Εκτροφείο θηραμάτων
Γεωργία Μιχαλαριά
Γκοβόστης 2019
Στη συλλογή Εκτροφείο θηραμάτων της Γεωργίας Μιχαλαριά, αρκετά διηγήματα είναι τρομαχτικά. Μα τι είδους τρόμος είναι αυτός; Ένα διήγημα χτίζεται συνήθως γύρω από το σκελετό μιας πλοκής, με υλικό τους χαρακτήρες που κατοικούν το οικοδόμημα του διηγήματος. Ως και στα πιο τρομαχτικά διηγήματα, σε μια ιστορία του Ράμσεϋ Κάμπελ ας πούμε, η πλοκή όσο κι αν είναι φρικιαστική προσφέρει μια παραμυθία, και οι χαρακτήρες το ίδιο όσο αποτρόπαιοι κι αν είναι, γιατί σε μια πλοκή και σ’ έναν χαρακτήρα υπάρχει πάντα ένα «εσύ», ένας παραμυθητικός απεγκλωβισμός από το γυμνό «εγώ». Γράφει για παράδειγμα ο Κάμπελ σε ένα αφήγημά του:
Μια ομάδα από νήπια την είδαν να περνάει, με τα μάτια τους ζωγραφισμένα στις κόγχες τους. Στο ισόγειο, κόκκινα, ροζ και κίτρινα χέρια στην άκρη μίσχων απλώθηκαν προς το μέρος της από τον πάγκο με τα γάντια. Τυφλά μοβ πρόσωπα τέντωναν λαιμούς μακριούς σαν μπράτσα· περούκες κούρνιαζαν πάνω στο κεφάλι τους.
…Ο φαλακρός άντρας την κοιτούσε ακόμη. Το κεφάλι του, που έμοιαζε ακουμπισμένο στην κορυφή μιας βιβλιοθήκης, γυάλιζε σαν πλαστικό κάτω από τα φώτα φθορισμού. Τα μάτια του ήταν λαμπερά, άψυχα, ανέκφραστα σαν γυάλινα, θυμίζοντάς της κεφάλι μανεκέν με βγαλμένη την περούκα του. Όταν μια χοντρή ροζ γλώσσα βγήκε ανάμεσα από τα χείλη του, ήταν λες και το πλαστικό κεφάλι ζωντάνεψε.
Όμως, τούτη η σκηνή υπηρετεί μια ιστορία, αυτός είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της μια κοπέλα, η Ρόουζ, στο μυθιστόρημα Το παράσιτο. Αν όμως η σκηνή υπήρχε μόνη της, ήταν απλώς μια «κατάσταση», χωρίς πλοκή και χαρακτήρες; Τι θα ήταν τότε αυτά τα νήπια, αυτός ο άντρας, και ποιος θα ’ταν ο θεατής τους; Τι είναι «αυτή» και τι οι «άντρες» στο ομώνυμο διήγημα στο Εκτροφείο θηραμάτων;
Στάθηκε μπροστά από το λάκκο, με τον ήλιο να της πονάει τα μάτια και με εξίσου οδυνηρή αποφασιστικότητα. Το φαλακρό κεφάλι μουρμούρισε πως έπρεπε να πάει παραπέρα, αλλιώς δεν θα έφερε ευθύνη για τυχόν ατύχημα. Δίστασε προς στιγμήν και το βλέμμα της έπεσε σε έναν από την μπροστινή σειρά των αντρών απέναντί της. Δεν φαινόταν γνωστός. Την κοίταζε επίμονα και βλοσυρά και το δάχτυλό του γλίστρησε επιδεικτικά προς τη σκανδάλη της καραμπίνας του, ενώ με το άλλο χέρι χάιδευε το κοντάκι. Μετακινήθηκε προς το μέρος τους, προσπαθώντας να πνίξει μια ρανίδα ταπείνωσης. Το χέρι της γλίστρησε ασυναίσθητα στο ματωμένο της αυτί, μόλις ένα από τα σκυλιά άρχισε να γρυλίζει στο πλησίασμά της.
Ο τρόμος στα διηγήματα της Μιχαλαριά πηγάζει απ’ αυτό ακριβώς το γυμνωμένο εγώ. Αντί για πλοκή, υπάρχουν ως επί το πλείστον «καταστάσεις». Τι είναι η Λέσχη Επιχειρημάτων στο «Επιχείρημα», τι είναι η γαμπρομαχία στο «Και τότε τη φίλησε», τι φυτό είναι αυτό στο «Φυτό» («Τότε ήταν που παρατήρησε το φυτό. Έγερνε προς το μέρος του, λες και το έσπρωχνε μια μυστηριώδης έλξη, τόσο δυνατή που δεν θα δίσταζε να το ξεριζώσει. Ο λεπτός κορμός και το αρρωστιάρικο φύλλωμα, του θύμισαν έκκληση ετοιμοθάνατου […]»)· τι είναι οι σέκτες –η αντρική ονόματι «Ντόριαν Γκρέι», η γυναικεία ονόματι «Μήδεια»– στο «Μήδεια reloaded»;
Σε κάποια ωστόσο η πλοκή είναι σαφέστερα περιγεγραμμένη, ή δεν λείπει και η ειρωνεία ακόμα («Φούγκα»), όμως οι τρισδιάστατοι χαρακτήρες είναι ανεξαιρέτως απόντες. Σαν τους ζωόμορφους ανθρώπους της Λήδας Ντόντου στο εξώφυλλο της συλλογής, οι άνθρωποι σε τούτα τα διηγήματα είναι κατ’ ουσίαν ανθρωπόμορφες προφάσεις στην υπηρεσία της εκάστοτε «κατάστασης».
Όσο όμως κι αν ξενίζει αυτή η απογύμνωση, ή ακριβώς γιατί ξενίζει, χρειάζεται τόλμη – κι ο αναγνώστης νιώθει τούτη τη γενναιότητα διαβάζοντας αυτά τα πολύ ιδιαίτερα διηγήματα της Γεωργίας Μιχαλαριά στο αξιανάγνωστο Εκτροφείο θηραμάτων.