Ονόματα, σπίτια, δρόμοι και ποτά: η Άνια στις πόλεις της ποίησης
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων
Κ. Καρυωτάκης
Άνια Βουλούδη, Η πλατεία ως μια βέβαιη κατάληξη, Αντίποδες, Αθήνα 2018.
Τελευταία γίνεται πολύς λόγος στην κριτική για την ποίηση της κρίσης ή τη γενιά της κρίσης, σε μια προσπάθεια γραμματολογικής ταξινόμησης και ερμηνείας του πολύμορφου λογοτεχνικού πεδίου. Αν η περιγραφή αυτή ισχύει, πιστεύω πως ισχύει ίσως περισσότερο με την έννοια της χρονικής σύμπτωσης και λιγότερο της θεματικής αντανάκλασης. Ωστόσο, παρόλο που η Άνια Βουλούδη ανήκει ασφαλώς στη γενιά της κρίσης, δεν θα επιμείνω στο παραπάνω σχήμα, γιατί νομίζω ότι κάτι τέτοιο πιθανώς θα περιόριζε προκαταβολικά τον ορίζοντα της ανάγνωσης προκρίνοντας μια κατά πρώτο λόγο κοινωνιολογική οπτική. Όχι φυσικά ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ανιχνεύσιμο στην ποίηση αυτή. Οι επιπτώσεις του βιοποριστικού αδιέξοδου στην ψυχή , το σώμα και τη γραφή δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν ή / και να κατασκευαστούν από τον αναγνώστη. Θα προτιμούσα όμως να διαβάσω τα ποιήματα αυτά πέρα και έξω από τη συγκεκριμένη συνθήκη, με την ελπίδα να μου πουν κάτι πέρα και έξω από το επικαιρικό. Αυτό που θα καιροφυλακτεί πάντα, και όταν η συνθήκη δεν θα υπάρχει πια, αυτό που σε τελευταία ανάλυση κάνει τον ποιητικό λόγο τόσο ανθεκτικά απρόβλεπτο.
Και θα αρχίσω από τον τίτλο της συλλογής: «Η πλατεία ως μια βέβαιη κατάληξη», που αποτελεί και τίτλο ενός χαρακτηριστικού ποιήματος, από τα τελευταία της συλλογής:
«Η πλατεία ως μια βέβαιη κατάληξη»
όταν νοσταλγώ στα ξένα την πόλη μας,
εκείνο μονάχα το σημείο της λαχταράω
Γ. Ιωάννου
Ο μπαμπάς έσκασε το μπαλόνι.
Το μπαλόνι μού το έδωσε ο πωλητής.
Ο πωλητής είχε πολύ μεγάλο άγχος.
Το άγχος είναι μέσα μου.
Μέσα μου κάθεται μια ωραία τραμπάλα.
Η τραμπάλα δεν είχε για όλους ενδιαφέρον.
Το ενδιαφέρον είναι πως κάποιος από εμάς ψεύδεται.
Το ψεύδος είναι κάτι το παράλογο μόνο
όταν απευθύνεται στον ίδιο τον ψεύτη
εκ βαθέων του εαυτού του.
Ο ψεύτης θα βρεθεί. Ο εαυτός του όχι.
Βρέθηκαν τις προάλλες κάποια έρημα βιβλία.
Η έρημος, τα βιβλία του, όπως κι η πρωτεύουσα
ήταν πια πολύ μακριά από την Πλατεία Δικαστηρίων.
Η Πλατεία Δικαστηρίων ήταν το δικό μου σπίτι.
Το σπίτι μου ήταν η δική μου Πλατεία Δικαστηρίων.
Η Πλατεία Δικαστηρίων ήταν το σπίτι μου.
Το σπίτι μου αυτήν εδώ τη στιγμή είναι η Πλατεία Δικαστηρίων.
Η Πλατεία αυτή είναι το σπίτι μου.
Η Πλατεία αυτή είναι το σπίτι μου.
Η συγκεκριμένη πλατεία, εμβληματικό σημείο της πόλης, φορτισμένο συγκινησιακά και διακειμενικά, είναι ταυτόχρονα και ο πυρήνας της γνησιότητας, η καρδιά της παιδικής ηλικίας, το αντίδοτο του ψεύδους, της μοναξιάς και της στέρησης. Η κατάληξη μπορεί να είναι η έκβαση μιας εξέλιξης, το τέλος ενός ταξιδιού ή και το συμπέρασμα ενός συλλογισμού (δεν είναι τυχαίο ότι εδώ απαντούν, για μοναδική φορά στη συλλογή, τελείες). Το επίθετο «βέβαιη» τη συνδέει ακόμα περισσότερο με το αίσθημα της ασφάλειας και της σταθερότητας. Και η μνεία του Γιώργου Ιωάννου στην επιγραφή ολοκληρώνει τις συντεταγμένες της εντοπιότητας και εντάσσει το ποίημα σε μια παράδοση, «στο σπίτι του», όπως και το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει το σπίτι του.
