«Έχουμε και λέμε, για μια δόση αλεύρι, δυο δόσεις αμμωνία ή για δυο δόσεις αλεύρι μια δόση αμμωνία; Να πάρει η ευχή, ξεχνάω, ξεχνάω..» μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της η κυρά Μίνα όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν τα τρία εγγόνια και η κόρη της.
Τα μικρά έτρεξαν στην αγκαλιά της γιαγιάς τους όλο χαρά και η Μαργαρίτα, η θυγατέρα της, στάθηκε αμίλητη στην πόρτα με τα γυαλιά του ηλίου ακόμη στα μάτια.
«Καλώς τα πουλάκια μου, πάνω στην ώρα, να χαρώ εγώ παπούτσια καινούρια, ο νονός τα έφερε; Παναγίτσες μου πόσο ψηλώσατε, πόσο μου λείψατε, αγάπες μου χρυσές, ελάτε να ζυμώσουμε παρέα τα κουλουράκια, ελάτε να φτιάξουμε μαζί τα Λαμπροκούλουρα, να σας χαρώ εγώ να ανοίξει η καρδιά μου που μου λείψατε τόσο καιρό που έχω να σας δω»
«Σιγά τον πολύ καιρό που έχεις να τα δεις… Προχθές εδώ τα είχες πάλι…» ψιθύρισε η Μαργαρίτα και στάθηκε στην άκρη του πάγκου της κουζίνας.
Η κυρά Μίνα την αγνόησε και αφού τα φίλησε ένα ένα και τα τρία της εγγονάκια, τους έπλυνε τα χέρια και τα έβαλε στην σειρά να ζυμώσουν μαζί της τα πασχαλινά κουλούρια που το έθιμο θέλει οι νοικοκυρές να τα ψήνουν την Μεγάλη Τετάρτη, πριν ακόμη συλλάβουν τον Χριστό και πάψουν οι δουλειές και οι χαρές στα σπιτικά του κόσμου. Αυτά έλεγε η κυρά Μίνα και τα μάτια της επεξεργάζονταν την κόρη της που καθόταν αμίλητη με τα γυαλιά του ηλίου μέσα στο σπίτι και χάζευε αφηρημένη στο κινητό της.
Έριχνε αλεύρι και ζάχαρη και αυγά σε μια μεγάλη κόκκινη λεκάνη και ανακάτευε με τα χοντρά της μπράτσα να κουνιούνται πέρα δώθε σαν ζελέ που δεν έχει πήξει ακόμη καλά και κάπου κάπου έδινε και στα μικρά που είχαν μαζευτεί γύρω της και σχεδόν κρέμονταν από πάνω της, λίγο ζυμάρι να φτιάξουν τα δικά τους σχέδια για να τα ψήσουν μετά.
Κάποια στιγμή και αφού εκείνα ήταν αφοσιωμένα στα ζυμαράκια τους, έριξε μια πετσέτα βρεγμένη επάνω στην λεκάνη, πήρε τα τσιγάρα της και έκανε νόημα στην Μαργαρίτα να βγει έξω στο μπαλκόνι για να μιλήσουν.
Η Μαργαρίτα την ακολούθησε αμίλητη, πέρασε δίπλα από τα παιδιά της, σχημάτισε ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη της και βγήκε στο μπαλκόνι με την μάνα της.
Η κυρά Μίνα χωρίς να πει λέξη, έβαλε το τσιγάρο στο στόμα της, το άναψε, το άφησε να καίει στα χείλη της και έβγαλε αργά και με προσοχή τα γυαλιά ηλίου της κόρης της για να επιβεβαιώσει αυτό που φοβόταν από όταν την είδε έτσι στο κατώφλι του σπιτιού της.
«Γιατί αυτή την φορά;» την ρώτησε θυμωμένα
«Ζήλεψε που πήγα μόνη μου στο σχολείο του Άκη για να ρωτήσω τον δάσκαλο» απάντησε και ξαναφόρεσε τα γυαλιά της
«Τον πούστη…» αναστέναξε η κυρά Μίνα και χτύπησε την χοντρή γροθιά της στο κάγκελο του μπαλκονιού αφήνοντας ένα λεπτό αδιόρατο σύννεφο από αλεύρι να εξατμιστεί πάνω από τα Σεπόλια.
