frear

Μεγάλο Σάββατο – της Μαρίας Παπαϊωάννου

«Όλα τα Σάββατα καταλύονται, πλην του Μεγάλου Σαββάτου» είπε η κυρά Φρόσω και έφαγε μια γερή κουταλιά από το πρόβειο γιαούρτι που προοριζόταν για το Αναστάσιμο τραπέζι το βράδυ.

«Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, μαμά, αλλά εγώ απόψε δεν θα φάω μαζί σας», της είπε αφηρημένος ο Ηλίας και συνέχισε να κοιτάει το κινητό του.

«Τί λες Λιάκο μου; Θα μας αφήσεις μόνους δυο γέρους ανθρώπους να κάνουμε Ανάσταση; Εσύ είσαι η χαρά μας, γιε μου», απάντησε παρακαλεστά η κυρά Φρόσω και έσπρωξε κοντά του τα λαμπροκούλουρα που είχε στολίσει σε ένα ψάθινο πανεράκι με δυο χάρτινα λαγουδάκια στη φάσα του, και συνέχισε «έλα, φάε ένα κουλουράκι, δεν πειράζει που είναι Μεγάλο Σάββατο, ο Θεός δεν παρεξηγάει».

«Άσε ρε μαμά. Για σένα μπορεί να είμαι ας πούμε χαρά. Για τον άλλον, μόνο βρισίδια και γαμωσταυρίδια είμαι», είπε ο Ηλίας και έδιωξε το πανέρι με τα κουλούρια μακριά του.

Η κυρά Φρόσω φαρμακώθηκε από τα λόγια του παιδιού της και για να μην δείξει πιο πολύ την στεναχώρια της, σηκώθηκε και πήγε να πλύνει τα μαρούλια και τα έντερα για την μαγειρίτσα.

Το ραδιοφωνάκι στην μικρή κουζίνα έπαιζε Τζένη Βάνου που με λυγμούς δήλωνε «Στα περασμένα ποτέ του κανείς δεν γυρνά».

Ο Ηλίας συνέχιζε να πληκτρολογεί αφοσιωμένος στο κινητό του, μάλλον κανονίζοντας κάποια βραδινή έξοδο.

«Πάντως, γιε μου.. αν θες.. μπορείς να φας μαζί μας και μετά να φύγεις» του είπε δειλά.

Ο Ηλίας δεν απάντησε και βγήκε από την κουζίνα αναστενάζοντας.

Η μαγειρίτσα ήταν έτοιμη, όπως κάθε χρόνο, πριν την πρώτη Ανάσταση για να την βρει ο μπαρμπά Λουκάς και να φάει το μεσημέρι, που επίσης όπως κάθε χρόνο, και αυτό το Μεγάλο Σάββατο επέστρεψε τύφλα στο μεθύσι.

Παραπατώντας και τρεκλίζοντας μπήκε στο σπίτι φωνάζοντας και βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Στο καφενείο τον έκαναν χάζι οι νεότεροι όταν μεθούσε και όποτε έβρισκαν ευκαιρία τον πότιζαν τσίπουρα ανακατεμένα με ουίσκι και τον έστελναν αδιάβαστο τον γέρο.

Η κυρά Φρόσω είχε ξαπλώσει και δεν τον κατάλαβε που γύρισε.

Ο Λουκάς σκνίπα πήρε μυρωδιά την κατσαρόλα με την αχνιστή μαγειρίτσα, άρπαξε ένα κουτάλι και άρχισε να την τρώει από μέσα ρουφώντας τις μύξες και τα σάλια του πάνω από το φαγητό που προοριζόταν για την σπουδαιότερη νύχτα της χριστιανοσύνης.

Ο Ηλίας που άκουσε τον θόρυβο βγήκε από το δωμάτιό του και πήγε να δει τι συμβαίνει.

Σαν βρήκε τον πατέρα του με τη μούρη χωμένη μέσα στην μαγειρίτσα που με κόπο είχε ετοιμάσει η μάνα του όλο το πρωί, τον έπιασε από τους ώμους και τον τράβηξε με δύναμη πίσω με αποτέλεσμα αυτός μέσα στο μεθύσι του να πέσει κάτω .

Ο Ηλίας με τρόμο απομακρύνθηκε και στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας. Αυτομάτως μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό παιδάκι μόλις τριών χρονών που κατουρήθηκε τρέμοντας για τις φοβερές συνέπειες των πράξεών του.

Ο Λουκάς σηκώθηκε από το πάτωμα αργά, γύρισε και κοίταξε τον Ηλία με το μάτι του να γυαλίζει απειλητικά. Τα χείλια του που ήταν λαδωμένα και έσταζαν μασημένα μαρούλια και έντερα χαμογέλασαν ειρωνικά και κούνησε το κεφάλι του με νόημα.

Ο Ηλίας από την άλλη έγνεψε χωρίς να μιλάει παρακαλώντας για έλεος αλλά ο μπαρμπά Λουκάς είχε ήδη λύσει τη ζωστήρα του ενώ με το ένα χέρι μπροστά στα χείλη του τον προειδοποιούσε να σωπάσει και με το άλλο χαιδεύοντας τον καβάλο του τον καλούσε κοντά του.

Ο Ηλίας έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να κλαίει σιγανά.

«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, όχι τώρα, συγγνώμη, συγγνώμη», επαναλάμβανε.

Ο μπαρμπά Λουκάς τον φοβέρισε να σωπάσει δείχνοντας του την έτοιμη για ξύλο παλάμη του και πλησίασε το φλογισμένο από αλκοόλ μούτρο του κοντά στου παιδιού του.

Έκανε μια κίνηση και άρπαξε τον Ηλία από το σβέρκο και με δύναμη που δεν υπολόγιζε από το μεθύσι τον πίεσε να γονατίσει μπροστά του.

Η κυρά Φρόσω που άκουσε την φασαρία σηκώθηκε και έτρεξε στην κουζίνα. Μόλις είδε το θέαμα κρύφτηκε στο μπάνιο βουλώνοντας τα αυτιά της με δυο χοντρές πετσέτες για να μην ακούει.

Ο Ηλίας γονάτισε μπροστά στο ύψος του καβάλου του πατέρα του και με το ελεύθερο χέρι του έψαχνε με προσοχή, για να μην ακουστεί, στα συρτάρια για το μαχαίρι με το οποίο η μάνα του το πρωί έκοβε σε κομμάτια τα έντερα για να τα βάλει στην μαγειρίτσα.

«Έτσι μπράβο» έλεγε λιγωμένα ο Λουκάς την στιγμή που ο Ηλίας του έχωσε το μαχαίρι στην βουβωνική χώρα.

Το γεμάτο φθηνό οινόπνευμα αίμα άρχισε να καταβρέχει το πρόσωπο του Ηλία που έκανε πίσω και σύρθηκε μακριά από τον πατέρα του που προσπαθούσε με τρόμο να καταλάβει τί είχε συμβεί

Ο Ηλίας που για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωσε να μεγαλώνει και να μην είναι πια ο Λιάκος, ο Λούης, το μικρό αγόρι που όλοι κορόιδευαν και γελούσαν πίσω από την πλάτη του γιατί του άρεσε να παίζει με τα κορίτσια και τις κούκλες τους, γιατί άφηνε τα μαλλιά του μακριά και έκλεβε τα εσώρουχα των γυναικών της γειτονιάς όταν άπλωναν τις μπουγάδες στα σύρματα, ο Ηλίας που στον στρατό είχε περάσει καζούρες όταν ανακάλυψαν ότι δεν ήταν τόσο άντρας όσο οι βασανιστές του, ο Ηλίας που τον έρωτα τον έμαθε από τον πατέρα του και προκειμένου να έχει την αποδοχή του υπέκυπτε κάθε τόσο στα άρρωστα γούστα του. Ο Ηλίας που ήξερε ότι η μάνα του τα γνώριζε όλα αλλά δεν μιλούσε από φόβο. Ο Ηλίας κρατούσε ένα ματωμένο κουζινομάχαιρο και αποφάσισε να πάρει την ζωή στα χέρια του για πρώτη φορά από όταν «έγινε η μαλακία και γεννήθηκε», όπως άκουγε συνέχεια τον Λουκά να λέει στην Φρόσω.

«Μην με ξανακουμπήσεις ρε μαλάκα, θα στα κόψω», ούρλιαξε και όρμησε επάνω στον γέρο με όση δύναμη είχε μέσα του.

Ο Ηλίας παραδόθηκε αμέσως μετά στις αρχές που λόγω της ημέρας τον έβαλαν σε ένα κελί και περίμεναν να περάσει το Πάσχα για να ξεκινήσει η διαδικασία της υπόθεσής του.

Η κυρά Φρόσω οδηγήθηκε και αυτή στο Τμήμα ως η μοναδική αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας .

Η μαγειρίτσα έμεινε να μουχλιάζει μέσα στην κατσαρόλα μέχρι ο εισαγγελέας και ο ιατροδικαστής να αποφασίσουν πότε ακριβώς μετά το πέρας των ερευνών ο χώρος μπορούσε να καθαριστεί και να παραδοθεί στην προτέρα χρήση του.

Και από το ξεχασμένο ανοιχτό ραδιοφωνάκι της κουζίνας ακουγόταν μέσα στη νύχτα ξεψυχισμένα το «Χριστός Ανέστη».

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: