frear

Ισορροπώντας ανάμεσα στην Πορτογαλία και την Μοζαμβίκη – του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Mia Couto
Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο
Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης.
Εκδόσεις Gutenberg.
Αθήνα, 2020

Ο Μία Κότου σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς στη Μοζαμβίκη, με τα έργα του να έχουν δημοσιευτεί σε περισσότερες από είκοσι χώρες και σε διάφορες γλώσσες, πέραν της  πορτογαλικής. Σε πολλά από τα κείμενά του αναλαμβάνει να αναδημιουργήσει την πορτογαλική γλώσσα, εμπλουτίζοντάς την με το τοπικό και παραδοσιακό λεξιλόγιο και αρκετές δομές από τη Μοζαμβίκη, δημιουργώντας έτσι ένα νέο μοντέλο για την αφρικανική αφήγηση. Η γραφή του σίγουρα επηρεάζεται, μερικώς, από τον μαγικό ρεαλισμό, ένα κίνημα αρκετά δημοφιλές στη σύγχρονη λατινοαμερικανική λογοτεχνία, και η χρήση της γλώσσας του θυμίζει κάποιες φορές τον Βραζιλιάνο συγγραφέα Ζουάου Γκιμαράες Ρόζα (João Guimarães Rosa, 1908-1967), αν και είναι βαθιά επηρεασμένη από τον συγγραφέα  Χόρχε Αμάντου  (Jorge Amado, 1912-2001), όπως κατ’ επανάληψιν έχει τονισθεί. Έχει αναγνωριστεί για την δημιουργία παροιμιών, ενώ η παρουσία αινιγμάτων, θρύλων και μεταφορών δίνουν στο έργο του μια ξεχωριστή ποιητική διάσταση. Το βιβλίο του «Υπνοβάτισσα γη» (Terra Sonâmbula, 1992) που υπήρξε και το πρώτο του μυθιστόρημα,  έλαβε, το 1995, το Εθνικό Βραβείο Μυθοπλασίας των Συγγραφέων της Μοζαμβίκης  και θεωρήθηκε ως ένα από τα καλύτερα  αφρικανικά βιβλία του εικοστού αιώνα, από μια επιτροπή στην Έκθεση Βιβλίου της Ζιμπάμπουε. Μια επίσης σημαντική βράβευσή του, ήταν το Βραβείο Καμόες (2013), η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη τιμή για  συγγραφείς που γράφουν στην πορτογαλική γλώσσα, ενώ προηγουμένως, στα 2007, είχε λάβει το αντίστοιχο λογοτεχνικό βραβείο της Νοτιοαμερικανικής  Ένωσης Λογοτεχνίας.

«Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο», το πρόσφατο μυθιστόρημα του Μία Κότου από τις   εκδόσεις   Gutenberg (2020), είναι στην πραγματικότητα ένα πέταγμα του συγγραφέα παίρνοντας μαζί του και τον αναγνώστη, από την μητροπολιτική Πορτογαλία στην πρώην αποικία της, την Μοζαμβίκη, και τανάπαλιν, κουβαλώντας μνήμες, ιστορία,  πολιτισμό, ήθη και έθιμα, γλωσσικές ιδιορρυθμίες, δοξασίες και απωθημένα. Ο συγγραφέας όλων αυτός είναι λευκός και Πορτογάλος, αλλά περισσότερο τονίζει και φέρνει στο προσκήνιο την δεύτερή του υπόσταση. Εκείνη της μαύρης Αφρικής, το υπομονετικό της βλέμμα και την βαθιά κουλτούρα της.  Όμως, ο Κότου δημιουργεί, όπως άλλωστε έκαναν και πολλοί άλλοι συγγραφείς κατά καιρούς, την δική του πόλη, μια νέα χώρα, την Τιζανγκάρα, όπου και λαμβάνουν χώρα τα σπαρταριστά και πρωτόγνωρα επεισόδια του μυθιστορήματος.  Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο αφηγητής, που πιστώνεται με το φόρτο του μεταφραστή και διερμηνέα σε έναν δυτικό διπλωμάτη και παρατηρητή, έναν Ιταλό  αξιωματούχο των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος καταφτάνει στην περιοχή με την ειδική αποστολή να προσπαθήσει να λύσει ένα περίεργο μυστήριο που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα εκεί. «…Τον τόπο τον διοικούσαν άνθρωποι από άλλη ράτσα», ακόμα λέει ο αφηγητής κάπου στη μέση του κειμένου.  Και «… οι νεόπλουτοι περιφέρονταν σε μια επικράτεια για καταλήστευση, δεν είχαν πατρίδα. Χωρίς αγάπη για τους ζωντανούς, χωρίς σέβας για τους νεκρούς…». Σε ένα στρατόπεδο της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, συγκεκριμένα, οι γνωστοί κυανόκρανοι στρατιώτες της, οι γνωστές «ακρίδες» για τους ντόπιους,  εκρήγνυνται αιφνιδίως αφήνοντας πίσω τους τίποτα άλλο παρά μόνο το αντρικό τους μόριο! Οι υπεύθυνοι της περιοχής και του καθεστώτος προσπαθούν να καταλάβουν τα αίτια και τον μηχανισμό, αλλά εις μάτην. Ο Ιταλός Μάσιμο Ρίζι, ένας άνθρωπος δίχως τίτλους έως εκείνη τη στιγμή, ο οποίος εμπλέκεται στην περίπτωση του αποκοπέντος γεννητικού οργάνου, στην προσπάθειά του να ανεύρει φως στο σκοτεινό τούνελ όπου βρίσκεται εγκλωβισμένος, έρχεται σε επαφή με διάφορους κατοίκους της περιοχής, αθώους, ένοχους,  αδιάφορους, εμπαθείς σε πολιτικές ομάδες, μάγους, πόρνες, κλέφτες, αλήτες, αποδιωγμένους, ανεπιθύμητους, μαύρους, λευκούς, μιγάδες, και τόσους άλλους. Οι ηγέτες της περιοχής, ενώ σύμφωνα με τον αφηγητή, έπρεπε να είναι «… μεγάλοι σαν το δέντρο που  χαρίζει σκιά…», είχαν περισσότερες ρίζες παρά φύλλα. Έπαιρναν πολλά και έδιναν λίγα! Όσον αφορά για τους ιθαγενείς, ο αφηγητής είναι ξεκάθαρος και έχει το γνώθι σαυτόν, «… είμαστε ξύλο που μούλιασε στη βροχή, Τώρα ούτε φωτιά παίρνουμε, ούτε σκιά δίνουμε. Πρέπει να στεγνώσουμε στο φως ενός ήλιου ανύπαρκτου ακόμα. Κι’ αυτός ο ήλιος μόνο μέσα μας μπορεί να γεννηθεί…». Η μακραίωνη αποικιοκρατία από τη μια μεριά, η προσπάθεια σοβιετικής επιβολής από την άλλη, οι αντιμαχόμενες μερίδες πληθυσμού, όλα είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα, και γι’ αυτό,  «Κανένας δεν ήταν φυλακισμένος κανενός, μόνο του πεπρωμένου του», αναφωνούν οι βαθύτερα φιλοσοφημένοι! Για τους γεροντότερους κάποια πράγματα είναι πιο καθαρά στο μυαλό τους, αφού το πρόβλημα όλων εκείνων που ήρθαν εδώ στα χώματά μας, λένε, είναι να διατηρήσουν την τάξη πραγμάτων, γεγονός που τους  κάνει να είναι τελικά αφεντικά. «…Αυτή η τάξη είναι χτικιό για τον τόπο μας…»,  αναφωνεί ένας τους! Οι μάγοι με τη σειρά τους είχαν την ίδια  γνώμη, αλλά την εξέφραζαν αλλοιώς: «…οι πρόγονοι δεν είναι ικανοποιημένοι με την πορεία της χώρας. Αυτή ήταν  η θλιβερή ετυμηγορία των νεκρών σχετικά με το καθεστώς των ζωντανών».