«Να πάρω την μάνα του εγώ; Πες μου, να την πάρω να την ξεχέσω που μας παριστάνει την κυρία και καυχιέται ‘ο γιος μου αυτό και ο γιος μου το άλλο’ και το κορίτσι μου κοντεύει να πέσει στα χάπια εξαιτίας του γιου της; Λέγε, να την πάρω να το βγάλω κι από μέσα μου που από τον γάμο σας ακόμη της τα έχω μαζεμένα της γκιόσας που σαλιάριζε με όλο τον κόσμο κι εγώ έτρεχα σαν τον χαμάλη να τα βγάλω πέρα με τους καλεσμένους; Λεγε! Να την πάρω να της τα ψάλλω γιατί με αυτωνών το χτικιό θα πάω, μα την Παναγία σου λέω.»
«Όχι, όχι μαμά, άστο. Δεν θα βγάλεις άκρη μαζί της.»
«Μωρέ δεν θέλω να βγάλω άκρη, το ξέρω, να την πάρει ο διάολος θέλω να ξεθυμάνω, να ησυχάσω», απάντησε η κυρά Μίνα και πέταξε το τσιγάρο της στον ακάλυπτο
«Μάνα, πες μου κάτι», την έκοψε η Μαργαρίτα απότομα και έβγαλε τα γυαλιά της για να την κοιτάζει στα μάτια, «αν χρειαστεί, μπορείς να κρατήσεις τα παιδιά για λίγο καιρό;»
«Σαν τί να χρειαστεί δηλαδή;»
Η Μαργαρίτα κατέβασε το κεφάλι της ένοχα.
«Θα φύγεις; Μαργαρίτα, έχεις γκόμενο;» την ρώτησε η κυρά Μίνα απότομα.
«Μωρ’ μπας και έχει δίκιο ο λεγάμενος και στις βρέχει κάθε τόσο τώρα τελευταία; Δεν ήταν έτσι αυτός, σαν να άλλαξε απότομα, μήπως μωρή έχεις κάνει την κουτσουκέλα σου και γι αυτό θες να φύγεις; Λέγε μωρή σε εμένα γιατί αν το μάθει ο πατέρας σου θα σε σκοτώσει πριν προλάβει να το κάνει ο άντρας σου.»
Η Μαργαρίτα ξέσπασε σε κλάμα γοερό με παράπονο.
Λύγισε και στηρίχθηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη, με λυγμούς που την έπνιγαν μην μπορώντας να πάρει ανάσα. Η κυρά Μίνα, από την άλλη, συνέχιζε να την λούζει με καχυποψίες και αμφιβολίες που την έγδερναν σα να της περνούσε μια λεπτή λίμα από την μία πλευρά των καρπών και να την έβγαζε από την άλλη δημιουργώντας έτσι ένα διαμπερές τραύμα που αιμορραγούσε ασταμάτητα και επικίνδυνα.
Η Μαργαρίτα κουνούσε το κεφάλι της πέρα δώθε σαν να έλεγε ένα σιωπηλό και συνάμα στεντώριο «όχι» όσο τα δάκρυα έβρεχαν τον λαιμό της που ήταν γεμάτος μελανιές φρέσκιες και παλαιότερες.
«Ούτε εσύ δεν με καταλαβαίνεις μωρέ μαμά;» κατάφερε να ψελλίσει κάποια στιγμή με τα σάλια να τρέχουν ανακατεμένα με μύξες στα χείλια της.
«Δεν χαλάνε τα σπίτια Μαργαρίτα για έναν καυγά. Η γυναίκα κρατάει την οικογένεια. Πού θα πας; Πού θα τα αφήσεις; Δες τα. Κοίταξέ τα, μωρή», είπε και της γύρισε το κεφάλι με το ζόρι να δει τα παδιά της που συνέχιζαν απρόσκοπτα να ζυμώνουν ανέμελα χωρίς να έχουν αντιληφθεί τίποτα από το δράμα που εκτυλισσόταν πίσω από το τζάμι της κουζίνας.
