frear

Για τους «Ναυαγούς της Ανδρομέδας» του Αντώνη Κ. Σανουδάκη-Σανούδου – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Ο θάνατος και η βεβαιότητα είναι η πιο μεγάλη απάτη

Αντώνης Κ. Σανουδάκης-Σανούδος, Οι ναυαγοί της Ανδρομέδας, Εκδ. Ταξιδευτής, 2019.

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος αρχίζει να αφηγείται μια ιστορία με τον παππού του, κάποια νύχτα του Αυγούστου, όταν πέφτουν οι περσίδες, τα πεφταστέρια. Έτσι, το εκεί και τότε του παππού γίνεται εδώ και τώρα με μας ακροατές –αναγνώστες μιας ουράνιας περιγραφής με διασκελισμό που καλύπτει την απόσταση από την φαντασία στην ιστορία. Ο ουρανός διδάσκει με τα πάθη των αστεριών του τα πάθη των θνητών που έγιναν άστρα και μιας πραγματικότητας που έγινε τραγωδία.

Η έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ ίσως θα μπορούσε, με τη μοντερνιστική της πινελιά, να αποτελέσει το καλλιτεχνικό ανάλογο της σανουδικής ουράνιας αστρικής κίνησης. Όμως έχει πιο πολλά ο Κρητικός συγγραφέας να ομολογήσει και πλατύτερου ενδιαφέροντος από τον διάσημο καλλιτέχνη που ζωγράφισε τα προσωπικά του πάθη. Ποιος άραγε σκέφτηκε τι μπορεί να αφηγείται αυτή η σκούρα μελαγχολική άγρια «έναστρη νύχτα του». Έτσι και τώρα. Ο παππούς φαίνεται ρομαντικός ξαπλωμένος πάνω στην «ξομπλιαστή πατανία», με τα βουνά «βλεπάτορες» γύρω του και «τη «φωτεινή, μακρόσυρτη ουρά, ίδια ουράνια νύφη» που «βυθιζόταν στο σκοτεινό γιαλό»ˑ κι εμείς, μιλάει ο αφηγητής, «βυθιζόμασταν στο όνειρο και τη λησμονιά ενός κόσμου ανοικτίρμονος και σκληρού». Τον παππού όμως τον τριγούνιζε η εκδίκηση για τον γιο του που έπεσε σε πολιτική βεντέτα.

Και ήδη μπήκε ο σκελετός του αφηγήματος, το οποίο σαν μαγική εικόνα θα χρειαστεί πολλές πολύχρωμες, φαινομενικά ευχάριστες, αλλά επί της ουσίας πικρές ιστορικές διαδρομές, εντάσσοντας και την τωρινή στο κέντρο. Ο Σανουδάκης, με ένα ουσιαστικό -«βεντέτα»-, ένα επίθετο –«ανοικτίρμονος»- κι έναν ουρανό που έχει τόσα και τόσα δει και βλέπει και θα δει ακόμα, μας έδωσε το στίγμα του βιβλίου.

Τα παλιά τα χρόνια, οι άνθρωποι έβλεπαν φαντάσματα και ξωτικά, απρόσκλητους επισκέπτες. Τέτοιος είναι ο Σαρακηνός που ερχόταν στο βενετσιάνικο σπίτι του παππού με το μακρύ λευκό ρούχο, ορατός μόνο στον παππού, στη γιαγιά και στα τέσσερα παιδιά τους και κυκλοφορούσε μες στο σπίτι σαν να ήτανε δικό του που ίσως και ήτανε κάποτε.

