Τ’ άσπρο το πουκάμισο και το κουστούμι το γαμπριάτικο, μη τυχόν και βάλεις τα καθημερινά; είν’ Ανάσταση απόψε, του φώναξα. Μην ανησυχείς τα καλά θα βάλω, είπε, ποτέ δεν λέει όχι ο δόλιος. Η μαγειρίτσα είχε σωθεί, έσβησα το γκάζι κι έριξα μια καθαρή πετσέτα από πάνω στον τέτζερι να την κρατάει ζεστή. Μετά την ανάσταση θα την αυγοκόψω, είπα.
Πήγαινα μέσα έξω να συμμαζέψω τα τελευταία και μετά να ετοιμαστώ κι εγώ. Όπως πέρασα από το σαλοτάκι πήρε το μάτι μου τα παπούτσια του. Γεμάτα σκόνη, από μαύρα έδειχναν άσπρα. Τα παπούτσια σου χάλια είναι, του λέω. Εκεί στα σαλόνια που γυρνάω γέμισαν χώμα, είπε από μέσα γελώντας. Πήρα τη βούρτσα και την αριζόνα και τα πήγα στην αυλή, τα βούρτσισα καλά και τα ‘βαψα, τα γυάλισα με την ποδιά, σαν καινούργια έγιναν, τ’ ακούμπησα δίπλα στην πόρτα. Κοίταξα το ξυπνητήρι πάνω στο τζάκι, έντεκα παρά, όπου να ‘ναι θα χτυπήσει η καμπάνα, σκέφτηκα.
Αυτός τοιμάστηκε, ωραίος έδειχνε, εμ, γιατί ήταν καλός τον πήρα. Που είναι τα παπούτσια μου; μου λέει, έξω, του λέω, τα ‘βαψα λιγάκι. Σε περιμένω, μου λέει, άντε να μην αργήσουμε.
Πέταξα τα πρόχειρα στο λεπτό, έριξα πάνω μου το φόρεμα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, ωραίο έπεφτε, ούτε ένα κιλό δεν πήρα το χειμώνα. Έπιασα γρήγορα την τσατσάρα και χτένισα τα μαλλιά, αυτή εδώ η άσπρη τούφα καταμεσίς, πάνω από το μέτωπο, μου ‘βγαλε το μάτι. Την έφερα από δω, την πήγα από κει, δεν κρύβονταν με τίποτα, εκεί μπροστά στα μάτια μου, μπάσταγκας. Πού να παρουσιαστώ έτσι; σκέφτηκα. Συντόμευε λιγάκι, χτύπησε η καμπάνα, φώναξε απ’ έξω, την άκουσα, του λέω.
Έβγαλα τις γόβες από το κουτί, ωραίες ήταν, τις είχα φυλαγμένες, τις φόρεσα, πήγαιναν με το φουστάνι. Κοιτάχτηκα πάλι, η άσπρη τούφα μπροστά μπροστά. Την κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου, από τα είκοσί του είχε ασπρίσει. Τί να κάνω; τί να κάνω; σκεφτόμουν.
Πήγα ίσα στο ντουλάπι, πήρα τη βούρτσα, τη βούτηξα στο βερνίκι. Μπροστά στον καθρέφτη την πέρασα απαλά προς τα πάνω και μια και δυο και τρεις, δεν έμεινε πουθενά άσπρο, ούτε τρίχα. Κοιτάχτηκα καλά, έτοιμη, του λέω και βγήκα. Πάρε τη λαμπάδα σου, μου λέει, την πήρα, είχε ακόμα τη ζέστη του χεριού του.
Πιάστηκα στο μπράτσο του για να στεριώσω, τρέκλιζα με τις γόβες. Μοσχομύριζαν οι πασχαλιές στα πεζούλια, είχαν ανοίξει τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα, μοσχοβόλαγαν στα παρτέρια οι βιολέτες και τα γιούλια. Πέρα μακριά στο πηγάδι, ψηλά πάνω από τη λεύκα, έρχονταν η φωνή τ’ αηδονιού, μελωδικά τσακίσματα, επιτάφιος θρήνος κι ανάστασης άγγελμα μαζί, ώ γλυκύ μου έαρ.
«Δεύτε λάβετε Φως», ο παππάς στην ωραία πύλη κουνώντας σε σχήμα σταυρού το τρικέρι ψηλά, στριμώχτηκαν γύρω του οι ανυπόμονοι με τα κεριά, σιγά θα με ρίξετε κάτω, μάλωσε απαλά.
Πήγε πήρε το φως της Ανάστασης κι ήρθε ξανά και μου ‘δωσε ν’ ανάψω κι εγώ, «Χριστός Ανέστη», του είπα και τον φίλησα. Όμορφη είσαι απόψε, αληθώς ανέστη, μου λέει.
Όλοι κρατούσαν αναμμένα τα κεριά, πράοι κι ευτυχισμένοι, νύχτα αγάπης. Ο παππάς με το Ευαγγέλιο στην αγκαλιά κι οι ψαλτάδες κρατώντας τα βιβλία υπό μάλης έβγαιναν βιαστικά απέξω στον περίβολο, για να βγάλουν την ανάσταση έξω, να κρατηθεί το έθιμο. Από κοντά σιγά σιγά βαδίζαμε κι όλοι εμείς, το πλήρωμα, προς την έξοδο, όπως παν τα προβατάκια στο μονοπάτι, κρατώντας προσεκτικά τα φωτισμένα κεριά.
Κι όπως προχωρούσαμε σιωπηλοί, το βελούδινο αεράκι τ’ Απρίλη έφερε από την αυλή, την αρχαία, τη βυζαντινή φωνή: «Και διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα αλύψωσιν Αυτόν…», κι ήταν η βραδιά τριγύρω τόσο γλυκιά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]