Listen to the hummingbird
Whose wings you cannot see
Listen to the hummingbird
Don’t listen to me
Leonard Cohen
Έβαλε μια γουλιά καφέ στο στόμα κι έκατσε στο γραφείο. Η άχνα τού θάμπωσε τα γυαλιά. Μισοκοιμισμένος πάτησε το κουμπί του υπολογιστή. Η οθόνη άστραψε στον τοίχο. Τα μάτια του έκατσαν κάτω αριστερά στους μεγάλους αριθμούς, 6:30, Σάββατο, 2 Μαΐου 2020. «Δυο τρεις μέρες ακόμη», σκέφτηκε, «κι έπειτα, λίγη ζωή, στη μύτη του κουταλιού». Άνοιξε το στόμα σαν γλαροπούλι να ρουφήξει ό,τι οξυγόνο είχε απομείνει στον χώρο. Το πήρε όλο μέσα του, στυφό και άνυδρο.
Τηλεζωή στο σπίτι.
Οι μέρες πέτρες. Συναντούσε διάφορους φίλους και συνεργάτες στο γυαλί, συνήθως με ραντεβού. Φωνές έρχονταν στο δωμάτιο και το γέμιζαν, πότε στην ώρα τους πότε αργοπορημένες, οι επιζήσαντες της μέρας απ’ τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Οι νύχτες πιο ζωντανές. Όταν η πλάση κοιμόταν, τρύπωνε βιαστικά στις μικρές και μεγάλες σκηνές. Τότε κατάπινε με λυσσασμένα μάτια δρώμενα ανθρώπων, μιμήσεις πράξεων σπουδαίων, ἡδυσμένῳ λόγῳ.
Χθες, διάβασε στο facebook πως είχε ανοίξει τις πύλες του τ’ ανάκτορο της Φλωρεντίας, Gallerie degli Uffizi. Ενθουσιάστηκε με τη γενναιοδωρία της κρίσης. Τα ‘φτιαξε όλα στο μυαλό του. Πρώτα, θα ‘κανε ένα ζεστό μπάνιο. Ύστερα αγνός κι αμόλυντος θα χτένιζε τα μακριά μαλλιά. Έπειτα θα περνούσε στα φαγωμένα δάχτυλα τ’ άσπρα γάντια και τέλος, με λεπτές χειρουργικές κινήσεις, θα φορούσε στο πρόσωπο την σατέν μάσκα.
Ακούμπησε τα δάχτυλα απαλά πάνω στα πλήκτρα. Ανεβοκατέβηκαν αργά. Πρόταση εξόφλησης ληξιπρόθεσμων, έγραψε και μαγάρισε τη λευκή οθόνη. Μετά, τα χέρια φύγανε μόνα τους μπροστά, σε ρυθμό allegro. Το μυαλό δεν τα πρόφταινε. Δούλεψε σκυφτός αρκετές ώρες ώσπου τα μάτια του κοκκίνισαν. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι. Το σώμα του έπεσε μονοκόμματο. Τέντωσε καλά χέρια και πόδια, να ξεσκουριάσει.
«Ένα διάλειμμα και ξανά πίσω στη δουλειά. Έχω όλη τη μέρα μπροστά», μονολόγησε και απλώνοντας το χέρι στον υπολογιστή που ‘ταν δίπλα του πάτησε Αναστολή λειτουργίας. Θεωρούσε αυτή την επιλογή ως την καλύτερη. Έθετε το μηχάνημα σε κατάσταση χαμηλής ενέργειας μ’ όλες τις εφαρμογές ανοιχτές διασφαλίζοντας την άμεση συνέχιση της εργασίας όποτε αυτός ήθελε.
Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τη μαύρη οθόνη. Ήταν ήσυχος. Ήξερε πως θα τον περίμενε υπομονετικά κι όταν θα ‘ρχόταν πάλι η ώρα, θα δεχόταν υπάκουα τις εντολές του. Έκλεισε αμέσως τα μάτια κι ένιωσε τις κλειδώσεις του να λύνονται μία μία. Έβγαλε τ’ αριστερό του χέρι έξω απ’ το σεντόνι και ψαχουλεύοντας στα τυφλά βρήκε το καλώδιο φόρτισης.
Το ‘χωσε γρήγορα στην παλάμη και το ‘σφιξε δυνατά. Το αίμα άρχισε ν’ αδειάζει. Η αγγειακή προσπέλαση ήταν ικανοποιητική, υποσχόταν μεγάλη και σταθερή ροή. Το φίλτρο άριστο, έφτανε γρήγορα το αίμα σ’ αυτό κι εκείνο το επέστρεφε καθαρό στο λεπτό. Οι αντλίες δούλευαν στο φουλ. Αυτή η διαδικασία κρατούσε συνήθως τέσσερις ώρες. Όταν ολοκληρωνόταν, ένα ηχητικό σήμα δήλωνε το τέλος. Τότε ο υπολογιστής έμπαινε ξανά στη βαρετή του ρουτίνα.
Όταν άκουσε το σήμα, πετάχτηκε πάνω. Χαλάρωσε αμέσως τα δάχτυλα κι άφησε το καλώδιο να γλιστρήσει απ’ την παλάμη. Αναζωογονημένος σαν να ‘χε ρουφήξει είκοσι μπουκάλες οξυγόνου, ένιωσε να εκτοξεύεται στα ουράνια. Το φρέσκο αίμα τού χάριζε ενέργεια για ώρες πολλές. «Όλα καλά», μονολόγησε, «ακόμα κι όταν κοιμάμαι, εκείνος ακούραστα με φροντίζει. Ανενεργά ζωντανός». Ακούμπησε μ’ αδημονία τα πλήκτρα κι έπιασε πάλι δουλειά. Στις 18:00 τ’ απόγευμα, είχε ήδη γεμίσει δεκαπέντε σελίδες με γράμματα κι αριθμούς. Διέτρεξε το έγγραφο στα γρήγορα και χαμογέλασε πονηρά. Αύριο, στο ερώτημα του διευθυντή για το μυστικό της επιτυχίας, είχε έτοιμη την απάντηση: «Σε τέτοιους καιρούς η τεχνολογία είναι ο καλύτερος σύμμαχος».
Σηκώθηκε απ’ το γραφείο και με μια φιλάρεσκη διάθεση μπήκε στο μπάνιο. Άφησε το καυτό νερό να κυλήσει αργά πάνω του. Καθαρμός κι εξαγνισμός μαζί. Έπειτα χτένισε ευλαβικά τα μαλλιά και φόρεσε το καλό μαύρο κοστούμι. Τράβηξε το ξύλινο συρτάρι της σιφονιέρας και πήρε από μέσα τ’ άσπρα γάντια. Τελευταίο αξεσουάρ η λευκή σατέν μάσκα. Την εφάρμοσε άψογα στο πρόσωπο, σαν να ‘ταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του.
Η είσοδος στ’ ανάκτορο αναμενόταν θριαμβευτική, nella luce degli angeli. Πληκτρολόγησε το URL του μουσείου στ’ άδειο κουτί της Google, έκατσε αναπαυτικά στην καρέκλα και κάρφωσε με λαχτάρα τα μάτια στην οθόνη.
Πάτησε Enter κι έσβησε τα σύνορα. Άκοπα. Ανέξοδη νίκη.
Ξαφνικά ένα σύννεφο όρμησε στο δωμάτιο απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και τον τύλιξε. Το σώμα του πούπουλο. Φτερό στον άνεμο που ‘τρεχε πάνω απ’ τη γη. Οι πολιτείες των ανθρώπων, κινηματογραφικά πλάνα, περνούσαν στο fast μπροστά του. Όταν η πτήση τέλειωσε, έσκασε με δύναμη κάτω σαν παραγεμισμένο φλασκί. Η ανώμαλη προσγείωση τον πόνεσε. Σηκώθηκε πάνω και χαμένος κοίταξε γύρω του. Συμμάζεψε λίγο το μυαλό του μήπως και καταλάβει τι γίνεται.
