frear

Η βίαιη συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης – της Ελένης Γερούση

Αρκετά χρόνια μετά τη βράβευση του Γιάννη Παλαβού με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Αστείο, που εκδόθηκε το 2012 από τις εκδόσεις Νεφέλη, κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο με τίτλο Το παιδί, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Όχημα δημιουργίας είναι και εδώ το διήγημα μικρής έκτασης. Ο συγγραφέας αξιοποιεί με ιδιαίτερη επιτυχία τις αρετές της μικρής φόρμας: λιτότητα, οικονομία, ακρίβεια, αιφνιδιασμός, ποιητικό βλέμμα. Ο ίδιος άλλωστε σε συνέντευξή του έχει πει: «Το διήγημα είναι η προνομιακή περιοχή μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης».

Με το βιβλίο αυτό ο Γιάννης Παλαβός έχει κατακτήσει τη συγγραφική ωριμότητα. Το σύμπαν του είναι αναγνωρίσιμο και δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία από το να είναι αναγνωρίσιμος ο τρόπος έκφρασης ενός δημιουργού (είτε μιλάμε για λογοτεχνία, είτε μιλάμε για σινεμά, φωτογραφία, εικαστικές τέχνες, χορό). Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κόσμου του Παλαβού; Ο γενέθλιος τόπος, η παιδική ηλικία, η συνύπαρξη και αλληλεξάρτηση ανθρώπου-φύσης, το δίπολο ζωή-θάνατος και η βία που πολλές φορές εμπεριέχει.

Ο τόπος καταγωγής του συγγραφέα, το Βελβεντό, αποτελεί τη βασική πηγή της πρώτης ύλης για τις ιστορίες του. Πρόκειται, τις περισσότερες φορές, για προσωπικά βιώματα ή για ιστορίες που άκουσε από συγχωριανούς του. Απλές αναφορές στην αγροτική ζωή, στις εργασίες στο χωράφι, στη γη υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Όμως σε καμία περίπτωση ο συγγραφέας δεν πέφτει στην παγίδα της αφελούς ηθογραφίας. Το σκηνικό του Βελβεντού επιλέγεται γιατί ο ίδιος το ξέρει καλά. Και εδώ είναι που η καταγωγή ακολουθεί τον συγγραφέα. Πρόκειται για το habitus, τον όρο που χρησιμοποίησε ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ για να περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, πράττουμε και υπάρχουμε ως ενήλικοι. Οι τρόποι αυτοί διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία, καθορίζονται από το οικογενειακό περιβάλλον και συγκροτούν εντέλει την ιστορία που ο καθένας από μας φέρει.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, τοποθετεί τους ανθρώπους και τα πλάσματα της φύσης στο Βελβεντό και στις υπώρειες της μικρής οροσειράς που υψώνεται στ’ ανατολικά του. Στις ιστορίες του η φύση κυριαρχεί, βουνά, λίμνες, ρυάκια, χείμαρροι, ποτάμια, λάκκοι, χωματόδρομοι, χωράφια, λιβάδια, πέτρες, κοτρόνες, βράχοι, ελάφια, λύκοι, αλεπούδες, καρδερίνες, έλατα, μύρτιλα, μηλιές, κερασιές, ασφαλώς ροδακινιές, βοσκοί, γεωργοί, κυνηγοί. Ένας άνθρωπος της πόλης δεν μπορεί παρά να ζηλέψει τη γνώση της φύσης («τα ελάφια βγαίνουν για τροφή όταν το φως είναι λιγοστό») και το βλέμμα του συγγραφέα, που συχνά στέκεται στα ‘ταπεινά’ πλάσματά της (σε «μια χελώνα που λιάζεται στη χλόη», σε μια «νεαρή μηλιά»). Ακόμη και οι παρομοιώσεις και οι λίγες μεταφορές προέρχονται από τον κόσμο της φύσης: «σκιάζει σαν φτελιά», «μας έζωσαν τα φίδια», «ίδια με καμένη λεύκα», «παχουλό σαν σκύλος».

Η συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης, στοιχείο του ρομαντισμού, είναι άλλοτε ειρηνική και άλλοτε μετατρέπεται σε έναν αγώνα για το ποιος θα κυριαρχήσει. Στο διήγημα «Η λιακάδα» η λυσσασμένη αλεπού, στην προσπάθειά της να ξεφύγει, σκοτώνει το ένα από τα δύο αδέλφια κυνηγούς. Συνήθως, όμως, είναι ο άνθρωπος αυτός που επικρατεί. Στο διήγημα «Η πένσα» ο νεαρός πατέρας, που μόλις απέκτησε δίδυμα, ξεπαστρεύει μια οικογένεια λύκων. Άλλοτε η ενότητα ανθρώπου και φύσης αποκόπτεται, όπως όταν ο Χάρης, στο διήγημα «Βάγια», τρώει νεκταρίνια και δηλητηριάζεται ή όταν ο Γιάννης, στο ομώνυμο διήγημα, οδηγείται στο νοσοκομείο από το μικρόβιο λιστέρια στα μαρούλια που καλλιεργεί.

Τη συλλογή στο σύνολό της τη διέπει το σχήμα του κύκλου: ξεκινάει με τον θάνατο ενός ελαφιού και κλείνει με τον θάνατο της ανύπαντρης και άκληρης Γεωργίας. Σε κάθε ιστορία υπάρχει τουλάχιστον ένας θάνατος, κυριολεκτικός ή μεταφορικός. Το τραγικό είναι όταν ο θάνατος γίνεται πηγή ζωής. Η επιβίωση των δίδυμων παιδιών του ήρωα, που αναφέραμε παραπάνω, εξαρτάται ως ένα βαθμό από τον θάνατο της λύκαινας και των λυκόπουλων ενώ, στο διήγημα «Το δέντρο», μια καρυδιά φυτρώνει στο σημείο που θάφτηκε ένας βοσκός δολοφονημένος πενήντα χρόνια πριν. Όπως μαθαίνουμε από τον γιο του, που τον αναζητά και δεν βρίσκει παρά τα κόκκαλά του, «είχε πάντα στην κάπα του καρύδια για να ξεγελάει την πείνα του».