Στο τέλος του βιβλίου, μεταξύ των άλλων, υπάρχουν δύο άκρως κατατοπιστικά κείμενα του μεταφραστή του μυθιστορήματος του Μία Κότου, του Νίκου Πρατσίνη, με τίτλο «Πότε αρχίζει να υπάρχει μοζαμβικανική λογοτεχνία» και «Σημειώσεις για μια εργοβιογραφία  του Μία Κότου», τα οποία κατατοπίζουν τον αναγνώστη που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή τόσο με τον συγγραφέα, όσο και τη λογοτεχνία της εν λόγω περιοχής, δείγμα του σεβασμού του Έλληνα μεταφραστή προς τους αναγνώστες του βιβλίου και της βαριάς ευθύνης που ανέλαβε να φέρει εις πέρας.

Γεννημένος στις 5 Ιουλίου 1955, ο Αντόνιο Εμίλιου Κότου (António Emílio Leite Couto), γνωστός ως Μία Κότου (Mia Couto), είναι συγγραφέας της Μοζαμβίκης και νικητής του Διεθνούς Βραβείου Λογοτεχνίας του Neustadt για το 2014, γνωστού και ως Αφρικανικού Νόμπελ. Είναι γιος  Πορτογάλων μεταναστών που μετακόμισαν στην πρώην πορτογαλική αποικία κατά τη δεκαετία του 1950. Ο Μία Κότου γεννήθηκε στην πόλη Μπέιρα,   τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μοζαμβίκης μετά από την πρωτεύουσα Μαπούτο, όπου επίσης μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε. Σε ηλικία των δεκατεσσάρων σχεδόν ετών, κάποια απ’ τα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν σε μια τοπική εφημερίδα, την Noticias της Μπέιρα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1971, μετακόμισε στην πρωτεύουσα Μαπούτο και άρχισε να σπουδάζει ιατρική στο εκεί Πανεπιστήμιο. Ήταν η εποχή κατά την οποία το «Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης» ( FRELIMO) που υποστηριζόταν από την Σοβιετική Ένωση, αγωνιζόταν να ανατρέψει την πορτογαλική αποικιακή κυριαρχία στη Μοζαμβίκη. Οι έμπειροι πορτογάλοι θαλασσοπόροι, σημειωτέον, βρίσκονταν εκεί ήδη από τις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα. Σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση της χώρας, είχε βεβαίως η πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία. Η  Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητη από τους Πορτογάλους στις 25 Ιουνίου του 1975. Ο Κότου εγκατέλειπε προσωρινά την ιατρική σχολή στο τρίτο έτος  για  να εργαστεί ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα Tribuna μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1975 και έπειτα ως διευθυντής του νεοσυσταθέντος Οργανισμού Πληροφοριών της Μοζαμβίκης (Mozambique Information Agency). Αργότερα, εργάστηκε για το περιοδικό Tempo μέχρι το 1981. Η εκδοτική του δραστηριότητα ξεκίνησε στα 1983, με την ποιητική συλλογή «Ρίζα της πρωινής δροσιάς» (Raiz de Orvalho) με κείμενα που αφορούσαν την κυριαρχία της μαρξιστικής μαχητικής προπαγάνδας. Η συνέχεια υπήρξε εντυπωσιακή. Συνέχισε να εργάζεται για την εφημερίδα Notícias μέχρι το 1985, όταν παραιτήθηκε για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, ετούτη τη φορά στον παραπλήσιο με την ιατρική κλάδο της Βιολογίας. Το έως τώρα λογοτεχνικό του έργο, τεράστιο και πολυποίκιλο!

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη