Ήταν μια μέρα που ο εαυτός της γέμισε από Αύγουστο. Από εκείνον τον Αύγουστο. Η Ριβιέρα, η επιστροφή στην πόλη, το φεγγάρι στις νυχτερινές παραλίες.
Αυτός ο Αύγουστος τάραζε τη σειρά των μηνών, τη σειρά των εποχών. Εισχωρούσε στα Χριστούγεννα, κορόιδευε τον Φεβρουάριο, καπηλευόταν το Πάσχα, αψηφούσε κάθε σειρά του χρόνου. Ήταν αυτός μόνο και η αλαζονεία του.
Όταν επέστρεψε από τη Ριβιέρα έλαβε το μήνυμα στο κινητό της. «Πότε θα βρεθούμε, πρέπει να φροντίσουμε την παρουσίαση των βιβλίων που έχουμε αναλάβει». Ποια βιβλία έχουμε αναλάβει, για ποια παρουσίαση μιλάει. Τίποτα. Μάλλον παίζει και ψάχνει παρέα. Ποτέ της δεν κατάλαβε αν μιλάει σοβαρά ή όχι, αλλά από την άλλη αυτή η επιμονή του… Και στη Ριβιέρα έστειλε δυο τρία μηνύματα, όχι τίποτα σπουδαίο, απλά έναν χαιρετισμό, ένα «τι κάνεις» και μετά εξαφανίστηκε, όπως τώρα. Δεν του απάντησε και πέρασε ήδη μία βδομάδα χωρίς άλλη ενόχληση. Ήταν απασχολημένος με τη δουλειά και τη διόρθωση κειμένων. Είχε γράψει και μερικά ποιήματα που ήθελε, λέει, να τα δει. Δεν πίστευε πως αυτός γράφει. Η γραφή είναι για τους ατελείς. Αυτός είναι τόσο στεγνός και κλεισμένος, τόσο καλουπωμένος από τη ματαιοδοξία της δουλειάς του, τόσο αλάθητος μέσα στα στιβαρά του κοστούμια.
Αυτή την τόσο εκλεπτυσμένη σωφροσύνη δεν την άντεχε. Κι όμως κάτι στο βλέμμα του όταν την κοίταξε πριν φύγει για διακοπές, την είχε ήδη αναστατώσει. Μία προσδοκία, μία καλά προφυλαγμένη επανάσταση, μία αναμονή για τη μεγάλη δήλωση, μία ντροπαλοσύνη όταν την κοίταξε στα μάτια με την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που έλεγε «σ’ έχω ανάγκη».
Εκείνο τον καιρό διάβαζε τα θεατρικά της Λαϊνά. Έπαιζε με την κολλητή της μία αυτοσαρκαστική παραλλαγή του μονόπρακτου διαλόγου ανάμεσα στην Ντυράς και τη Γιουρσενάρ. Θεωρούσαν πως θα ξεμείνουν στον χρόνο και στον τόπο αυτής της ασπροβαλτιώτικης Ριβιέρας, οπότε το βράδυ πριν κοιμηθούν έκαναν τον καθιερωμένο ημερολογιακό διάλογο. Όταν ξαφνικά τη ρώτησε «αγαπάς;», έφερε στο μυαλό της την εικόνα του. Πιο ζωηρό, πιο ευκίνητο και πιο χαμογελαστό. Έκανε μία αέρινη κίνηση να πιάσει το ποτό της και από μνήμης απάντησε: «Δεν αγαπώ όπως αγαπούν», μα σταμάτησε χωρίς να συνεχίσει την περίφημη φράση της Γιουρσενάρ. Την σκέφτηκε όμως, «θα πεθάνω όπως πεθαίνουν».
Ένιωσε την αυγουστιάτικη ψύχρα μέσα της. Η εικόνα του την ακολούθησε για όλο το βράδυ. Μία εικόνα χρόνου. Σαν να τον ήξερε τόσο καλά από το βαθύ παρελθόν, σαν να τον είχε κοντά της στο μακρινό μέλλον. Προσπάθησε να παραπέμψει αυτή τη γαλήνη της στο σχήμα και χρώμα του φεγγαριού ή έστω στην ελαφριά συνείδηση που κουβαλούνε οι ολιγοήμερες διακοπές του Αυγούστου μα διαισθανόταν ότι για πρώτη φορά ήταν μαζί με κάποιον και έπαιρνε μια μορφή η μοναξιά της.
