Ο Ανέστης είχε βγει και καθισμένος σε ένα μαρμάρινο σκαλοπάτι μαστόρευε την μοτοσικλέτα του από νωρίς το πρωί.
Ο Πασχάλης ακουμπισμένος στον τσιμεντένιο φράχτη τον κοιτούσε προσεχτικά να λύνει και να δένει τις βίδες και τα παξιμάδια.
Η κυρά Λαμπρινή είχε πιάσει να σκουπίζει τις πευκοβελόνες που την είχανε πλακώσει, έλεγε, και καταριότανε δυνατά αυτόν τον κερατά που της είχε κλέψει πάλι το λιβανιστήρι.
Ο Μανωλάκης έτρεχε πέρα δώθε ανάμεσά τους με το λευκό του πουκάμισο και το κοντό παντελονάκι του.
«Μη βλαστημάς χριστιανή μου, χρονιάρα μέρα. Ποιός να σου πήρε το θυμιατό; Όλοι εδώ ήμασταν, θα τον είχαμε δει και θα του είχαμε κόψει το ξερό του από την ρίζα» της είπε ο Πασχάλης χωρίς να την κοιτάζει και τέντωσε απότομα το λαιμό του σαν να άκουσε κάτι έξω από τον φράχτη.
«Σωπάτε, σωπάτε, έρχονται», έκανε ο Ανέστης, πέταξε τα κατσαβίδια στην άκρη και σηκώθηκε με φούρια από κάτω.
«Έρχονται, έρχονται, ναι», χοροπηδούσε πιο γρήγορα ο Μανωλάκης και έκανε σβούρες γύρω από τον εαυτό του.
«Κάτσε καλά βρε κολλημένο, θα με γκρεμίσεις», του είπε αυστηρά η κυρά Λαμπρινή και αφουγκράστηκε και εκείνη την φασαρία που γινότανε έξω από τον τσιμεντένιο φράχτη.
Ο Ανέστης, σαν πιο νέος, σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο για να δει καλύτερα απέξω.
«Τί βλέπεις, λεβέντη μου; Είναι όλοι;» τον ρώτησε με αγωνία ο Πασχάλης.
«Είναι και η μαμά μου;» έκανε με λαχτάρα και ο Μανωλάκης
Ο Ανέστης έδωσε ένα σάλτο και κατέβηκε απο το δέντρο. Αφού σκούπισε τα χέρια του στο τζην του, έπιασε πάλι τα κατσαβίδια και συνέχισε να πασπατεύει την μοτοσικλέτα του βλοσυρός.
«Λέγε βρε και μας έσκασες! Έρχονται;» τον σκούντησε η κυρά Λαμπρινή
«Ερχονται οι δικοί σας», απάντησε ο Ανέστης απόγοητευμένος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.
«Άιντε, άιντε πάμε! Πάμε γιατί θα έρθουν και θα είμαστε σκορποχώρι. Έλα μικρέ, προχώρα. Να η μάνα σου ρε! Τήνε βλέπω κιόλας, είναι στη βρύση, έλα τρέξε, θα σε ψάχνει», έκανε με ενθουσιασμό ο Πασχάλης.
Ο Ανέστης έμεινε μόνος με την μοτοσικλέτα του να κοιτάζει από μακριά τους άλλους που έπεφταν στις αγκαλιές των δικών τους και έλεγαν λαίμαργα τα νέα τους.
Η βροχή είχε γίνει αιτία να κάνουν μέρες να βρεθούν, αλλά ευτυχώς σήμερα, παραδόξως για Μεγάλη Παρασκευή, ο καιρός ήταν καλός.
«Πάλι δεν ήρθε κανείς για δαύτο», είπε σιγά η κυρά Λαμπρινή στην μαυροφορούσα αδερφή της και έδειξε με ένα νεύμα τον Ανέστη.
«Ήταν στο νοσοκομείο για καιρό η μάνα του, άρρωστη βαριά. Ταλαιπωρήθηκε πολύ η κακομοίρα αλλά τώρα θα αναπαυθεί εδώ με το παιδί της. Από όταν σκοτώθηκε το έρμο με τη μοτοσικλέτα, ήλιος δεν την είδε τη δόλια. Αύριο θα τη φέρουν να την παραχώσουν κοντά του».
Η κυρά Λαμπρινή χωρίς να χάσει καιρό έτρεξε και είπε στον Ανέστη τα καθέκαστα.
«Αλήθεια μου τα λες κυρά Λαμπρινή; Να σε φιλήσω», φώναξε εκείνος από χαρά όταν άκουσε τα νέα και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Και γίνηκε μεγάλο γλέντι εκείνο το βράδυ, αφού έφυγαν οι επισκέπτες και έκλεισαν οι σιδερένιες πόρτες.
Χορός, τραγούδια, όργανα. Μέχρι το πρωί!
Για πρώτη φορά χαμογέλασε το μούτρο του Ανέστη από όταν πέρασε αυτόν τον τσιμεντένιο φράχτη.
Ο Μανωλάκης χόρευε ανάμεσά τους και οι άλλοι του βαρούσαν παλαμάκια.
Και η καμπάνα που ακουγόταν από το χωριό, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, χτυπούσε πένθιμα.
Πού νά ‘ξερε.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]