Η ποίηση είναι βέβαια πάνω απ’ όλα οργανωμένη γλώσσα, και είναι ακριβώς αυτή η οργάνωση που παράγει την ανείπωτη ποιητική αίσθηση. Βέβαια η περίσταση εδώ δεν επιτρέπει την εκτενή ανάλυση του κειμένου, ωστόσο δεν μπορώ παρά να επισημάνω τον τρόπο που η μια έννοια εκβάλλει συνειρμικά στην άλλη, καθώς αραδιάζονται μετωνυμικά τα σπαράγματα της μνήμης στο πρώτο μέρος του ποιήματος: ο μπαμπάς- το μπαλόνι-ο πωλητής- το άγχος- η τραμπάλα- το ενδιαφέρον- το ψεύδος- ο ψεύτης- ο εαυτός-. Και μετά η έρημος- τα βιβλία- η πρωτεύουσα, που ορίζουν τον αντίποδα του «σπιτιού», της οικειότητας και της στοργής. Το τελευταίο μέρος του ποιήματος, με τις εμμονικές του επαναλήψεις, μοιάζει με μαγική επωδή: Μετατρέπει θαυματουργά τον παρελθόντα χρόνο σε παροντικό (ήταν το σπίτι μου- είναι το σπίτι μου) και την επιθυμία σε πραγματικότητα. Θα έλεγα ότι πολύ εύστοχα επιλέχτηκε ο τίτλος αυτός για το σύνολο των ποιημάτων: Το παραπάνω ποίημα συνοψίζει με ενάργεια το μεγαθέμα της συλλογής, που αναλύεται στα επιμέρους σε άλλα ποιήματα: Τη συμβολική αλλά και κυριολεκτική αναζήτηση στέγης για το σώμα και την ψυχή, που οδηγεί, μετά από περιπλάνηση, στην ευτοπία της βιωμένης και ξανακερδισμένης εντοπιότητας: τη «δική μου Πλατεία Δικαστηρίων». Θα έλεγα ότι, τηρουμένων των αναλογιών και βέβαια χωρίς τις θεολογικές αναφορές, η «Πλατεία» ανακαλεί το τέλος του μυθιστορήματος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Ο πεθαμένος και η ανάσταση (1938), όπου ο πρωταγωνιστής, μετά από μια υπαρξιακή περιπλάνηση, επιστρέφει στη γενέθλια πόλη Θεσσαλονίκη και θυμάται τη γιαγιά του και το όνειρό της:
«Τότε θυμήθηκα τη διήγηση από ένα όνειρο που είχε δει επανειλημμένα η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, πως στο πατρικό μας σπίτι από κάτω ήταν εκκλησία θαμμένη. Της παρουσιαζόταν Σεβάσμια μορφή, που έδινε την εντολή να γκρεμίσουμε το σπίτι και να σκάψουμε, να βρούμε από κάτω την Εκκλησία.»
