Έμεινε έξω κι εγώ μέσα. Η Ρόουζ με τη μητέρα μου επέστρεψαν. Είχε γυρίσει τη βρεγμένη φόρμα της ως τα γόνατα και κρατούσε έναν κουβά γεμάτο με κοχύλια και φύκια, τα οποία η μητέρα μου την έπεισε να αφήσει στην πίσω αυλή. Με φίλησε απαλά και είπε στη Ρόουζ να πάει στο δωμάτιό της και να αλλάξει τα βρεγμένα ρούχα.
Τα μάτια της Ρόουζ άνοιξαν διάπλατα. «Ποτέ. Εγώ ποτέ δεν θα…». Γονάτισε και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της στο πάτωμα της κουζίνας με ρυθμική ένταση, ρίχνοντας σε κάθε βουτιά όλο της το βάρος. Η μητέρα μου έβαλε τα χέρια γύρω από τη μέση της και προσπάθησε να τη συγκρατήσει. Η Ρόουζ την πέταξε από πάνω της, χωρίς να γυρίσει καν το βλέμμα της πίσω, για να δει τι ήταν αυτό που την εμπόδιζε. Η μητέρα μου έγειρε στην πόρτα του ψυγείου.
«Βάιολετ, σε παρακαλώ…»
Έπεσα στο πάτωμα κι έγινα το σημείο όπου η Ρόουζ στόχευε τα χτυπήματά της. Σταμάτησε μερικά χιλιοστά πριν προσγειωθεί στο στομάχι μου.
«Ω, Βι, μαμά, συγγνώμη. Συγγνώμη, μη με μισήσετε». Σηκώθηκε τρεκλίζοντας κι έτρεξε κλαίγοντας στο δωμάτιό της.
Η μητέρα μου σηκώθηκε κι έπλυνε στα γρήγορα το πρόσωπό της, σκουπίζοντάς το με μια πετσέτα της κουζίνας. Ο πατέρας μου άκουσε τα κλάματα και ήρθε τρέχοντας, γλιστρώντας τις μακριές γυμνές πατούσες του έξω από τις λαστιχένιες μπότες.
«Γκέιλεν, Γκέιλεν, άσε με να δω». Έπιασε το κεφάλι της και κοίταξε προσεκτικά αν είχε μώλωπες στο χλωμό, μικρό της πρόσωπο. «Τι έγινε;» Η μητέρα μου με κοίταξε. «Βάιολετ, τι έγινε; Πού είναι η Ρόουζ;»
«Η Ρόουζ αναστατώθηκε και καθώς έτρεξε προς τα επάνω, έσπρωξε τη μαμά». Τρία μόνο ψέματα έχω πει στη ζωή μου, κι αυτό ήταν το δεύτερο.
«Πρέπει να νιώθει απαίσια που σε έσπρωξε, εσένα, από όλους τους ανθρώπους. Ξέρω πως δεν το ήθελε». Της έφτιαξε ένα φλιτζάνι τσάι και όλη η αγάπη του για κείνη, παρόλους τους σιωπηλούς θυμούς και τα ασαφή της βλέμματα, ήρθε και κύλησε μέσα από την τσαγιέρα ζεσταίνοντας το φλιτζάνι, γεμίζοντας τις μικρές της παλάμες με τα μακριά λιγνά δάχτυλα. Έγειρε το κεφάλι της στον γοφό του κι εγώ απέστρεψα το βλέμμα.
«Ας ετοιμάσουμε το βραδινό και μετά θα τη φωνάξω. Ή φώναξέ την εσύ, Ντέιβιντ, ίσως προτιμά να δει το δικό σου πρόσωπο πρώτα».
Το δείπνο ήταν γεμάτο από όλα τα μπρος-πίσω μας και τις απέλπιδες προσπάθειες της Ρόουζ να ελέγξει τον εαυτό της. Μετά βίας μπορούσε να φάει και σιγομουρμούριζε το τραγουδάκι των ΜακΝτόναλντς ξανά και ξανά, σταματώντας μόνο για να σκορπίσει τον χυμό στην ποδιά της και να βάλει τα κλάματα. Ο πατέρας μου κοίταξε τη μητέρα και έδωσε στη Ρόουζ την πετσέτα του. Σκουπίστηκε αφηρημένα, αλλά τα δάκρυα σταμάτησαν».
