Είναι ένας τράγος. Γέρος, άσχημος και κακός. Κάθεται σε μια γωνία του πάρκου όλη μέρα και όταν κανένα παιδάκι πλησιάζει να του δώσει την φλούδα από τη μπανάνα του, αυτός βελάζει και σκούζει και κουνάει απειλητικά τα μεγάλα του κέρατα. Και σας το ορκίζομαι, χαμογελάει όταν τα βλέπει να τρέχουν κλαίγοντας στην αγκαλιά του μπαμπά τους. Τα κατσικάκια δεν τολμούν να τον πλησιάσουν και οι υπάλληλοι του κήπου του πετάν την τροφή από μακριά. Τι το φέραν αυτό το κωλόζωο, είπε ένας μια μέρα, αφού ο τράγος του είχε σκίσει το σορτς όταν προσπάθησε να τον πλησιάσει. Του έχουν βγάλει και ένα όνομα. Θύμιος. Θύμιος είναι το όνομα του υπεύθυνου προσωπικού, που είναι ένας σκατοκαριόλης ίδιος με το γέρο τράγο, είπε το κορίτσι στο ταμείο.
Ένα απόγευμα, καλοκαιριάτικο, με ζέστη και τη μυρωδιά από ακαθαρσίες 500 διαφορετικών ζώων, το κορίτσι από το ταμείο και ο φύλακας με το σκισμένο σορτς είπανε να μείνουν μετά τη δύση του ήλιου, μετά το σχόλασμα, μετά το άδειασμα από επισκέπτες και παιδικά γέλια και κλάματα, και να πηδηχτούν κοντά στο κλουβί με τις αρκούδες. Αυτές, χοντρές και τεμπέλες θα τους χάζευαν και μπορεί να μούγκριζαν μαζί τους. Τα κάνανε γούστο κάτι τέτοια αυτοί οι δύο σίγουρα, ίσως και κάποια από τις αρκούδες που δεν μπορώ να αποκαλύψω.
Όταν βραδιάζει ακούς ουρλιαχτά, φωνές (κάποιες σχεδόν ανθρώπινες), κλάματα, γρυλίσματα. Τα ζώα σαν να φοβούνται το σκοτάδι. Τα θύματα φοβούνται ενστικτωδώς. Οι θύτες ουρλιάζουν από εκνευρισμό. Αν μπορούσαν για ένα βράδυ να βγουν, να κυνηγήσουν, να τα γαμήσουν όλα. Ξέρω ότι το μαύρο τζάγκουαρ εδώ και καιρό σκέφτεται να αποδράσει. Θέλει να είναι μέρα, θέλει να φάει αυτούς που το κοιτάνε. Γενικά έχει τα νεύρα του.
Όταν δρόσισε λίγο βγήκαν από την κρυψώνα τους και χωρίς να κάνουν πολύ θόρυβο, με ένα μικρό φακό ξεκίνησαν για τις αρκούδες. Αυτός ήταν ανυπόμονος, αυτή έτσι και έτσι. Πιο πολύ φτιαχνόταν με εκείνη την αρκούδα που λέγαμε. Το πάρκο στο σκοτάδι είναι διαφορετικό. Τρομακτικό, ναι, σκέφτηκε το κορίτσι. Το φως του φακού έπεφτε σε μάτια που γυάλιζαν. Τώρα, λίγο, φοβόταν και αυτός. Αλλά είναι μέσα σε κλουβιά, είπαν συγχρόνως. Μόλις κατάλαβαν ότι φοβούνται και οι δύο, φοβήθηκαν τον ίδιο τον φόβο. Άρα πολύ.
Ξαφνική ησυχία, δεν ακούγεται τίποτα. Απότομα όλα υπάκουσαν σε κάτι. Ησυχία ή κάτι ακούγεται; Κοντά στο κλουβί με τα αρπακτικά πουλιά. Κάτω από το έντονο βλέμμα ενός γύπα της Καλιφόρνιας, οι δύο παρείσακτοι μουρμουρίζουν ψιθυριστά, τρομαγμένα. Τι λένε; Δεν ακούγεται τίποτα, τώρα το κατάλαβα, τι συμβαίνει, φοβάμαι, πάμε να φύγουμε, μα είμαστε κλειδωμένοι μέσα, θα φεύγαμε αύριο το πρωί, θυμάσαι, θέλω να φύγω, τι πάθαν, δεν ακούω τίποτα, μόνο εμείς ακουγόμαστε, φοβάμαι, τι είναι αυτό το φως, μαλάκα τι είναι αυτό…
Ένα φως. Είναι φωτιά. Το φως ενός πυρσού. Τρεμοσβήνει και φουντώνει. Κάποιος τον κρατάει και περπατάει. Όχι αργά, ούτε γρήγορα. Δεν κυνηγάει, ούτε ψάχνει. Σαν να κάνει τον γύρο του κήπου. Περνάει από όλα τα δρομάκια, από όλα τα κλουβιά. Όταν τους προσπερνάει πάρα τη φρίκη, σκέφτονται. Δεν το είδα, δεν μπορεί. Δεν μας είδε. Τι είδα; Τα μάτια τους είδαν μια μορφή με κάπα; Με κουκούλα; Δύο κόκκινα μάτια έλαμπαν σαν κάρβουνα στο βάθος της; Ο γύπας πίσω μας έχει σκύψει ευλαβικά το κεφάλι του; Τα μάτια. Το μυαλό;
Έχω τα κλειδιά του ιατρείου, της λέει, έχει πλεξιγκλάς, νομίζω έχει και όπλο με ηρεμιστικά. Όχι φοβάμαι, εδώ δεν μας είδε μας προσπέρασε. Πάμε τώρα. Θα κλειδωθούμε. Μέχρι το πρωί. Τώρα, πριν ξαναπεράσει. Έχω λερωθεί, συγνώμη. Ξέρεις τον δρόμο; Μην ψάχνουμε. Τον φακό μην ανάψεις. Τρέχα.
Τύχη; Το φεγγάρι βγαίνει πίσω από ένα σύννεφο. Ένα. Μοναδικό. Τους φωτίζει τον δρόμο. Τρέχουν και ακούνε τα βήματα τους. Οι καρδιές τους χτυπάνε σαν σφυριά. Δεν είναι πολύ μακριά το ιατρείο. Κοντά στην είσοδο, πλησιάζουν. Το σύννεφο, αυτό το μικρό ένα σύννεφο κρύβει ξανά το φως και τους βυθίζει στο σκοτάδι. Μαύρο απαίσιο σκοτάδι. Όχι για πολύ. Πίσω τους είναι ο πυρσός. Αυτή λιποθυμάει. Αυτός γυρίζει και βλέπει. Ακούστε. Δεν είναι εύκολο να σας πω τι. Είναι τόσο γκροτέσκο. Σε μια αίθουσα κινηματογράφου με το ποπ κορν και το αναψυκτικό σου αυτά τα βλέπεις και γελάς. Λες, τι μαλακίες είναι αυτές αλλά παίρνεις αγκαλιά το κορίτσι σου. Σου σφίγγει λίγο το χέρι… Είδε μια μορφή. Ψηλή και λεπτή, τώρα είχε κατεβάσει την κουκούλα. Ήταν ο Θύμιος, όχι ο άνθρωπος. Ο τράγος. Αλλά ήταν άνθρωπος και τράγος μαζί. Και τι κλισέ, κρατούσε ένα μαχαίρι. Και στο στήθος του είχε χαραγμένη μια πεντάλφα που έσταζε αίμα. Και αυτός λιποθύμησε πριν τον ακουμπήσει η λεπίδα.
Ο Θύμιος που κανονικά είχε άλλο όνομα, που το όνομά του δεν προφέρεται με λόγια ανθρώπινα τους έσφαξε. Κανονικά; Κινηματογραφικά; Πάντως αλήθεια έτσι έγινε. Και τα ζώα άρχισαν να ουρλιάζουν ξανά με μανία. Και ο τράγος γέλασε. Και τα μάτια του έλαμψαν κατακόκκινα στο φως του φεγγαριού που είχε διώξει ξανά το σύννεφο και το επόμενο πρωί…
Το επόμενο πρωί κάνεις δεν βρήκε ίχνος τους. Απλά έλειπαν δύο υπάλληλοι αδικαιολόγητα. Και θα έλειπαν για πάντα. Και ένα παιδάκι σκούντησέ τον μπαμπά του. Μπαμπά μέσα στις αρκούδες είδα ένα παπούτσι βαμμένο κόκκινο. Ο μπαμπάς απορροφημένος στο κινητό του του είπε ναι ναι και τον πήγε να δει τα φίδια.
Μόνο μια αρκούδα ήταν μελαγχολική γιατί είχε περίεργα γούστα και δεν πείναγε κιόλας. Έτσι μου είπε.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]