Το πρωί που ο Κωνσταντίνος είχε πεθάνει, άνοιξε τα μάτια και δεν τα ξανάκλεισε γιατί δεν χρειαζόταν να τ’ ανοιγοκλείσει κι ούτε μπορούσε να το κάνει. Δεν το ’ξερε πως ήταν νεκρός, μα ένιωθε βαθιά ηρεμία να τον πλημμυρίζει. Έμεινε ξαπλωμένος, ασάλευτος από βούληση και εξ ανάγκης, και κοιτούσε τα πάντα σαν να τα έβλεπε όλα για πρώτη φορά. Ο ήλιος, κοσκινισμένος από την κουρτίνα, πιτσίλαγε την πράσινη κουβέρτα, τις πλαγιές εκεί που αποκάτω ήταν το στομάχι και τα πόδια του. Τα χέρια του ήταν απέξω, απλωμένα δεξιά του κι αριστερά του πάνω στην κουβέρτα, με τις τρίχες να λαμπαδιάζουν στο φως, κι ένα φωτεινό ζεστό χνούδι έντυνε καθετί στην κάμαρα: τη βιβλιοθήκη, τη συρταριέρα με τα μπιμπελό, τα κάδρα.
Απ’ την κουζίνα ακουγόταν η Ιωάννα να ετοιμάζει το πρωινό, και οι θόρυβοι είχαν κάτι γαλήνιο, σαν να ήταν ήχοι καμωμένοι από σιωπή. Τελικά ήρθε να τον ξυπνήσει.
«Σήκω, τεμπέλη», του είπε.
«Δεν μπορώ», της είπε.
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω».
Μα έπειτα τον κοίταξε ανήσυχη.
«Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε.
«Ποιο πράγμα;» απόρησε.
«Να μιλάς με κλειστά χείλη, χωρίς να τ’ ανοιγοκλείνεις».
Δεν ήξερε πώς μπορούσε να το κάνει, ούτε ήξερε γιατί ήταν ανίκανος να κουνηθεί και γιατί δεν χρειαζόταν να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, έτσι προσηλώθηκε ξανά στο φως πάνω στην κουβέρτα. Τα μάτια του ήταν ασάλευτα κι αυτά, κι απλώς απ’ όλα που έβλεπε έδινε πιο πολλή σημασία σε κάτι. Πρωτύτερα είχε προσέξει την Ιωάννα, που στάθηκε αντίκρυ του, μα τώρα παρατηρούσε πάλι τις φωτεινές πιτσιλιές.
Αργότερα η Ιωάννα μπήκε στην κάμαρα με τον Αντώνη, οικογενειακό φίλο και γιατρό. Αυτός έπιασε το σφυγμό του Κωνσταντίνου, τον αφουγκράστηκε με το στηθοσκόπιο, εξέτασε τα ορθάνοιχτα μάτια του, έφερε τ’ αφτί του κοντά στα κλειστά χείλη του ξαπλωμένου ανθρώπου.
«Δεν έχει σφυγμό, Ιωάννα», είπε. «Ούτε αναπνοή, ούτε φωτοανακλαστικό κόρης. Σύμφωνα μ’ όλες τις ενδείξεις, Κωνσταντίνε, είσαι νεκρός», είπε ο φίλος και γιατρός – συλλυπήθηκε την Ιωάννα κι έφυγε· μα ύστερα ο ξαπλωμένος άνθρωπος δεν άντεχε να τη βλέπει, που τον κοιτούσε δακρυσμένη, και τα τελευταία του λόγια ήταν:
«Κλείσε μου τα μάτια».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Hajdu Tamás. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]