακίνητη σαν να περίμενε να τη ζωγραφίσω. Έβγαλα το μπλοκ μου και άρχισα να σκιτσάρω.Το μολύβι μου έτρεχε βιαστικά στο οβάλ περίγραμμα του προσώπου της και στον μακρύ λαιμό της. Τα μικρά κλειστά χείλη, τα τοξωτά φρύδια, τα σχιστά μάτια ήταν όλα εκεί, ίδια κι απαράλλαχτα με του πορτρέτου, που θαρρείς παρακολουθούσε τη σχεδίαση του αντίγραφού του.
«Τι φτιάχνεις εκεί;», η ξαφνική ερώτηση του φίλου μου κι ένα χτύπημά του στην πλάτη μου, άφησε το σχέδιό μου ανολοκλήρωτο. Μ ένα αμήχανο «Τίποτα, τίποτα!», έκλεισα στα γρήγορα το μπλοκ πιάνοντας του κουβέντα με προσποιητή φυσικότητα. Έτσι, την έχασα απ’ τα μάτια μου. Σε λίγο έφτασαν κι οι υπόλοιποι. Ήταν η πρώτη συνάντηση μιας νέας ομάδας ανάγνωσης για άτομα με προβλήματα όρασης. Με είχε προσκαλέσει μια συμφοιτήτρια που ήταν ήδη μέλος της εθελοντικής οργάνωσης. Δεν ήξερα πώς γίνεται όλο αυτό αλλά είχα έρθει για να μάθω και να δοκιμάσω.
Απασχολημένος με τις συστάσεις της νέας παρέας, δεν αντιλήφθηκα τον ερχομό της, παρά μόνο όταν άκουσα μια ζεστή φωνή να λέει: «Καλησπέρα παιδιά! Καλώς ήρθατε στο “Διαβάζουμε μαζί”!». Γύρισα πίσω μου και τα μάτια μου καρφώθηκαν για δεύτερη φορά πάνω της. Βρισκόταν κοντά μου. Την συνόδευε η συμφοιτήτριά μου βαστώντας την απ’ το μπράτσο. Το πρόσωπό της ήταν ίδιο και ταυτόχρονα διαφορετικό, καθώς φωτιζόταν από ένα γλυκό χαμόγελο. Μας χαιρέτησε έναν έναν.
Μόλις που κατάφερα να αρθρώσω τ’ όνομά μου όταν συστηθήκαμε. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα το σβησμένο βλέμμα της και διαπίστωνα πως ήταν όμοιο με του πορτρέτου στον τοίχο. Είχα πράγματι μπροστά μου ένα κορίτσι του Μοντιλιάνι μόνο που το δικό της πορτρέτο θα το άλλαζε ένα χαμόγελο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Amedeo Modigliani. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]