frear

Κυριακή Των Βαϊων – της Μαρίας Παπαϊωάννου

Η καμπάνα χτύπησε στις επτά ακριβώς. Σκέφτηκε να ρίξει επάνω της κάτι πιο χοντρό από την ζακέτα της μονάχα, αλλά είχε ήδη κλειδώσει και δεν πρόφταινε να γυρίσει πίσω.

Βγήκε στον δρόμο βιαστικά, αφήνοντας τα χαμηλά τακούνια της να κάνουν το στακάτο τους χτύπημα στο πεζοδρόμιο όσο μηχανευόταν τρόπους και εναλλακτικές διαδρομές για να αποφύγει το καφενείο του Γιακουμή.

Μάταιος κόπος, η ώρα είχε περάσει, δεν είχε περιθώρια για βόλτες, θα το ρισκάριζε.

Διασχίζοντας το απέναντι πεζοδρόμιο, προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τις ανθισμένες νεραντζιές της γειτονιάς για να μην είναι ορατή από την τζαμαρία του καφενείου, σηκώνοντας ψηλά στον λαιμό της την ζακέτα όχι τόσο για την αναπάντεχη ανοιξιάτικη ψύχρα, Απρίλη καιρό, αλλά πιο πολύ για καμουφλάζ.

«Μάνα, πού πας;» της φώναξε από μακριά κάνοντας την γνώριμη κίνηση απορίας με το χέρι.

«Πού να πηγαίνω, αγόρι μου; Στην εκκλησία. Η ακολουθία του Νυμφίου, απόψε» έκανε και ίσιωσε τα χοντρά γυαλιά μυωπίας της, κοκκαλωμένη.

«Κάτσε να σε πάω εγώ ένα λεπτό» είπε εκείνος, πέταξε το τσιγάρο του κάτα γης και της έκανε νόημα να ανέβει στο μηχανάκι.

Εκείνη κάθισε στο πλάι, με το ένα χέρι της βαστούσε την φούστα της για να μην την σηκώνει ο αέρας και με το άλλο αγκάλιαζε την μέση του παιδιού της με τύψεις.

Σταμάτησε έξω από τον Άγιο Αρτέμιο και την βοήθησε να κατέβει.

«Τί ώρα να έρθω να σε πάρω;»

«Μην παιδεύεσαι, αγόρι μου. Θα μας γυρίσει η κόρη της Καίτης» του απάντησε ήρεμα και τον χάιδεψε στο πρόσωπο.

«Καλά..» έκανε εκείνος καχύποπτα και έφυγε αφήνοντας πίσω την μυρωδιά από το την καμένη βενζίνη.

Εκείνη, κοίταξε τις σκάλες του Αγίου Αρτεμίου και άκουσε τις ψαλμωδίες που έρχονταν μέσα από την εκκλησία με τα χαμηλωμένα, λόγω της ημέρας, φώτα. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της, την είχε πάρει που την είχε πάρει η μπάλα, δεν θα χανόταν ο κόσμος αν αργούσε πέντε λεπτά ακόμη, μόλο που τα σπλάχνα της ήδη καίγονταν βάναυσα από λαχτάρα – ίσως αυτή η αναμονή που σχεδόν μαζοχιστικά παρατεινόταν από μέρους της να την ηδόνιζε περισσότερο από την ίδια την πράξη.

Η εκκλησία μύριζε λιβάνι και φρέσκες φρέζιες. Τα μωβ υφάσματα που είχαν ριχθεί επιμελώς στις εικόνες και τα πολύφωτα λαμποκοπούσαν από πάστρα. Στο βάθος, μπροστά στο σκαλί που οδηγεί στην Ωραία Πύλη, ανάμεσα στις πρώτες σειρές των καθισμάτων των πιο πιστών από τους πιστούς, που σπεύδουν να πιάσουν στασίδι προτού χτυπήσει ο παπάς την καμπάνα, ήταν τοποθετημένη μια κενή προθήκη, στολισμένη με πένθιμο ύφασμα, σαν να περίμενε να τοποθετηθεί κάτι μέσα της. Κάτι πολύτιμο.

Τα φώτα έσβησαν τελείως και από την αριστερή είσοδο του Ιερού, εκεί όπου στέκεται αγέρωχος και αδυσώπητος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με την ρομφαία και την ασπίδα του, εξήλθε ο ιερέας με την εικόνα του Χριστού.

Μια αλλιώτικη εικόνα.