Οι ιστορίες της συλλογής μάς θυμίζουν ότι η βία είναι μέσα στη ζωή μας. Πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει και σίγουρα δεν εκδηλώνεται περισσότερο στις αγροτικές κοινωνίες. Πρόκειται για έναν αστικό μύθο που έχει καλλιεργηθεί πολλές φορές από όσους θεωρούν ότι διαφέρουν από τους ‘πρωτόγονους’ κατοίκους της επαρχίας. Η βία θεριεύει, καλυμμένη, τις πιο πολλές φορές, πίσω από ένα πέπλο αστικής ευγένειας. Στο διήγημα «Ο σταυρός» μικρά παιδιά αγωνίζονται για το ποιο θα κρατήσει τον σταυρό το βράδυ της Ανάστασης. Η ιερότητα του συμβόλου του σταυρού συγκρούεται με τη βία των παιδιών. Πρόκειται για μια ανεπιτήδευτη βία: «Πήγε πίσω από τον Καραλιό και με μια παράδοξη ησυχία, σαν να έκοβε λουλούδια, σαν να χάιδευε τα μαλλιά νεογέννητου, την κατέβασε στο κεφάλι του». Η βία ως κάτι φυσικό στον άγριο κόσμο της παιδικής ηλικίας.

Το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού έχει υποχωρήσει σε αυτή τη συλλογή. Υπάρχει ωστόσο σε δύο διηγήματα. Ο μαγικός ρεαλισμός, ως αφηγηματική τεχνική, αποκαθηλώνει την κυριαρχία της συμβατικής λογικής. Το συνηθισμένο και το καθημερινό συνυπάρχουν με το παράδοξο και το ανεξήγητο, αναιρώντας με αυτόν τον τρόπο τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Συχνά δεν καταλαβαίνει κανείς πότε εισέρχεται στον κόσμο του ονείρου κι αυτό γιατί, όπως έχει δείξει ο Γονατάς, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή ενός ονείρου αλλά στη μετάπλασή του και στη δημιουργική αφομοίωσή του. Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, εκεί όπου η ηρωίδα συναντά τον Άγιο Χριστόφορο, το στοιχείο του ανοίκειου διαπερνά τη ρεαλιστική αφήγηση, κάνοντας το τέλος διφορούμενο.

Ο μαγικός ρεαλισμός συνιστά ταυτόχρονα κριτική στην πρόοδο και την εξέλιξη. Στο διήγημα «Ο Γιάννης» η ΔΕΗ έχει απαλλοτριώσει τα χωράφια για να χτίσει το φράγμα και ο ήρωας ζει με τα λεφτά της αποζημίωσης: «Απ’ τα εξήντα στρέμματα του είχαν μείνει δύο, στην όχθη της λίμνης. Κάτω απ’ το νερό είχαν θαφτεί οι αγροί με το κριθάρι, ένα μικρό μαντρί και το σπίτι όπου ξεκουράζονταν οικογενειακώς όταν βράδιαζε και δεν πρόφταιναν να ανηφορίσουν στο χωριό». Στη συνέχεια ο Γιάννης καταβυθίζεται στη λίμνη και ξαναβλέπει όλα όσα σκέπασε το νερό: «Κατέβηκε στον βυθό κι είδε τα αρνιά του να βόσκουν στο τριφύλλι, είδε το παράσπιτο με τα κουρτινάκια της μάνας του και τα σπαρτά να γέρνουν κατάφορτα. Πήγε κι αγκάλιασε το μουλάρι κι ύστερα γύρισε στην κερασιά του, την κερασιά που φύτεψε στην αυλή ο αδερφός του πατέρα του, ο αγαπημένος του θείος. Το δέντρο αυτό το φρόντιζε σαν άνθρωπο, το ξεχορτάριαζε από γύρω, του’ φερνε λίπασμα ειδικό απ’ τη Θεσσαλονίκη, στη ρίζα του καθόταν και μάθαινε λαούτο». Αυτή η αναζήτηση της πατρικής γης συνιστά απόρριψη της προόδου και μια ασυνείδητη προσπάθεια επιστροφής στην ουτοπική Αρκαδία.

Γενικά, όλα τα παραπάνω συμπλέκονται με έναν γοητευτικά σκληρό τρόπο. Η λογοτεχνία του Παλαβού δεν είναι ανώδυνη και δεν θα μπορούσε να είναι. Οι ιστορίες του μας θυμίζουν ότι πίσω και πέρα από το ανθρώπινο πράττειν υπάρχει ένα μυστήριο, όχι κατ’ ανάγκη μεταφυσικό, που δεν μπορεί αλλά και δεν χρειάζεται να εξηγηθεί. Μας θυμίζουν ακόμη ότι η συγγραφική πράξη είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες τρόπους για να επιχειρήσει κανείς να αποδώσει τη ρευστή πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Ο Γιάννης Παλαβός, άξιος εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς, ανανεώνει, μαζί με άλλους ομοτέχνους του, τη μικρή φόρμα, αποδεικνύοντας πως στη χώρα μας μπορεί να υπάρξει μεγάλη λογοτεχνία.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη