Συναντήθηκαν τυχαία ένα απόγευμα. Αυτός είχε μαζί τον γιο του. Αυτή είχε μαζί το σκυλί της. Κοιτάχτηκαν από μακριά, με απορία στην αρχή, με αμήχανο χαμόγελο αναγνώρισης στη συνέχεια.
Τις επόμενες μέρες αυτή πήγαινε την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο με το σκυλί και περίμενε. Αυτό, αφού μυριζόταν, πηγαινοερχόταν και κατουρούσε τράβαγε το λουρί να φύγουν. Αυτός δεν φαινόταν πουθενά και φεύγανε. Επέστρεφε στο σπίτι της, έβγαζε τα παπούτσια και το παλτό, σκούπιζε τις λάσπες από το σκυλί και μαγείρευε. Ετοίμαζε το τραπέζι και περίμενε τον άντρα της να φάνε μαζί.
Τις επόμενες μέρες αυτός έψαχνε δικαιολογία να ξαναβρεθεί εκεί που τη συνάντησε. Έπαιρνε το γιο του από το σχολείο, τον άφηνε στην προπόνηση, έπινε καφέ με τους άλλους μπαμπάδες και επέστρεφαν αργά το απόγευμα στο σπίτι. Η γυναίκα του περίμενε με στρωμένο το τραπέζι να φάνε όλοι μαζί.
Μήνες μετά ξανασυναντήθηκαν. Τυχαία και πάλι. Πάνω από ένα καφάσι πράσινα μήλα. Αυτός χαμογέλασε. Αυτής της έφυγε ένα μήλο και κύλησε στο δρόμο. Μίλησαν. Αντάλλαξαν στα γρήγορα αριθμό τηλεφώνου.
Έδωσαν ραντεβού στην πλατεία που περνούσαν τα ανέμελα βράδια τους. Περπάτησαν για λίγο μιλώντας για τη ξαφνική ζέστη που δεν ταίριαζε με την εποχή, για τα βρώμικα παγκάκια και τα σκουπίδια που ξεχείλιζαν από τους κάδους στα πεζοδρόμια.
Βρέθηκαν έξω από τον συνοικιακό κινηματογράφο. Έκοψαν εισιτήρια και κάθισαν στις θέσεις που διάλεγαν τότε. Δεν πρόσεξε κανείς από τους δύο την ταινία. Αυτός σκεφτόταν ότι ήθελε να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει, να τη ρωτήσει αν είναι καλά, ίσως και να της εξηγήσει το «γιατί».
Αυτή σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να τον περιμένει, ίσως ήταν λάθος που βιάστηκε να παντρευτεί, ήθελε να του πει ότι ακόμα είναι ερωτευμένη μαζί του.
Άφησε αυτός το χέρι του να ψάξει το δικό της στο σκοτάδι της αίθουσας. Το χέρι της ανταποκρίθηκε αμέσως και έσφιξε το δικό του. Έμειναν έτσι μέχρι που τέλειωσε η ταινία και άναψαν τα φώτα.
Έξω από τον κινηματογράφο αυτός κοίταξε το ρολόι του. Αυτή το δικό της. Είπαν καλό βράδυ και έδωσαν μια αόριστη υπόσχεση να μη χαθούν πάλι.
Αυτός επέστρεψε στο σπίτι του και ξάπλωσε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο κρεβάτι για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του. Αυτή επέστρεψε στο σπίτι της και ξαπλώνοντας ευχήθηκε να μην ξυπνήσει ο άντρας της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Erik Mattijssen. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]