Θα πρέπει να είχε συμπληρώσει τέσσερις ώρες μπροστά στον υπολογιστή της να σβήνει, να διαγράφει, να καταστρέφει, να λιώνει από αγωνία και απόγνωση, να περιμένει ένα μήνυμα για να πάρει ανάσα και να συνεχίσει απρόσκοπτα τη ζωή της, πριν από αυτό το ολέθριο λάθος που είχε διαπράξει και τώρα έπρεπε να το διορθώσει και να σώσει το τομάρι της εγκαίρως προτού καταστρεφόταν ολοσχερώς η ζωή της.
Κοιτούσε το κινητό της αλλά μάταια. Δεν είχε ανοίξει το μήνυμά της, το μήνυμα που του εξηγούσε, δεν το είχε διαβάσει ακόμη, και οι ώρες κυλούσαν και κυλούσαν και ο ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό της που θαρρείς και καιγόταν από αγωνία ενώ οι παλάμες της γλιστρούσαν από το πόσο είχαν μουσκέψει εξαιτίας της αδρεναλίνης που κατέκλυζε τον οργανισμό της.
Άρχισε να περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο, να σκέφτεται δυνατά, να μονολογεί ψιθυριστά για να βάλει τα πράγματα σε μία τάξη μέσα της.
Ας πούμε ότι το έβλεπε, ας πούμε ότι το άνοιγε το καταραμένο αρχείο, ας πούμε ότι δεν προλάβαινε να δει το μήνυμα ότι ο συνημμένος φάκελος που του είχε στείλει δεν περιείχε την εργασία για το μάθημα Ιστορίας που χρωστούσε, ας πούμε ότι πατούσε για να το ανοίξει και αντί για Οικουμενικές Συνόδους έπεφτε πάνω στα γυμνά της στήθη που ποζάριζαν προκλητικά και στα τουρλωμένα πισινά της που είχαν απαθανατιστεί σε στάσεις έξαλλες για να χορτάσουν την πείνα των νηστικών οφθαλμών που θα τα χάιδευαν με το λαίμαργο βλέμμα τους.
Ποιός θα πίστευε ότι οι φωτογραφίες θα ήταν δικές της και το αρχείο έγκυρο; Θα έλεγε ότι κάποιος είχε παραβιάσει τον υπολογιστή της, ότι κάποιος είχε μπει στα μηνύματά της και είχε στείλει άσεμνο υλικό προς όλους και εκείνη δεν το αντιλήφθηκε εγκαίρως, ναι μάλιστα, αυτό έγινε, εκείνη έκανε λάθος, ένα τραγικό λάθος που έπεσε στην αντίληψή της αφότου είχε αποστείλει την απάντηση στον καθηγητή της.
Δεν θα την πίστευαν. Φυσικά και δεν θα την πίστευαν μα και αν την πίστευαν οι συνέπειες της καχυποψίας που θα άφηνε αυτό το γεγονός θα την στοίχειωναν για πάντα. Θα ήταν αδύνατον να κοιτάξει τις υπόλοιπες μετά στα μάτια, ιδίως όσες την αντιμετώπιζαν σαν πουτάνα προτού συμβεί αυτό.
Άλλωστε, η Εφραιμία, τις προάλλες, το άκουσε με τα αυτιά της όταν στην τραπεζαρία κάποιες γελούσαν και έλεγαν ότι είναι κοντά η ημέρα που θα αποβληθεί. Τώρα τις είχε δικαιώσει και με το παραπάνω. Ποτέ δεν την χώνεψαν, ειδικά στην αρχή που είχε ερθει της έκαναν την ζωή κόλαση. Της έκλειναν το ζεστό νερό όταν λουζόταν για να πουντιάζει, τις έδιναν πάντα τις πιο δύσκολες εργασίες για να της κάνει μόνη, δίχως βοήθεια, της έτρωγαν το κολατσιό που φύλαγε στο ψυγείο και φρόντιζαν να την ρουφιανεύουν εγκαίρως για όσες παραλείψεις και λάθη έκανε άδολα και από αφέλεια ή απροσεξία.
Φοβόταν. Φοβόταν τόσο πολύ που της ήταν αδύνατον ακόμη και να κλάψει. Ζεσταινόταν, ήθελε όσο τίποτα εκείνη την στιγμή να βγάλει τα ρούχα της και να κάνει ένα παγωμένο ντους αλλά σε λίγη ώρα θα χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό της Μεγάλης Τρίτης και έπρεπε να είναι έτοιμη.
Η παραβολή των παρθένων απόψε, σκέφτηκε. Των πέντε προνοητικών και των πέντε μωρών. Των πέντε ηλιθίων, δηλαδή. Σαν αυτή! Η σύγκριση ήρθε αναπόφευκτα.
Πώς της ήρθε να υποκύψει, πώς ξεγελάστηκε και λύγισε στο πάθος και στη μυρωδιά του; Γιατί επέτρεψε στον εαυτό της να εκπέσει τόσο χαμηλά και να του δοθεί και μάλιστα – ω, Κύριε Μεγαλοδύναμε- να συνεχίσει να του στέλνει μηνύματα και φωτογραφίες και λόγια, λόγια, λόγια πλάνα και αμαρτωλά.
Ο υπολογιστής ήταν μόνο για μελέτη και οι ώρες που περνούσε σε αυτόν δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τις ώρες των υπόλοιπων εργασιών και της προσευχής της συνολικά. Και εκείνη, όχι μόνο είχε παρακούσει τις εντολές και τους κανόνες, αλλά πια οι άσεμνες φωτογραφίες που προορίζονταν για εκείνον, τώρα θα βρίσκονταν στα χέρια του καθηγητή της.
Το κινητό της χτύπησε και το απάντησε ξέπνοα. Ήταν αυτός. Ο σωστός παραλήπτης του χυδαίου αρχείου.
Τον ενημέρωσε για το λάθος, έπρεπε να την βοηθήσει, ήταν τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυτός της είχε δείξει πως να χρησιμοποιεί αυτό το καταραμένο μηχάνημα, κάποιος τρόπος θα υπήρχε να σώσει το σφάλμα της και να πάρει πίσω το αμαρτωλό αρχείο και την αξιοπρέπειά της.
Ακατανόητα λόγια έβγαιναν από τα χείλη του, λέξεις άγνωστες και κακόηχες, λέξεις που δεν μπορούσε να τις συνταιριάξει για να βγάλει νόημα και άκρη ώστε να κάνει όσα τις έλεγε.
Απελπίστηκε. Εκείνος στην άλλη άκρη της γραμμής εκνευριζόταν που δεν γινόταν κατανοητός και στο τέλος της είπε ένα ψυχρό:
«Να σου πω, επειδή είμαι έξω για καφέ τώρα και έχει φασαρία, δεν μπορώ να μιλήσω άλλο,θα σε πάρω πιο μετά» και της το έκλεισε.
Η ανόητη! Το λάδι στο λύχνο της στέρευε και εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί για να μην σκέφτεται. Έπεσε με τα ρούχα στο στενό κρεβάτι της και έκλεισε τα μάτια της. Της φάνηκε ότι είδε την μάνα της, φευγαλέα, σαν αστραπή, όχι άρρωστη, αλλά όπως ήταν παλιά, νέα και όμορφη, την είχε στην αγκαλιά της και την ταχτάριζε με καμάρι. Δεν θυμάται πολλά από την μάνα της, πάνε τόσα χρόνια που την έχασε, αλλά η μυρωδιά από τα φρεσκοπλυμμένα ρούχα που άπλωνε στο σύρμα και εκείνη μικρό κοριτσάκι έτρεχε και κρυβόταν από κάτω τους, δεν λέει να φύγει από τα ρουθούνια της, όσος καιρός και αν περάσει.
Η πόρτα χτύπησε τρείς φορές αυστηρά και εκείνη πετάχτηκε όρθια γρήγορα από το κρεβάτι της.
«Αδελφή Θεοκτίστη, είστε έτοιμη; Προχωρούμε για τον εσπερινό εμείς. Σας περιμένουμε, ελάτε»
«Μάλιστα, έρχομαι αμέσως»
Ίσιωσε το ράσο στο μέτωπό της και φόρεσε τις μαύρες μπότες της.
Πήρε το χοντρό ξεθωριασμένο βιβλίο που είχε ακουμπησμένο στο κομοδίνο της και με χρυσά γράμματα έγραφε στο εξώφυλλο αυστηρά:
«Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς»
και προχώρησε προς το ναό για τον εσπερινό της Μεγάλης Τρίτης, το τροπάριο της Κασιανής και την παραβολή των δέκα παρθένων, όσο ο καθηγητής της, αψηφώντας το μήνυμα που του εξηγούσε τα ανεξήγητα, άνοιγε το αρχείο με τις γυμνές φωτογραφίες της.