Μετά εμφανίζεται ένα ζογκλέρ και την μοτοτοσυκλέτα του, του οποίου η σκευή τον κάνει αρχαίο πολεμιστή (λόγω περικεφαλαίας), μεσαιωνικό ιππότη ή σύγχρονο καουμπόι (λόγω B.M.V. μηχανής), ο χώρος είναι υπόγειο σπιτιού ή σχολείου ή αποθήκη του μυαλού ή θύλακας ιστορικής μνήμης, ή κατοχικό δεσμωτήριο της Γκεστάπο, όπου δρουν άνθρωποι, σκιές, οι καβαλάρηδες της παραλιακής Corpo di Avoli της Citta del Mare (Σώμα διαβόλων της παραθαλάσσιας πόλης;), με άλλα λόγια ο Σανουδάκης δεν μιλάει για μια συγκεκριμένη περίοδο αλλά για όλες, τις οποίες μεταφέρει στο D.N.A. της φυλής, στα οικογενειακά κληρονομημένα χαρακτηριστικά και σε ό,τι θα μπορούσε να ανακαλέσει η μνήμη. Η ιστορία καμουφλαρισμένη και παντού και πάντα παρούσα.

Εκείνο που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης μέσα από το θαυμάσιο φαινομενικώς συνονθύλευμα χρόνων, τόπων και επεισοδίων είναι το προσωπικό τραύμα, αυτό που τον πονά, ο πατέρας που οι ψηφίδες – λέξεις στήνουν έναν άλλο κόσμο γεμάτον από συγκλονιστικές λεπτομέρειες, οι οποίες αποσκοπούν όχι να «διασκεδάσουν», αλλά, χωρίς μελοδραματισμούς, να αναδείξουν την τραγωδία και το πολιτικό κλίμα της εποχής: «Η μυρωδιά της εφημερίδας διπλωμένη στη μασχάλη του φόβου», η αστυνομία που θα τραβολογούσε τη μάνα του, «αποκεφάλισαν τον άντρα της, στο πρότυπο του Άη Γιάννη του Προδρόμου», «Εκείνον… όρθιο θεριό… τον έφεραν πάνω σε δυο σανίδες… και το κεφάλι του πεσκέσι στο καφάσι των ζαρζαβατικών του μανάβη». «πηλός το σώμα της, πληγωμένο θηρίο, σπασμένη φωνή από τουμπελέκι, ραγισμένη υπόκρουση αρχαίας τραγωδίας. Ένα πλάσμα εφήμερο αδύναμο, καμωμένο από λάσπη και ονείρατα». Ο «μονοετής Μάρκος». «Το νου σου στο παιδί», εθναρχική έκφραση «το νου σου στη σημαία», με άλλα λόγια το νου σου στο χρέος.

Έτσι, λοιπόν χάθηκε ο πατέρας και η ιστορία βγαίνει από το βυθό όπως ένα αρχαίο αγγείο με χιλιάδες κοχύλια κολλημένα πάνω του. Όλα αυτά για να αποπροσανατολίσουν, πιστεύω, το τραγικό που δεν έχασε ποτέ την επικαιρότητά του.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα πεφταστέρια του Αυγούστου, ακόμα και αν ο παππούς έχει πλέον πεθάνει, πέφτουν για να μας θυμίσουν το γεγογός – την πολιτική βεντέτα.

Από αυτόν τον σπόρο θα βλαστήσουν όλα τα άλλα και σαν κλαδιά οι μνήμες θα αντλήσουν υλικό από όλες τις ιστορικές περιπέτειες που έχουν πλέον καταχωριστεί στα θυλάκια της ιστορικής μνήμης του νησιού και των κατοίκων του. Ο ήρωας, ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο ερωτοχτυπημένος με την Βασιλεία των Πόλεων, φέρει διαμπερές τραύμα από τη ματιά της. Ο πατέρας της Βασιλείας είναι σεισμός και ζογκλέρ στον Γύρο του θανάτου. Ο παππούς της ήταν ο Τάλως και γιαγιά της η Αριάδνη. «Τίποτε περισσότερο». Αυτά αρκούν για να μας δείξουν ποιας γενιά απόγονος είναι ο αφηγητής.

Με τέτοιο ιστορικό παλίμψηστο, με το πλέγμα των διακειμενικών σχέσεων, τις πλάγιες ματιές σε άλλα παλαιότερα ιστορικά γεγονότα, τις ηθελημένες παραμορφώσεις του μύθου, καθώς και η ευελιξία του αφηγητή να μετατοπίζεται από την παραλιακή της Βουλιαγμένης στο Κολοσσαίο της Ρώμης, οι σκηνές και οι φωνές από το Κ.Ψ. Μ., οι γυναίκες της λεωφόρου με τις γούνες και τον πληρωμένο οργασμό, οι γυναίκες του μύθου, της ιστορίας, του δρόμου, της φαντασίας, όλες και όλα εντάσσονται στο πλαίσιο μιας πολιτικής αλληγορίας, μιας μοντερνιστικής αντίληψης της εξιστόρησης όπου ο σύγχρονος, ά-χρονος, διαχρονικός, διατοπικός τρόπος καθιστά το βιβλίο ένα βιβλίο του σήμερα αλλά και του κάθε τότε που έζησε όχι μόνο η Κρήτη αλλά και η Ελλάδα ολόκληρη.

Ο Σανουδάκης μας έχει συνηθίσει στο σουρεαλιστικό παιχνίδι και από άλλα βιβλία του, επιλέγοντας έτσι να ανανεώνει τον μύθο, αλλά με τη σκέψη να μην αφήσει τίποτα από την ιστορική αλήθεια που σημάδεψε την ψυχή του να χαθεί. Στην ιστορική αλήθεια, βεβαίως εντάσσεται και το λεξιλόγιο με το οποίο ιστορικοποιεί την τρέχουσα γλώσσα. Με αυτόν τον τρόπο, η ιστορία και όχι η μυθιστορία γίνεται ο στόχος του. Η ιστορία που παίζεται πάνω σε διαφάνεια για να μπορούν να συνυπάρχουν όλα,παλιά και νεότερα, ταυτοχρόνως, αφού το μυαλό έτσι όλα μαζί τα κρατάει ταξινομημένα.

Τέλος, ο τίτλος του βιβλίου –Οι ναυαγοί της Ανδρομέδας- μας έχει ήδη προϊδεάσει για την απώλεια. Αν ήταν οι ναυαγοί της Μέδουσας θα ξέραμε με απόλυτη σιγουριά για τι πράγμα μιλάμε. Της Ανδρομέδας όμως; Ωστόσο, επειδή ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας ή είναι απλώς μια αλληγορία, ας πούμε ότι η Ανδρομέδα ήταν πανέμορφη και επειδή η μητέρα της καυχήθηκε γι’ αυτήν καταδικάστηκε να δεθεί στο βράχο και να γίνει θύμα του τέρατος που έβγαινε από τη θάλασσα. Όμως ο Περσέας, που έχει ήδη σκοτώσει τη Μέδουσα, σαν το παλικάρι του παραμυθιού, θα την σώσει, θα την παντρευτεί και θα κάνει παιδιά.

Αυτής της Ανδρομέδας και του Περσέα απόγονος φαίνεται να είναι ο παππούς που παρακολουθεί μαζί με τον εγγονό του τις Περσ(ε)ίδες, τα πεφταστέρια, τους προγόνους του που ναυαγούν στη θάλασσα τον Αύγουστο και κάνει ευχές. Φαίνεται πως η κακιά Μέδουσα που σκότωσε κάποτε ο Περσέας δεν πέθανε αλλά επιβιώνει με άλλες πολιτικές στο σήμερα.

Έτσι η νύχτα αυτή του Αυγούστου γίνεται μια νύχτα που τα παραμύθια φανερώνουν την κρυμμένη αλήθειά τους. Που το τέρας της εμφύλιας διαμάχης οδηγεί σε αδελφοκτονία και ένα παιδί δεν μετράει τα άστρα αλλά τα παρακολουθεί και συλλαβίζει τη μοίρα τη δική του και του τόπου του.

Η ιδιομορφίας της αφήγησης, θα λέγαμε ότι εδώ επιβεβαιώνει τη ρήση του Ρολάν Μπαρτ «η απόλαυση του κειμένου».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη