Γιάννης Β. Κωβαίος, Λέξεις & Έξεις. Ποίηση και Φωτογραφία, Εκδ. Άλλωστε, Αθήνα 2019.
Πρώτα γεννήθηκε η Ποίηση εδώ / Κι ύστερα οι λέξεις
Είναι ο Γιάννης Κωβαίος που αποφαίνεται περί της γενέσεως της ποιήσεως και των λέξεων αλλά και του τόπου: ΕΔΩ, στο νέο βιβλίο του με τον τίτλο Λέξεις & Έξεις, Ποίηση και Φωτογραφία. Και αυτό το ΕΔΩ, το συνθέτει σε δύο διαστάσεις, διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές, στίχους και εικόνες, εικόνες και στίχους Μετράς τόσα ποιήματα όσες και οι εικόνες. Φανατικός του φακού, φανατικός του στίχου με δυο σπαγκάκια ελέγχει τις δημιουργίες του. Σαν τα ζύγια του χαρταετού, να μην ξεφύγουν από δω ή από κει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Σε τρία μέρη χωρίζει τη συλλογή του· τρισυπόστατη (υποθέτω και το υποδηλούμενο). Μοιρασμένη σε Α, σε Β και σε Γ· της ρίζας του το ένα, κοινωνικό το δεύτερο, των κοριτσιών που αγάπησε το τρίτο… Αλλιώς ο κόσμος και τα πράγματα, οι έννοιες και η σημασία τους, ο έρωτας και ο καημός του.
Φιλόλογος με αγάπη για το σχολείο, τη φιλολογία, τη γλώσσα, την ποίηση και τη φωτογραφία, αναζητεί την ομορφιά, την εξυμνεί, τη χαίρεται και την απολαμβάνει. Η μακρόθυμη βουτιά του στο είναι του κόσμου τον ανταμείβει πάντα με μία ιδέα που του αποκαλύπτεται σ’ έναν βράχο, σ’ ένα ρείκι, σ’ ένα πηγάδι σ’ ένα τάσι του νερού. Σε μια νησιωτική καμινάδα, σπηλιά, χαραματιά, σχισμάδα, σ’ ένα κοντραμπάσο στην άκρη της θάλασσας, σε μια φαγωμένη ξύλινη πόρτα, στα σύννεφα, στο εσωτερικό ενός λιτού νησιωτικού σπιτιού, σε δυο γλάστρες με βασιλικό, έναν ταλαιπωρημένο κορμό δέντρου, στη σκιά ενός κοριτσιού που αναβαθμίζει την ομορφιά και την διαιωνίζει κι άλλο κορίτσι κι άλλο κι άλλο κι άλλο, πολλά κορίτσια και αγόρια, μια πλούσια πινακοθήκη σαν τις «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν ανέφερα από προσωπική προτίμηση τον Ελύτη· είναι ο ποιητής του στίχου και της φωτογραφίας που συμπεριφέρεται θαυμάζοντας και αποτίοντας φόρο τιμής στον μεγάλο νησιώτη ποιητή και ιδού, αληθώς, λέγω:
ΑΙΓΑΙΟΘΕΝ
«Πατρίδα μου η Αμοργός./ Μητρίδα μου η Πάρος / (Απόλαυση δε ο ορθογράφος του wοrd,/ που νόμισε χαιρέκακα/ ότι μου ξαναβρήκε λάθος…)
Για όσους δεν κατάλαβαν Αιγαίο το φτωχικό μου…/Θεός ο πρωτομάστορας /Συντηρητής ο Ελύτης/Και (για να ξεμουδιάζει το wοrd)/ ευρύχωρη η καημοδόχος» γιατί είναι γνωστό πως και ο καημός είναι κι αυτός καπνός και με τον ίδιο τρόπο από της ψυχής τ’ αποκαΐδια ανεβαίνει.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε ο Πάριος και Αμοργίνος Κωβαίος να μην είναι Ελυτικός;
Στοιχεία πατρίδας και μητρίδας και ποίησης, το Αιγαίο του, το Αιγαίο μας, το άγιο πέλαγός μας, με τα όμορφα νησιά του, τις «λοξές δελφινιών ράχες», σαν να λέμε τα μυαλά του Λοξία Απόλλωνα· ποιητής και μάντης, Αιγαιόθεν και ο θεός· Δήλιος. Δήλιος μες στις εικόνες, κολυμβητής και ο Παριανός και Αμοργίνος ποιητής, ο Κωβαίος, γεννημένος μέσα στον αστραφτοβόλο κυκλαδίτικο ασβέστη. Αυτό το φως έκανε οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου, είπε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, λίγο ψηλότερα στο χάρτη· από την Άνδρο, την υδρούσα.
Ευλογημένη γη, ευλογημένη μούσα που τον έτεκε και τον θήλασε και η άλλη που «ιεροκρυφίως» τον μύησε «στον έρωτα της αειπάρθενης Τέχνης». Που τον έκανε ωτακουστή στον «ιδρώτα του μυαλού», στων «συλλαβών τη σχάση», στο άρωμα «που εκπνέει», στον «κορμό που αφήνει η ρίζα πριν σπάσει». Α! να κρατήσω αυτόν τον ήχο θα έλεγε ο Ελύτης, αλλά και ο Κωβαίος, αν και αλλιώς, το ίδιο λέει. Ακούει τα πάντα και τα πάντα του μιλούν, επειδή ξέρει να ακούει, την αύρα της θάλασσας μέσα στο ποίημα, «τα μνήσθητι μιας προσευχής,/ που μπλέκουνε με τους ψίθυρους /δύο ερωτευμένων», (Μη με ξεχνάς είμαι η Ανακτορία, φωνάζει από τη Λέσβο η Σαπφώ ή μήπως ο Ελύτης πάλι;)
ΙΣΩΣ ΜΕΘΑΥΡΙΟ
«Απόψε δεν ήρθες τελικά./ Κι είχα ετοιμάσει τόσα να σου πω…/
Τώρα θα τα μοιράσω αντίδωρα στ’ αστέρια./ Σε ράβδους ποίησης θα εξαργυρώσω μερικά./Και τον επίλογο θ’ αφήσω στο παγκάκι,/οικτίρμονα τροφή για τα πουλιά…/Μα ξέρω, θα μου τα επιστρέψεις έντοκα/ αύριο ή μεθαύριο ή πιο μετά./ Η Ποίηση το έχω εμπεδώσει,/δεν ξεχνά»
ΜΝΗΣΘΗΤΙ
«…και όπου δεν αδειάζουν οι άλλοι δυο,/μη μνημονεύετε Οδυσσέα Ελύτη./Φτάνει που εκείνος/-δεν μπορεί-/σας έχει μνημονεύσει» (Διονύσιε και Αλέξανδρέ μας).
Έτσι, όπως η Εκκλησία μας τιμά τους Αγίους της, ο Κωβαίος τιμά τους Ποιητές μας κι ας ξεχνούν οι άλλοι· οι έχοντες συναίσθηση της προσφοράς το ξέρουν καλά. Δεν είναι τυχαίες οι γλάστρες με το βασιλικό που συνοδεύουν το ποίημα «Μνήσθητι» -Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω λουΐζα και βασιλικό/ μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω και τι να πρωτοθυμηθώ- Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου.
ΟΞΥΤΗΣ
Και μην ξεχνάτε τη γραμματική: «Όλες οι λέξεις από ύψιλον/ δασύνονται./ Όλες οι σχέσεις από “εγώ”/ εντέλει οξύνονται». Σαν την υδρία, με το ύδωρ με το Ρω, μοιάζει το ύψιλον, το γράμμα το πιο ελληνικό, γεμάτη η κοιλιά του αέρα και έρωτα και νερό.
ΑΡΝΗΣΕΙΣ
«Χίλιες φορές μια άρνηση ευθεία./ Τις ξέρω εγώ/ τις τεθλασμένες καταφάσεις…».
ΟΝΕΙΡΑ
«μήπως κι ο “εφιάλτης”/δε λαχταρούσε/να είναι όνειρο;»
ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΤΕΟ(Σ)
«Ήρθες απλώς/ ν’ αποτιμήσεις τις ζημιές./Και χάρη μού ’κανες»
Έτσι, μεγαλόψυχος και στον οξύ και στον αρνητή, και στον αποτιμητή και στα σπαράγματά του κρυφοφανερά σπαραγμένος.
Και η ωραία περιπλάνησή του στις ομορφιές και στα πάθη της καρδιάς, στους καημούς και στις λύπες, τελειώνει με ένα ποίημα, σαν αναποδογυρισμένο ισοσκελές,«ΜΕΤΡΟΝ ΑΧΡΗΣΤΟΝ», που αρχίζει από τη βάση, με επίκληση στον Άγιο Δεκαπεντασύλλαβο: «Άι -Δεκαπεντασύλλαβε, σου είχα κάνει τάμα», και σκαλί σκαλί και στίχο στίχο, χάνοντας βήματα και δακτύλους και συνεχώς κονταίνοντας τον δεκαπεντασύλλαβο, σε εννεασύλλαβο, σε επτασύλλαβο, έφτασε στον τρισύλλαβο τον φταίχτη Έρωτα που «απαιτεί» και «λεηλατεί», «Έρωτα,/ρώτα:/Τι;». Τα πήρε όλα η ζωή κι η Ποίηση μαζί, οι συλλαβές λιγόστεψαν κι απόμεινε ένα τόσο δα, ελάχιστο ερωτηματικό μονοσύλλαβο «τι;». Ό,τι….
Ο Κωβαίος δεν παύει να μας εκπλήσσει με τη φωτολουσμένη φαντασία του που όλα τα μεταμορφώνει και τα απλά αναδεικνύει με την αλήθειά του το καθένα και καθαρά τα αποδίδει στο φως: τα μαγικά της ποίησης, τον Έρωτα, της φύσης τα ξεμυαλιστικά και τα μυριστικά, και όλες τις όμορφες παγίδες που έχουν στηθεί και μας προσμένουν. Όλα είναι θέμα χρόνου για να περάσουν,αφήνοντας στις Λέξεις & Έλξεις, στην Ποίηση και Φωτογραφία να τα εκθειάσουν, να τα προβάλουν να τα διαιωνίσουν…. Ποίηση, Ω Αγία μου!!! που θα ’λεγε κι ο άλλος, ο μεγάλος, και θα προσυπέγραφε και ο Γιάννης ο Κωβαίος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Β. Κωβαίου. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]