«Το δέρμα σου έχει την ευγένεια αυτής της καλοκαιρινής νύχτας». Ήθελε να της πει το βράδυ που την άγγιξε για πρώτη φορά. Αλλά της το είπε χρόνια μετά. Ξαναέφτιαξε εκείνη τη βραδιά από την αρχή. Με τα υλικά της επιλεγμένα και ατόφια από τη φθορά. Όχι αυθαιρεσίες αλλά ούτε αισθητικές παρεμβάσεις. Η μνήμη έχει τις ευαισθησίες της και υπακούει σε κανόνες. Τα κύματα δεν έχουν ήχο. Το φεγγάρι παραμένει ατρόμητο, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Το καθρέφτισμα στη σκοτεινή θάλασσα δεν είναι στο κέντρο του βλέμματος. Περιορίζεται σ’ ένα γρήγορο καρέ. Το άγγιγμα όμως. Τόση νύχτα, τόση γαλήνη, τόσος Αύγουστος γι’ αυτό το άγγιγμα στο σώμα της. Αν μπορείς να δώσεις τα ρέστα σου την αιωνιότητα, δώσε αυτή την επαφή των δερμάτων. Η ανθρώπινη αυθάδεια απέναντι στον χρόνο.
Αυτή δεν μιλούσε. Τον κοίταζε στο πρόσωπο. Ένα πολύτιμο βλέμμα, νυχτερινό και λίγο θρασύ που τα είχε όλα. Η οικονομία στα λόγια είναι ταλέντο, σώζει τον χρόνο. Χωρίς λέξεις, αόρατες συλλαβές. Η παραλία τέντωνε το αφτί της από την μία άκρη της νύχτας στην άλλη. Τα ξημερώματα, επιστροφή με το αυτοκίνητο στην παλιά πραγματικότητα με τις λίγες προσδοκίες. Θυμάται το κλείσιμο της πόρτας του αυτοκινήτου όταν τον άφηνε δυο δρόμους κάτω από το σπίτι του. Το σφίξιμο στο στομάχι.
Οδηγούσε. Άκουγε τη μουσική του. Πέρασαν πολλές θλίψεις και καλοκαίρια μα αυτός ο Αύγουστος επέμενε. Θα ξαναβρισκόταν με την κολλητή της στη Ριβιέρα της Ασπροβάλτας. Χωρίς τα παιδιά της, χωρίς αυτόν. Σταμάτησε στα Κερδύλια για να γεμίσει πετρέλαιο. Πήρε τα τσιγάρα μαζί της κι έκλεισε την πόρτα. Πάλι το σφίξιμο μαζί με τον πνιχτό θόρυβο. Άναψε γρήγορα ένα τσιγάρο για να διώξει την ασφυξία. Με το πρώτο φύσημα απελευθερώθηκε. Γέμισε καπνό και απόλαυση. Να μην ξεχάσει να πάρει την μάνα της τηλέφωνο, να της πει ότι έφτασε. Πού όμως; Πού έφτασε; Ήταν Αύγουστος αλλά δεν είχε ήλιο. Το σούρουπο που ερχόταν έφερνε ψύχρα. Βιάστηκε να τελειώσει το τσιγάρο της. Κοίταξε λοξά προς την πλευρά του αυτοκινήτου. Παράξενο το καφέ ήταν άδειο. Το ίδιο και το πρατήριο. Η αφοσιωμένη της μοναξιά. Μαζί θα γεράσουμε, σκέφτηκε. Περίμενε να ακούσει κάτι απ’ αυτόν. Να την κοροϊδέψει, να της σπάσει την ψευδαίσθηση. Ν’ ανοίξει την πόρτα και να οδηγήσει, να γκρινιάξει για το στενό κάθισμα του αυτοκινήτου της.
Οδηγούσε. Άκουγε τη μουσική του. Θυμήθηκε τους στίχους του.
Θάλασσα κλειδωμένη
μέσα μου δωμάτιο σε χρώμα βυθού
η αλμύρα απλώνεται σαν αγάπη
και ο άφαντος της παραλίας
είναι άφαντος παντού
Κοίταξε δίπλα στο κάθισμα του συνοδηγού. Δεν είδε τίποτα άλλο. Πάτησε δυνατά το γκάζι. Ήταν Αύγουστος. Φθινοπωρινός, ελαφρύς και άφαντος Αύγουστος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]