frear

Μεγάλη Πέμπτη – της Μαρίας Παπαϊωάννου

Ήταν το πρώτο Πάσχα της νέας κυβέρνησης και η Περιφέρεια είχε ποντάρει πολλά στην ανάσταση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, του Πεδίου του Άρεως που τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν κλειστό και παρατημένο αφήνοντας να το μαγαρίζουν εκδιδόμενοι και χρήστες ναρκωτικών ουσιών που παζάρευαν κάτω από τις σπασμένες λάμπες και πίσω από τις βανδαλισμένες παιδικές χαρές, τιμές για τους πελάτες και την δόση τους.

Το εκκλησάκι των Ταξιαρχών με τον τάφο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην περίβολο είχε σημαιοστολιστεί και φωταγωγηθεί για να υποδεχθεί τον Αρχιεπίσκοπο που θα τελούσε εκεί την Σταύρωση του Κυρίου, σε απευθείας τηλεοπτική σύνδεση με όλα τα κανάλια της ελληνικής επικράτειας.

Ο χώρος είχε καθαριστεί επιμελώς, τα μαύρα γκράφιτι από το πρόσωπο του κεκοιμημένου Υψηλάντη είχαν σβηστεί με προσοχή, το εκκλησάκι υπερλαμπρο και λειτουργίσιμο έπειτα από τόσα χρόνια έλαμπε από πάστρα και φροντίδα και οι πασχαλιές που οργίαζαν σε μια Άνοιξη διονυσιακή, καλούσαν τους πιστούς να έρθουν να δουν την μεγαλύτερη αδικία στην ιστορία του κόσμου.

Ο Παντελής γλίστρησε από το ύψος των Κτελ στην Μαυροματαίων, δίπλα από τον κλειστό και έρημο Πανελλήνιο.

Ο Ναμπίλ δεν είχε φανεί και δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Είχε αρχίσει να τρέμει επικίνδυνα, αν αργούσε λίγο ακόμη θα άρχιζε να βγάζει αφρούς από το στόμα.

Σύρθηκε ανάμεσα στα παρτέρια με το φρεσκοχτενισμένο χώμα και λασπωσε ως τα γόνατα το ήδη βρώμικο τζην του καθώς από το πρωί ο Δήμος πότιζε τα λουλούδια και τα δέντρα που σχημάτιζαν ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του Άλσους, της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Μαυροματαίων, εκεί που ήταν και το στέκι του Παντελή, της Χρύσας, του Γιάννη και της Λίας.

Έπρεπε να πιει, ο Ναμπιλ τον είχε πουλήσει και δεν ήταν ώρα για να σκεφτεί τί θα του έκανε αν τον έπιανε τον μπάσταρδο, αυτό που προείχε τώρα πριν από όλα ήταν να καβατζώσει δέκα ευρώ και να πάρει μια γραμμή, όσο του έδιναν και ό,τι του έδιναν, μια τζουρίτσα, μια δόση, μια σταλιά, μια ανάσα ζωής ακόμα.

Οι υψηλοί προσκεκλημένοι κατέφθαναν στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών και μάλιστα τα πολυτελή αυτοκίνητα των Δεσποτάδων και των Μητροπολιτών είχαν ήδη παρκάρει στα στενά δρομάκια πέριξ του ναού.

Η ακολουθία των δώδεκα Ευαγγελίων αντηχούσε από τα μεγάφωνα σε όλο το Πεδίο του Άρεως με τον Αρχιεπίσκοπο ανά τακτά διαστήματα να σηκώνει τα χέρια του προς τον ουρανό και να ζητάει να τον εισακούσει ο Θεός για όσο θα προσεύχεται για το Χριστεπώνυμο πλήρωμα της εκκλησίας του.

Ο Παντελής κατάφερε να φτάσει στην περίβολο του ναού όταν δεν τον έβλεπαν οι ασφαλίτες και οι μπράβοι των παπάδων και των πολιτικών και σύρθηκε ανάμεσα στον κόσμο που συνέρρεε για να παρακολουθήσει την Σταύρωση του Χριστού.

Περίμενε υπομονετικά να λουφάξουν οι μπάτσοι στις γωνιές τους και να πιάσουν τα κινητά και τους καφέδες και μόλις βρήκε ευκαιρία χώθηκε μέσα στην ασφυκτικά γεμάτη μικρή εκκλησία.

Χωρίς να του πάρει πολύ χρόνο, εντόπισε το υποψήφιο θύμα του, μια γριά χτενισμένη στην τρίχα που καθόταν σε ένα σκαμπό που είχε φέρει από το σπίτι της και είχε χώσει όλη την μούρη μέσα στο βιβλίο και μουρμούριζε με την μασέλα της να κουνιέται πέρα δώθε τα τροπάρια και τους ύμνους κάνοντας κάπου κάπου τον σταυρό της και κοιτάζοντας ψηλά με μακάριο βλέμμα, μάλλον προσευχόμενη να μην τα τινάξει μέχρι το επόμενο Πάσχα.

«Κάνε και για μένα ένα σταυρό ρε γιαγιά μπας και γίνω απόψε», είπε από μέσα του και με μια κίνηση βούτηξε το πορτοφόλι μέσα από την δερμάτινη μικρή τσάντα της. Όπως, όμως, το τράβηξε, δεν είδε ότι γλίστρησε και το κουτί με τα χάπια της που έπεσε στο πάτωμα και στην κατανυκτική ησυχία της λειτουργίας έκανε κρότο και θόρυβο οπότε γύρισαν όλοι να δουν τι συνέβη.

Οι ασφαλίτες με μιας τον βούτηξαν και τον πέταξαν έξω από το ναό.