Ο Χριστός, όχι όπως τον φέρνει στο νου κανείς, όχι τρανός και σπουδαίος και αυστηρός και πανθωρός και κραταιός. Ο Χριστός γερμένος στο πλάι, ματωμένος, με ένα στεφάνι στα μαλλιά να τον αγκυλώνει οδυνηρά και τα χέρια του δεμένα μπροστά στο αποστεωμένο του κορμί που είχε ραπιστεί και δαρθεί.

Ένας Χριστός που ο ιερέας δίχως έλεος και οίκτο, ντυμένος μέσα στα χρυσά του πένθιμα άμφια, περιέφερε τρεις φορές γύρω από την κενή προθήκη πριν τον παραχώσει για να τρέξουν οι πρώτοι που έσονται τελευταίοι να τον σαλιώσουν με τις διχαλωτές τους γλώσσες.

«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυχτός» τρανταζόταν ο ναός από τους ψαλτάδες που διαλαλούσαν την αρχή της εβδομάδας των Παθών.
Πήγε κι εκείνη να τον προσκυνήσει.

Έσκυψε με τα μάτια σφαλισμένα, για να μην τον αντικρύσει, ακούμπησε πεταχτά τα χείλη της στα ρουφηγμένα μάγουλά του και καθώς σήκωνε το κεφάλι της, μην μπορώντας να αντισταθεί στην παρόρμηση, άνοιξε τα μάτια της και είδε τον Χριστό ολοζώντανο να την κοιτάζει αδύναμος, κουρασμένος, κατάκοπος από την δουλειά όλη μέρα. Καθισμένος έτσι όπως απεικονιζόταν, με το στεφάνι και τα χέρια δεμένα μπροστά, στο τραπέζι της κουζίνας της, με τον μπλε μουσαμά και τα ψίχουλα από το χθεσινό μπαγιάτικο ψωμί, με τα κλειδιά από το μηχανάκι περασμένα στα δάχτυλά του.

«Μάνα πού πας;» την ρώτησε ψιθυριστά και εκείνη έκανε ένα σάλτο πίσω από τρομάρα και έπεσε σε μια γυναίκα που περίμενε να προσκυνήσει μετά από εκείνη.

Βγήκε από την εκκλησία, τυλίχτηκε πιο πολύ με την ζακέτα της και έφυγε τρέχοντας χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Χτύπησε τρεις φορές και της άνοιξε η Γιώτα, που φάνηκε στην πόρτα μέσα σε ένα σύννεφο από φτηνό καπνό.

«Πού είσαι χριστιανή μου, άντε, εσένα περιμένουμε»

«Γάμησέ με ρε Γιώτα, με βρήκε ο Γιακουμής στο δρόμο και του είπα ότι πάω στην εκκλησία» απάντησε και έχωσε ένα τσιγάρο στα σφιγμένα χείλια της που το άναψε με πάθος και ανακούφιση.

«Ωχ, και μη μου πεις ότι πήγες τελικά στην εκκλησία για να τον πείσεις;»

«Και τί να έκανα; Να με έπαιρνε χαμπάρι και να έτρωγα πάλι καμιά απαγόρευση κυκλοφορίας;»

«Είσαι μεγάλη πουτάνα, άκου λέει πήγε και πήρε και ευχή πριν να έρθει. Ρε αυτή θα μας τα πάρει όλα απόψε, είναι ευλογημένη!» κάγχασε η Γιώτα στους άλλους και έβηξε έναν βήχα βαρύ που μαρτυρούσε τον χρόνιο εθισμό της και στο τσιγάρο.

«Μωρή άντε μοίρασε τώρα να κάνουμε δουλειά και χέσε μας με τις παρόλες σου» την έκοψε η άλλη και πήρε θέση στην ροτόντα με την πράσινη τσόχα.

«Τί έγινε κούκλες; Μπα, και η κυρά Ντίνα σήμερα εδώ; Πώς έτσι; Πήρες άδεια από τον γιό σου;» ένας άντρας με χοντρά χαρακτηριστικά που μύριζε έντονα αλκοόλ στάθηκε από πάνω της.

«Ιδού ο Νυμφίος ήρθε εν τω μέσω της Νυχτός» απάντησε η Ντίνα χωρίς να τον κοιτάζει, αφοσιωμένη στα φύλλα που μοιράζονταν μπροστά της.

«Ρε φέρε μου εσύ τα χρωστούμενα και εγώ και νύφη και γαμπρός γίνομαι άμα γουστάρεις» της απάντησε εκείνος ξερά.

Η Ντίνα σήκωσε τα μάτια της και πίσω από τα χοντρά γυαλιά της τον κοίταξε κουρασμένα.

«Κυριακή των Βαίων, σήμερα. Ντροπή ρε Νώντα.» έφτυσε τις λέξεις προς το μέρος του και τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο της.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη