Λίγους μήνες μετά το φευγιό του Οδυσσέα για την Τροία, η Πηνελόπη του ’γραψε ένα γράμμα. Δεν του ’λεγε πως τον είχε πεθυμήσει, όχι, η Πηνελόπη δεν τα έκανε κάτι τέτοια. Άσε που τη λαχτάρα για τον νεαρό σύζυγό της τής την είχε σβήσει ένας άλλος μελαχρινός νεαρός, ο Ανέστης, περαστικός από την Ιθάκη. Μονάχα του ’γραφε ότι εγκαταλείπει το σπίτι τους –θα την έπαιρνε ο Ανέστης στο πατρικό του, σ’ έναν τόπο που εκείνη δεν τον γνώριζε, κάπου στη Μακεδονία. Στο γράμμα δεν ζητούσε από τον Οδυσσέα να τη συγχωρήσει, του ζητούσε να την καταλάβει· ήταν πάνω στα νιάτα της, στον καιρό της, και κείνος –ο μελαψός Οδυσσέας– της είχε διδάξει τόσο καλά το κρεβάτι που η στέρησή του τη βασάνιζε. Γι’ αυτό, δεν το σκέφτηκε πολύ να πέσει στην αγκαλιά του Ανέστη. Παράτησε τον νεογέννητο γιο της, τον Τηλέμαχο, στον Λαέρτη και στην πεθερά της, την Αντίκλεια, και το ’σκασε από το νησί χωρίς καμιά συστολή. Ποιος νοιαζόταν; Οι παππούδες μάλλον χάρηκαν που τους άδειασε τη γωνιά, το ίδιο κι η κουνιάδα της, ανακουφίστηκε. Λίγα είχαν ακουστεί για τον άντρα της; Από την άλλη, ο Λαέρτης κι η Αντίκλεια, το λάτρευαν το εγγόνι τους σαν δυο φορές παιδί τους, και το ’θελαν ιδιόκτητο. Το λοιπόν, ωραία!
Ο αγγελιαφόρος ξεκίνησε για το ταξίδι του στην Τροία καβαλικεύοντας την ξανθιά φοράδα του, την Παρθένα, και έχοντας μαζί του, ανάμεσα στ’ άλλα γράμματα, το γράμμα της Πηνελόπης. Είχε σχεδιάσει να μοιράσει τη διαδρομή ανάμεσα στη στεριά και στη θάλασσα. Η εναλλαγή αυτή θα ξεκούραζε τόσο τον ίδιο όσο και την Παρθένα. Οπότε, όσα χιλιόμετρα έβρισκε μπροστά του, γρήγορα τ’ άφηνε πίσω του. Όμως, στον δρόμο, αιφνιδίως, ένιωσε ζάλη. Είχε περάσει μια μέρα που έφυγε απ’ την Ιθάκη και κάλπαζε στα χώματα της Βοιωτίας με κατεύθυνση την Αυλίδα. Ήταν γερός οργανισμός και γι’ αυτόν τον λόγο απόρησε, δεν είχε νιώσει άλλοτε κάτι τέτοιο, αλλά είπε να μη δώσει σημασία. Λίγο μετά μια λιποθυμία τον έριξε από την Παρθένα στο χώμα. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε ν’ απορήσει. Ένα τεράστιο ανεύρυσμα τον οδήγησε στον Άδη γρηγορότερα απ’ το συνηθισμένο. Εκεί, όσοι τον γνώριζαν, τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι που επιτέλους βρέθηκε ανάμεσά τους κι έγινε ένας δικός τους. Έτσι, ο πτωχός ο ταχυδρόμος δεν κατάφερε να παραδώσει σώα την αλληλογραφία και κείνη σκόρπισε στους πέντε ανέμους. Η Παρθένα στάθηκε τυχερή. Έχυσε ένα δάκρυ πάνω από το πτώμα του ταχυδρόμου, κατάφερε, με πολύ κόπο στ’ αλήθεια, να λύσει τα χαλινάρια και τη σέλα μασουλώντας τα, κι έφυγε λεύτερη στα βουνά της περιοχής.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά η Πηνελόπη επέστρεψε στην Ιθάκη. Κόντευε τα σαράντα κι ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της, είχε καλά γλεντήσει με τον Ανέστη, όμως εκείνος βρήκε τώρα μιαν άλλη με τα μισά της χρόνια και τούτη την περιφρόνησε. Η Πηνελόπη έμεινε μετέωρη. Παλιό σκαρί, διωγμένη σχεδόν από τον Ανέστη, έφυγε από κοντά του και περιπλανήθηκε κάμποσο, αποφασισμένη να γυρίσει στην Ιθάκη ως βασίλισσα που ήταν κάποτε. «Η μισή ντροπή δική μου κι η μισή δική του», σκέφτηκε, θέλοντας να μοιράσει με τον Οδυσσέα την ευθύνη του χωριστού παρελθόντος τους. Άλλωστε, είχε ήδη μαθευτεί πως ο πόλεμος στην Τροία είχε τελειώσει εδώ και πολλά χρόνια κι εκείνος άφαντος ακόμη.