«Πού θα τα αφήσεις μωρή σκύλα; Για αυτόν; Να τσακιστεί να φύγει αυτός αν δεν σε θέλει. Εσύ να μην πας πουθενά. Εσύ να μείνεις στο σπίτι σου, να έρχεσαι εδώ σε εμένα όταν θα σε χτυπάει για να τον τιμωρείς και να τον ντροπιάζεις και να περιμένεις να περάσει η μπόρα. Άμα θες να σου δώσω και μισό ηρεμιστικό από τα δικά μου, να δεις πως θα τα ξεχάσεις όλα στο πι και φι. Όλα τα ζευγάρια έχουν καβγάδες, κι εγώ με τον πατέρα σου τα ξεχνάς; Πόσο ξύλο έχω φάει εγώ, θυμάσαι; Ένα μπατσάκι τώρα, σιγά το πράμα. Ποιά γυναίκα δεν έχει φάει ένα χαστούκι, πουλάκι μου; Άλλωστε ζήλεψε ο χαζός και δεν ήξερε πως να σου δείξει την αγάπη του, τρομάρα του, τί ήθελες, να σε έχει χεσμένη να μην τονε νοιάζεις;»
Η Μαργαρίτα σκούπισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Φόρεσε τα γυαλιά της και άναψε ένα τσιγάρο.
«Εντάξει, μαμά» είπε και κοίταξε στο βάθος του ορίζοντα αφηρημένα.
«Εντάξει; Λογικεύτηκες τώρα; Έτσι μπράβο. Μια κρίση ήταν, πάει πέρασε. Έλα να κάνουμε Πάσχα όλοι μαζί, μην τα στεναχωρείς κι αυτά τα δόλια χρονιάρες μέρες, θα δασκαλέψω κι εγώ τον πατέρα σου να του πει δυο κουβέντες αντρίκιες, θα πιάσω και την ψηλομύτα την μάνα του παράμερα να της πω τα χαϊρια του γιόκα της και μη σε νοιάζει τίποτα κοκκόνα μου, τίποτα. Όλα θα γίνουν, έλα πάμε μέσα τώρα τα έχουμε αφήσει πολλή ώρα τα καημένα μόνα τους, αμαρτία από τον Θεό είναι τα πουλάκια μου, ήρθανε να χαρούν και εμείς τους μαυρίσαμε την ψυχή τέτοιες μέρες, ντροπή μας».
Οι δυο γυναίκες μπήκαν στο σπίτι, η Μαργαρίτα έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό της, σήκωσε τα μανίκια της και έπλασε με τα τρία της παιδιά τα κουλουράκια της Λαμπρής.
Είπε πως θα πήγαινε μέχρι το σπίτι της να αλλάξει για να πάνε όλοι μαζί στο Μέγα Ευχέλαιο το απόγευμα αλλά έκτοτε εξαφανίστηκε.
Κανείς δεν την είχε δει και ούτε την ξαναείδε από τότε, ούτε φίλοι, ούτε γνωστοί, κανείς.
Όσο και αν έψαξαν, όπου και αν πήγαν για να την εντοπίσουν, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε.
Μάζεψε όλα της τα πράγματα, όλα της τα προσωπικά αντικείμενα, ακόμη και τις φωτογραφίες της και έφυγε σαν να ήθελε να την ξεχάσουν για πάντα, μια και καλή και να μην την θυμούνται, σαν να μην την γνώρισαν, σαν να μην υπήρξε στην ζωή τους ποτέ.
Μόνο ο πιο μικρός γιος της, ο Αντρέας, με όλη εκείνη την αντάρα των ημερών του χαμού της μάνας του, πρόλαβε κι έκρυψε ένα Λαμπροκούλουρο, από αυτά που ζύμωσαν μαζί, σε ένα αλουμινόχαρτο και το φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι του για μήνες μετά, μέχρι που αυτό σκουλήκιασε, μύρισε και του το πέταξαν ένα πρωί που έλειπε στο σχολείο, χωρίς να τον ρωτήσουν.
Δεν τους συγχώρεσε ποτέ γι’ αυτό.