Η συνάφεια με τον Πεντζίκη δεν είναι τυχαία. Η «τοπογραφική» του λογοτεχνία, με την έμφαση στο συγκεκριμένο και ιστορικά φορτισμένο, βρίσκει το αντίστοιχό της στην έμφαση που δίνει η ποίηση της Άνιας στον χώρο, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό πρωταγωνιστεί στην ποίησή της. Ακόμα και οι καταστάσεις της ψυχής εκφράζονται με όρους τρισδιάστατους:
«Ευθυτενής κορμοστασιά»
Ένα πρόβλημα
στέκεται μέσα μου
είναι τελείως
υπαρκτό
και κάθετο
κι αν το σκεφτούμε λογικά
είναι αυτό
που με κρατάει
ίσια
Κατά τα λοιπά, πρόκειται για έναν χώρο αστικό, διάσπαρτο, ετερογενή, ονοματισμένο και ζωισμένο, συχνά κλειστοφοβικό, παράδοξο και παραπλανητικό στην ευτέλειά του και εντέλει πάντα πολιτισμικά και συγκινησιακά διαμεσολαβημένο:
Κ. Π. Καβάφης, «Στον ίδιο χώρο» (1929)
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα
Είναι αυτός ο γνώριμος χώρος της νεοτερικότητας και της μετανεοτερικότητας, δυστοπικό τέρας και «αισθηματοποιημένη» καταφυγή ταυτόχρονα, απέραντο ξενοδοχείο και «οικείας περιβάλλον» του ποιητή. Στο ποίημα που ακολουθεί τον λόγο έχει η μηχανικός:
«Όταν βρέθηκα να σχεδιάζω το διαμέρισμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου»
Επρόκειτο για ένα σπίτι
που το ίδιο
έπαιζε μουσική
διέθετε τροπικά ψάρια
και βιτρίνες
με σπουδαίους φωτισμούς
Το πάτωμα υπέφερε
από μυοσκελετικούς πόνους
το ταβάνι φαινόταν κάπου στο βάθος
του ορίζοντα
κι η κουζίνα θα έλεγε κανείς
πως ήταν ένας
απίθανος λαβύρινθος
απ̓ τον οποίον επέστρεφες πάντα
διψασμένος
κι επομένως
έπρεπε να ξαναγυρίσεις
Στον κυρίως χώρο βρισκότανε
ένα μεγάλο τραπέζι συζητήσεων
το καταλάβαινε κανείς
εύκολα
από τη μία και
μοναδική καρέκλα
που επέτρεπε στον έναν
να πει τη γνώμη του στον έναν
κι έτσι να βγει
ένα
και μοναδικό
συμπέρασμα ως ποίημα του διαλόγου
Το πρώτο δωμάτιο είχε κλίση
άγνωστων μοιρών
πιθανώς τριών
οι οποίες
σε έστρεφαν αντίστοιχα και φανερά
στο παρόν, το παρελθόν
και το μέλλον
Το δεύτερο δωμάτιο
ήταν ολόισιο και
αισθηματικά ανέπαφο
θα ̓τανε το δωμάτιο
των τελείως ξένων
που πιθανώς θα περνούσαν
κάτω στο δρόμο
κάποια ανήσυχα βράδια
Το υπόγειο έβλεπε αυτόν τον
γνωστό δρόμο
όπως
και τα πόδια αυτών των αγνώστων
κι έτσι είχε μια αίσθηση
πάγου
και καλοπέρασης
Σε όλους τους τοίχους
κρεμόταν
εκείνος
ο άνθρωπος
πλάι στο σιδερένιο χέρι
και την πόρτα
με τον ευγενικό αριθμό
είκοσι
Σημείωση πολιτικού μηχανικού: Το διαμέρισμα σχεδιάστηκε ακριβώς όπως περιγράφεται στις ανωτέρω γραμμές. Για την κάτοψη απευθυνθείτε στο ιπτάμενο γραφείο μου.
Αυτή η ποιητική κάτοψη, που συνδυάζει προκλητικά την εικονοπλαστική φαντασία με μια επίφαση επιστημονικής καταγραφής, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα ώσμωσης ανθρώπου και χώρου αλλά και χρόνου και χώρου που παρατηρείται στο πλαίσιο της συλλογής. Τα σημεία της γραφής κατακλύζουν και κυριεύουν αυτόν τον ιδιάζοντα χρονότοπο, ενώ παρελθόν και παρόν, έξω και μέσα,, πολιτεία και μοναξιά συγκλίνουν αλλόκοτα, διαποτισμένα από το πιο τίμιο: Τη μορφή του ποιητή στη γνωστή ωραία φωτογραφία στην είσοδο του σπιτιού του, που θα κρέμεται για πάντα σε όλους τους τοίχους.
Όπως ήδη έχει διαφανεί από τα παραπάνω, ολόκληρη η ποιητική συλλογή της Άνιας είναι οργανωμένη πάνω σε ένα αφηγηματικό σχήμα νόστου, σε μια περιπλάνηση στον χώρο και στη μνήμη, που οδηγεί, με παρεκβάσεις και αναδρομές, στη βέβαιη κατάληξη του τίτλου. Η περιδιάβαση αυτή οροθετεί μια ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη περιοχή: Άντρες, γυναίκες και ζώα με ονόματα κυκλοφορούν ανάμεσα σε οδούς και αριθμούς, μπαρ και ταβέρνες, αυλές και ακάλυπτους, μπαλκόνια και τοίχους. Τους παρακολουθούμε να τρώνε και να πίνουν με μεράκι, να καπνίζουν, να κοιμούνται, να αγαπούν, να ταξιδεύουν με τρένα και να πεθαίνουν από ποίημα σε ποίημα, με έναν τρόπο που δοξάζει την ύπαρξή τους: Σαν να ήταν αυτές οι επίγειες κινήσεις τόσο σημαντικές που να αποτελούν αυτοσκοπό, σαν να ήταν η ζωή από μόνη της μια εμμενής αξία, μη αναγώγιμη, αυτάρκης στην ταπεινή πλησμονή της. Ακόμα κι όταν είναι αντιφατική και παραπλανητική, όπως στο «Ένα ποίημα για την απλή οφθαλμαπάτη»:
Στο παλιό μου σπίτι
η κουζίνα
είχε ένα μπαλκόνι
το πίσω μπαλκόνι το λέγαμε
και βγαίναμε για τσιγάρο
πρωί βράδυ
απέναντι ήταν ένας τοίχος
όχι απέναντι
ακριβώς μπροστά
τον έπιανες άμα τέντωνες το χέρι σου
κάποιες φορές καθόμουν
εκεί και σκεφτόμουν
κι όταν σκέφτομαι
δεν βλέπω
έτσι
αφού δεν έβλεπα τον τοίχο
βαθιά μέσα μου
ένιωθα πως είναι ο ουρανός
όταν το κατάλαβα
ο τοίχος ήταν πάλι τοίχος
τώρα
ήρθα στη Γερμανία
κι έχουν πολύ χώρο εδώ
κανείς δε βλέπει τον τοίχο
του άλλου
έτσι απ’ το μπαλκόνι μου
βλέπω τον ουρανό
παντού είναι ο ουρανός
εκτός απ’ όταν σκέφτομαι
που ο ουρανός
είναι
ένας απέραντος τοίχος
Όπως η θεματική, έτσι και η γλώσσα της ποιήτριας είναι στοιχειώδης. Τα απολύτως απαραίτητα για την παραγωγή του νοήματος, υποκείμενο και κατηγόρημα, ελάχιστα επίθετα, μετρημένοι προσδιορισμοί τόπου και χρόνου συνθέτουν μια χαμηλόφωνη ρητορική της υπόρρητης συγκίνησης. Εξάλλου, η σχεδόν παντελής έλλειψη στίξης που προαναφέρθηκε δημιουργεί ένα ρευστό σημασιολογικό συνεχές με ανοιχτό τέλος, ενώ η φευγαλέα αμφισημία κάποιων ποιημάτων ανακαλεί αόριστα τις αινιγματικές εκλάμψεις των στίχων της Έμιλι Ντικινσον. Ωστόσο, αν έπρεπε να εντάξω την Άνια κάπου στον ελληνόφωνο λογοτεχνικό χώρο, θα τη θεωρούσα απόληξη ενός ρεύματος που ξεκινά από τη ρεαλιστική διάσταση της ποίησης του Καβάφη και του Καρυωτάκη, εμπλουτίζεται από την ονειρική εικονοπλασία του μοντερνισμού και τέλος συναντά την πραγματολογική παράδοση της γενέθλιας πόλης μνημονεύοντας Πεντζίκη, Ιωάννου και Χριστιανόπουλο. Θα τελειώσω με ένα από τα πιο σπαρακτικά ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη που έχω ποτέ διαβάσει:
«Θεσσαλονίκη»
Η πόλη με τα λιωμένα περιστέρια
που πριν έτρωγαν κι έσπαγαν τα φυτά μου
Με τους αβάσταχτους νέους
Τα ισόγεια διαμερίσματα
Τα υπόγεια διαμερίσματα
και τα κεφάλια των παραθύρων
Η πόλη με τα μπαρ που μέσα τους βρέχει
Με τη ρώσικη βότκα στο αίμα των δημοτών
Με τ᾿ αυτιά των γειτόνων που μεγαλώνουν
Με τον νεκρό ύποπτο
Και τον ένοχο να χάνεται ρομαντικά στο ηλιοβασίλεμα
Η πόλη με την τσιλιαδόρο γυναίκα
Με τα λαστιχάκια στα χέρια
Με τη μυρωδιά των αφύσικων ψαριών
Η πόλη μου
με τα έργα τέχνης που σκοτεινιάζουν
Με τις βαριές κοιλιές
Τους ναούς
Τις αναμονές
Η πόλη
με το σκυλί που γαβγίζει
σε όλους
και τους διώχνει
[Κείμενο βιβλιοπαρουσίασης στο MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, 20. 04. 19, Θεσσαλονίκη. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]