Οι πολιτικοί έστρεψαν τα κεφάλια τους νωχελικά προς τον θόρυβο και ένας από τους αστυνομικούς έκανε μια καθησυχαστική κίνηση ότι όλα ήταν υπό έλεγχο.

Ο Αρχιεπίσκοπος κοίταξε αυστηρά από τον Άμβωνα και συνέχισε την συρτή ακολουθία των Παθών. Έπειτα μπήκε στο Ιερό για να ετοιμάσει τον Κύριο για την Σταύρωση.

Ο Παντελής οδηγήθηκε σε ένα από τα στενά του Πεδίου του Άρεως και ετοιμάστηκε και εκείνος για την δική του καταδίκη.

«Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.»

Τα χείλια του μάτωσαν και μια τούφα από τα μαλλιά του έμεινε στο χέρι ενός από αυτούς που τον τιμώρησαν.

«Πήγες να μας κοροιδέψεις ρε πρεζάκι;»

«Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ»

Από τα μεγάφωνα της εκκλησίας ακουγόταν τρανταχτά σαν σε λούπα,

«Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ»

Έμεινε εκεί κάτω, στο πλακόστρωτο, να μην μπορεί να κουνηθεί, τρέμοντας και πονώντας σε όλο του το κορμί.

«Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ»

Δεν είχε κουράγιο ούτε να κλάψει και είχε λουφάξει σε εμβρυακή στάση καλύπτοντας το κεφάλι με τα χέρια του, περιμένοντας την επόμενη κλωτσιά, διστάζοντας να ανοίξει τα μάτια του, μην έχοντας πάρει χαμπάρι ότι οι ασφαλίτες δεν τον κύκλωναν πια αλλά είχαν μπει στην εκκλησία για να προσκυνήσουν το ομοίωμα του Χριστού που για ακόμη μια φορά είχε δεχθεί να παίξει το βρώμικο παιχνίδι των αιμοδιψών ανθρώπων και είχε Σταυρωθεί με δόξα και τιμή ενώπιον όλων που έχυναν δάκρυα στο χρυσοποίκιλο πάτωμα της εκκλησίας και ρουφούσαν τις μύτες τους πίσω από τα καφέ κεριά που έλιωναν στα χέρια τους καίγοντας τα μανικιούρ και λεκιάζοντας τα ανοιξιάτικα λουστρίνια τους.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι ήταν μόνος πια, δεν απειλούνταν από κανέναν, μπορούσε να σηκωθεί και να τρέξει, να πάει να βρει τους άλλους και να τους ειδοποιήσει ότι απόψε ήταν αδύνατο να μπούνε στο Πεδίο, καλύτερα να προσπαθούσαν να βρουν τίποτα στην Πλατεία Βικτωρίας ή στην Κοδριγκτώνος, δίπλα από την ΑΣΟΕΕ.

Έκανε να σηκωθεί αλλά του ήταν αδύνατο. Το κορμί του πονούσε παντού και το τρέμουλο ήταν αβάσταχτο. Αυτό ήταν, θα πέθαινε εκεί, μέσα στην βρωμιά και τα λασπωμένα του ρούχα, με τα δόντια του σπασμένα και τα μαλλιά του ξεριζωμένα σε τούφες γύρω του.

Ένας άνδρας που βγήκε εκείνη την ώρα από την εκκλησία για να καπνίσει ένα τσιγάρο, τον είδε και έτρεξε να τον βοηθήσει.

Έσκυψε κοντά του και τον αγκάλιασε από την πλάτη για να τον σηκώσει, αψηφόντας τα αίματα και τις λάσπες επάνω του.

«Είσαι καλά, αδελφέ; Θέλεις να καλέσω ένα ασθενοφόρο;» τον ρώτησε «Χρειάζεσαι κάτι; Πες μου.»

Ο Παντελής που διέκρινε στα γαλήνια μάτια του άνδρα κάτι γνώριμο και οικείο, ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό του και έπειτα από πολλά χρόνια αισθάνθηκε την ανάγκη να κλάψει.

Ακούμπησε το μέτωπό του στον ώμο του ξένου και έβγαλε έναν βουβό λυγμό.

Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και αφού κοίταξε ξανά τον άγνωστο άνδρα που του χαμογελούσε γαλήνια, είπε:

«Θέλω δέκα ευρώ, ρε φίλε. Μήπως έχεις;» και ξανά ξέσπασε σε κλάμματα από ντροπή κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στις παλάμες του.

«Και το ρωτάς; Περίμενε», έκανε ο άνδρας, έχωσε το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του και του έδωσε δυο χαρτονομίσματα των δέκα ευρώ.

«Το ένα είναι για να πάρεις κάτι να φας», του είπε και όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι ξαφνικά γύρισε κι έφυγε.

Ο Παντελής που δεν μπορούσε να πιστέψει στην τόση καλοσύνη των ανθρώπων, έμεινε να τον κοιτάζει που ξεμάκραινε και τότε διαπίστωσε ότι τα χέρια και τα πόδια του ξένου άνδρα αιμορραγούσαν και καθώς έφευγε και απομακρυνόταν άφηνε στο διάβα του μια γραμμή αίματος.

Ένιωσε την ραχοκοκκαλιά του να ανατριχιάζει και διαπίστωσε ότι το τρέμουλο είχε περάσει πια. Μπορούσε να μυρίσει τις πασχαλιές και τα ανθισμένα λουλούδια και είχε κουράγιο να περπατήσει ως την πιάτσα για να γίνει με την ησυχία του, χωρίς να βιάζεται.

Έχωσε τα λεφτά στην τσέπη του και συνεχίζοντας να κοιτάζει διαρκώς πίσω του ακολουθώντας με το βλέμμα του τον ξένο που έφευγε ματωμένος και μόνος, μονολόγησε με ρίγος:

«Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ»

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη