Τα έβλεπε να τρέχουν στις πλάκες, κι ένιωθε το χώμα στις δικές του πατούσες, τα έβλεπε να πέφτουν, να σηκώνονται, κι έτριβε τα γόνατά του, ψηλαφώντας, αμυδρές ουλές, τα έβλεπε να φωνάζουν, να βρίζουν, να γελάνε, κι άνοιγε το στόμα, ακουμπούσε τη γλώσσα στο κάτω χείλος, συγκρατούσε το μαζεμένο σάλιο στη σύσπαση της κάτω γνάθου κι άηχα χαμογελούσε, χαμογελούσε που τα άκουγε, τα άκουγε καθαρά, με τις αφόρετες φωνές τους, να ντύνουν το κενό, κι από το λαρύγγι του, ο στριγκός, κοφτός ήχος της ανάσας του, μέστωνε κι αλώνιζε, κάπου μακριά, που φύτρωναν ελιές. Με δύναμη έσφιγγε τις κλειδώσεις γύρω απ’ το σίδερο, γιατί συχνά ο κόσμος του έτρεμε, κι είχε ανάγκη από κάτι σταθερό, όπως το κουδούνι και τα τακτά διαλείμματα, που όριζαν το άδειο πρόγραμμά του. Και μόνο τότε οι κινήσεις του επισπεύδονταν, έσερνε την παλιά φερ φορζέ καρέκλα μπροστά στα κάγκελα του μπαλκονιού, έπαιρνε θέση κι ένιωθε τυχερός για το μικρό δυάρι απέναντι στο 21ο Δημοτικό Κυψέλης.