Η επιστροφή της Πηνελόπης στην Ιθάκη προκάλεσε μια μικρή θριαμβευτική υποδοχή που την άφησε άναυδη. Όλοι βγήκαν να την υποδεχτούν: ο γιος της, παληκαράκι πια, –«μανούλα μου!»–, ο Λαέρτης –«κόρη μου!»–, η κουνιάδα της –«αδελφή μου!»–, όλοι, μέχρι κι ο σκύλος, κόσμος και ντουνιάς. Μόνο η πεθερά της δεν μπόρεσε, είχε πεθάνει προ πολλού. Η Πηνελόπη δέχτηκε τον αναπάντεχο καταιγισμό αγάπης κολακευμένη και λίγο χαμένη. Το ίδιο και την αποκατάστασή της στον θρόνο. Ούτε στ’ όνειρό της έζησε τέτοια υποδοχή. Τον πρώτο καιρό, μετά τη λήξη του τρωικού πολέμου, επί Ανέστη, αγωνιούσε να μάθει την αντίδραση του Οδυσσέα που δεν θα την έβρισκε στο σπίτι. Όμως, καθώς τα χρόνια περνούσαν, θύμωσε μαζί του διπλά. Σκέψου να τον περίμενε σ’ όλη της τη ζωή κι αυτός ποιος ξέρει πού να βρισκόταν.
Όταν έμεινε μόνη με τη γριά παραμάνα της, προτού κοιμηθεί, άγγιξε ένα ένα τα αντικείμενα του υπνοδωματίου της δακρυσμένη. Κατόπιν, συνήλθε και ζήτησε εξηγήσεις. Τι ήταν όλα αυτά; Αστείο; Και τι αστείο είναι αυτό; Η γριά παραμάνα της τη χάιδεψε υποτακτικά. Της είπε ότι, όπως θα θυμάται και κείνη, δεν υπήρχε κανείς στην Ιθάκη που να μην έχει κουτσομπολέψει την Ελένη και τον Πάρι. Έτσι, η δική της απουσία ήταν αναγκαίο να δικαιολογηθεί καθώς πρέπει. Διέδωσαν πως έφυγε σε αποστολή με μια Μ.Κ.Ο., που αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των συζύγων. Επιπλέον, για να επιβληθεί η δικαιολογία, είχαν βγάλει ψήφισμα που προστάτευε τα προσωπικά δεδομένα, και απαγόρευσαν την αλληλογραφία με την Τροία. Κανείς στο νησί δεν τόλμησε να αναφερθεί στη φυγή της βασίλισσας δίχως να αναφερθεί στη συμμετοχή της στη Μ.Κ.Ο. «Μη νομίζεις όμως, παιδί μου, πως θ’ αντιμετωπίσεις το ίδιο κλίμα από αύριο κι εδώ, στο παλάτι», την προειδοποίησε η γριά παραμάνα. Και τότε η περιέργεια της Πηνελόπης ικανοποιήθηκε.
Ένα χρόνο μετά, η Πηνελόπη, προστατευμένη από το ψήφισμα, ότι είχε αρχίσει να γλυκοκοιτάζει έναν φίλο του Τηλέμαχου, είπε στον Οδυσσέα που γύρισε: «Μπα! Τον βρήκες τον δρόμο;»
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Η επιστροφή του Οδυσσέα του Pinturicchio (1509). Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
Pinturicchio, 1509 |