Στην αυλή, το νερό είχε μαζευτεί σε ένα σημείο δημιουργώντας μια λιμνούλα με χώμα. Τα φύλλα από τις λεμονιές είχαν καλύψει το σιφόνι και κάπου-κάπου ένα κλαδί έπεφτε από την πίσω μεριά του τοίχου. Η νύχτα έμπαινε παγωμένη στον ουρανό και κολλούσε σαν αρρώστια πηχτή με κόκκινους, κίτρινους, πορτοκαλί κεραυνούς και σύννεφα μαύρα. Η θερμοκρασία θα έπεφτε κι άλλο τις επόμενες ώρες. Οι ξύλινες κολόνες της ΔΕΗ έγερναν πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά. Στα απέναντι διαμερίσματα όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά.
Η Χαρά μιλούσε στο τηλέφωνο με τη μητέρα της:
«Έλα να πάρεις το παιδί.»
Αυτό έλεγε συνέχεια τραβώντας το μανίκι από το πουλόβερ που φορούσε. Το μωρό έκλαιγε στο διπλανό δωμάτιο. Έξυνε το κεφάλι με λύσσα∙ έχωνε τα νύχια στην πέτσα. Έπιανε πάλι το μανίκι. Στο τραπέζι, μια χαρτοσακούλα με φρούτα, την έριξε στο πάτωμα.
«Να σταματήσει η βροχή και θα έρθω. Ηρέμησε.»
«Θα ήμουν εντάξει είχες πει. Μου το είχες υποσχεθεί πως θα είμαι εντάξει.»
«Χρειάζεσαι λεφτά;»
«Έλα να πάρεις το παιδί!»
«Να σταματήσει η βροχή και θα έρθω.»
«Στο διάολο να πας!»
Αυτός ο διάλογος κράτησε για δέκα λεπτά.
Η γάτα γρατζουνούσε την εξώπορτα. Η Χαρά έφερε από την κουζίνα μια κονσέρβα με τόνο. Βγήκε με τη γάτα και άφησε την τροφή στο υγρό χαλάκι. Ένα ταξί πέρασε από μπροστά και τα φώτα χτύπησαν μέσα στα μάτια της. Φούσκωσε τα πνευμόνια απ’ τον αέρα και δάκρυσε. Μόλις τελείωσε η γάτα το φαγητό, η γυναίκα πήρε το καπάκι της κονσέρβας και το κάρφωσε στο λαιμό της γάτας. Το μωρό δεν σταματούσε το κλάμα και η βροχή δυνάμωνε. Μπήκε στο σπίτι και επέστρεψε με το παιδί στην αγκαλιά. Το έβαλε να ξαπλώσει δίπλα από το ψοφίμι κι έκλεισε την πόρτα.
Γέμισε τη μπανιέρα με καυτό νερό και αρωματικά έλαια. Ένιωθε το στήθος πιο μαλακό, τις φλέβες ζεστές στα μπράτσα. Τρεις μέρες κράτησε η καταιγίδα.
Όταν έφτασε η μητέρα της στο σπίτι, βρήκε τη Χαρά να θηλάζει το μωρό στη βεράντα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Evgenia Arbugaeva. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]