Ο τόπος προορισμού είχε αλλάξει. Βενετία. «Μάλλον κάτι δεν πήγε καλά με τη Μηχανή αναζήτησης», σκέφτηκε και κοίταξε τις γόνδολες. Καταδικασμένες σε ακινησία συνωμοτούσαν με τ’ ελαφρό αεράκι γλιστρώντας πού και πού σ’ ένα ανεπαίσθητο λίκνισμα. Το νερό στο μεγάλο κανάλι διάφανο και ζωηρό. Πλησίασε κοντά κι έσκυψε πάνω. Μπορούσε με τα μάτια να φτάσει ως τον πάτο και να παρατηρήσει λεπτομερώς την υγρή ζωή.
Ο νους του θόλωσε. Άφρισε όμοια με δαιμονισμένο κι άρχισε με λύσσα να ξεσκίζει ό,τι είχε και δεν είχε πάνω του. Αφού τα ξεκόλλησε όλα κι έμεινε με το δέρμα, βούτηξε στο νερό. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια και με γρήγορες κινήσεις κολύμπησε μπροστά πασχίζοντας να κρατήσει όλο το σώμα του υγρό. Για μια στιγμή ευχήθηκε να ’χε μόνο βράγχια.
Ένα κοπάδι μεγαλόσωμων κέφαλων τον πήρε μυρουδιά. Τον πλησίασαν κι άμα είδαν πως άγαρμπα τσαλάκωνε το νερό κόλλησαν πάνω του σαν βδέλλες κι άρχισαν να τον τσιμπολογούν. Με την ώρα τα τσιμπήματα έγιναν γερές δαγκωματιές στο ψαχνό. Τίναξε απότομα όλο του το κορμί, απ’ την κορφή ως τα νύχια μήπως και τ’ αποδιώξει. Ύστερα, πήρε φόρα και με μια δρασκελιά βρέθηκε στο γυμνό τσιμέντο. Στο λεπτό σηκώθηκε πάνω, ξέρασε μπόλικο νερό και μετά ακούμπησε τα δάχτυλα απαλά στα πλευρά, δεξιά κι αριστερά. Εκείνα αμέσως ξεκίνησαν να ψάχνουν όλο το κορμί, σπιθαμή προς σπιθαμή. Λογάριασε μία μία τις πληγές, ένα ένα τα φαγώματα. Ήτανε κάμποσα τελικά, μικρά αποτυπώματα της φύσης.
Μάζεψε τις δυνάμεις του και βάδισε ξυπόλητος. Φάντασμα σε στοιχειωμένη πόλη που οι άνθρωποι την είχαν βίαια εγκαταλείψει. Τ’ αυτιά του και τα μάτια του γαντζώθηκαν σε στέγες, κήπους κι αυλές να ξετρυπώσουν τη ζωή μα όλα κραύγαζαν ζωή πίσω απ’ τα τείχη. Κομμένες φωνές ξέφευγαν πού και πού απ’ τις γρίλιες, πνιχτές ανάσες από τους καπνοδόχους. Στις χαραμάδες τρίζανε γέρικες παντόφλες. Τα γέλια και τα τραγούδια των παιδιών κρέμονταν ήσυχα στις σιδερένιες κούνιες.
Έστριψε σ’ ένα μικρό στενάκι κι αυτό τον έβγαλε γρήγορα σε μια μεγάλη λεωφόρο. Ξάφνου η πόλη άλλαξε σώμα κι ουρανό. Τα σπίτια ψήλωσαν πολύ. Κάποια δεν μπορούσε να τα δει, ζάλη τον έπιανε. Χίλια πατώματα και τοίχοι όλο τρύπες, χρώματα μουντά και παγωμένα. Απ’ τη μια πλευρά της λεωφόρου, έτσι όπως τώρα κατηφόριζε, γυάλινοι πύργοι ξεφύτρωναν κι οι δρόμοι φάρδαιναν συνεχώς. Δέντρα βαθύσκιωτα παράστεκαν στις δυο άκρες. Σε μια στιγμή, ένιωσε μια φευγαλέα κίνηση στο κενό που άφηναν δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα, παραταγμένα στη σειρά, το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο. Ένα κεφάλι αγριόγατας πρόβαλε κοντά στο δεξιό προφυλαχτήρα του πρώτου αυτοκινήτου. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο ζώο. Κοντότριχο αιλουροειδές με μακριά ουρά που σάλευε γλυκά. Η γούνα του κιτρινωπή και λίγο καφετιά του θύμιζε λιοντάρι. Λαιμός και στήθος όλα άσπρα. Διέσχιζε νωχελικά την άδεια λεωφόρο. Έδειχνε ανέμελο ν’ απολαμβάνει τη βόλτα του.
Έμεινε άπνους μπροστά απ’ τ’ αυτοκίνητο να το κοιτά. Τα πόδια του τώρα δεν τα ‘νιωθε. Σκληρά παλούκια που χώθηκαν ξάφνου μες τη γη και ρίζωσαν. Όσο το ζώο βάδιζε καμαρωτό στ’ οδόστρωμα, μόνο μια σκέψη του ‘ρθε στο μυαλό, στις πόλεις άλλα πλάσματα είχαν έρθει. Εκείνα τώρα έκαναν κουμάντο. Η παραμικρή δόση ελευθερίας ως μια ανθρώπινη επιλογή θα ήταν πλέον μοιραία. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του, σχεδόν αντανακλαστικά, ελάχιστο τεκμήριο ζωής. Εκείνο το ‘νιωσε αμέσως κι έστριψε το κεφάλι προς το μέρος του. Κοντοστάθηκε λίγο και με λαίμαργα μάτια τον κοίταξε ολόισια στα δικά του. Αυτός, άμα είδε πως προδόθηκε, φρενιασμένος ξεχύθηκε στον δρόμο. Η αγριόγατα που αυτό περίμενε, τον πήρε στο κατόπι. Με δυο μόνο τινάγματα στον αέρα τον πρόφτασε. Ακούμπησε σχεδόν τα πέλματά του. Δεν τον άρπαξε όμως. Του ‘δωσε απλόχερα παράταση ζωής. Δεν ήθελε να χορτάσει την κοιλιά της. Κάτι άλλο είχε στο μυαλό. Αυτός πάλι που νόμιζε πως ανέλπιστα τα κατάφερνε, πάλευε ολοένα να γλιτώσει.
Το άγριο κυνηγητό τον έβγαλε μπροστά στο μεγάλο πάρκο με την ξύλινη πινακίδα: «Zoológico Nacional De Chile». Ξέπνοος στα τελευταία μέτρα λίγο πριν το τέρμα, όρμησε μέσα. Μεγάλα σιδερένια κλουβιά δίχως ενοίκους έστεκαν όρθια το ‘να δίπλα στ’ άλλο. Οι πόρτες όλες έχασκαν ανοιχτές. Μπήκε στο πρώτο που βρέθηκε μπροστά του κι έκλεισε απελπισμένος την πόρτα όταν είδε απέξω το γατίσιο κεφάλι να τον κοιτά με άγρια χαρά. Άπλωσε τα χέρια στα κάγκελα και τα κράτησε γερά σε μια ύστατη προσπάθεια να σταθεί όρθιος. Ύστερα σήκωσε τα μάτια και κοίταξε ξανά την ξύλινη πινακίδα.
«Antropológico Nacional De Chile», πρόφερε με δυσκολία και σωριάστηκε καταγής.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Carlo Carrà. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