«Θέλω να πάω στο κρεβάτι, θέλω να πάω στο κρεβάτι και να μπω στο κεφάλι μου. Θέλω να πάω στο κρεβάτι και να είμαι στο κρεβάτι και στο κεφάλι μου και να φοράω κόκκινα, γιατί κόκκινο είναι το χρώμα που φοράει η αγάπη μου και πάλι, είναι αλήθεια, ναι, είναι αλήθεια, Μη φορέσεις κόκκινα απόψε, ω, ω μη φορέσεις κόκκινα, γιατί το κόκκινο είναι το χρώμα—»
«Εντάξει, εντάξει, Ρόουζ. Θα έρθω μαζί σου επάνω, για να ετοιμαστείς για ύπνο. Ύστερα θα ανέβει και η μαμά να σου πει καληνύχτα. Εντάξει, Ρόουζ». Ο πατέρας μου άπλωσε το χέρι του και η Ρόουζ το άρπαξε κι έπειτα βγήκαν από την τραπεζαρία μαζί, με το χέρι του γύρω από τη μέση της.
Η μητέρα μου κάθισε για λίγο με το πρόσωπο μες στις χούφτες κι έπειτα άρχισε να καθαρίζει τα πιάτα. Μαζέψαμε χωρίς να μιλάμε, η μητέρα μουρμούριζε το Schlummerlied του Σούμπερτ, ένα νανούρισμα για το δάσος και το ποτάμι, που φωνάζουν το παιδί να βυθιστεί μέσα τους. Μας το τραγουδούσε κάθε βράδυ, όταν ήμασταν μικρές.
Ο πατέρας μου ήρθε στην κουζίνα κάνοντας σήμα στη μητέρα. Πήγαν επάνω κι επέστρεψαν λίγα λεπτά αργότερα, μαζί. «Κοιμάται», είπαν, και πήγαμε να καθίσουμε στη βεράντα, ακούγοντας τους γρύλλους. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνο το βράδυ, μόνο ότι ήταν σιωπηρά στενάχωρο και θυμάμαι το σπάνιο θέαμα των γονιών μου, να κάθονται στο τραπέζι του πικνίκ και να κρατιούνται από το χέρι κοιτάζοντας το ηλιοβασίλεμα.
Ξύπνησα στις τρεις τα ξημερώματα, νιώθοντας τον δροσερό αέρα της νύχτας να διαπερνά το σεντόνι μου. Κατεβαίνοντας στο χωλ να πάρω μια κουβέρτα, κοίταξα μέσα στο δωμάτιο της Ρόουζ, χωρίς λόγο. Δεν ήταν εκεί. Έβαλα το τζιν μου κι ένα φούτερ και κατέβηκα. Μπορούσα να αισθανθώ την απουσία της. Βγήκα έξω και είδα τα μεγάλα, σερνάμενα ίχνη της να σκουραίνουν το βρεγμένο γρασίδι με κατεύθυνση προς το δάσος.
«Ρόζι», τη φώναξα, πολύ απαλά, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω τους γονείς μας και να μην την τρομάξω. «Ρόζι, εγώ είμαι. Είσαι εδώ; Είσαι καλά;»
Παραλίγο να πέσω επάνω της. Τεράστια και λευκή στο φεγγαρόφως, η λουλουδάτη πουκαμίσα της βουτηγμένη στο λευκό του φωτός και στη σκιά, η φόρμα της μουσκεμένη εντελώς. Έγερνε το κεφάλι προς τα πίσω, ο λευκός, λευκός λαιμός της εκτεθειμένος, σαν χαμένος αρχαιοελληνικός κίονας.
«Ρόζι, Ρόζι—» Η αναπνοή της ήταν πολύ αργή και τα χείλη της δεν ήταν τόσο ροζ όπως συνήθως. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα.
«Ώρα για κλείσιμο», ψιθύρισε. Αυτό νομίζω πως είπε.
Κάθισα κοντά της, αποκαλύπτοντας το μπουκαλάκι με τα Seconal που έκρυβε στο χέρι και είδαμε τα αστέρια σιγά σιγά να χάνονται.
Όταν πια τα αστέρια δεν φαίνονταν και ο ήλιος ζέσταινε τον αέρα, επέστρεψα στο σπίτι. Η μητέρα μου στεκόταν στο κατώφλι, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, και με παρακολουθούσε. Κάθε μου βήμα με κατέβαλλε. Τη φανταζόμουν να με χαστουκίζει, να με πυροβολεί που άφησα την αγαπημένη της να πεθάνει.
«Αμαζόνες» είπε, τυλίγοντας τα λεπτά γερά της μπράτσα γύρω μου. «Ανέθρεψα αμαζόνες». Με φίλησε δυνατά και πήγε προς το δάσος μόνη της.
Αργότερα το πρωί ξύπνησε τον πατέρα μου, που δεν μπορούσε να πάει στο δάσος και πιο έπειτα κάλεσε την αστυνομία και το γραφείο κηδειών. Έκλεισε το τηλέφωνο, ξάπλωσε και δεν σηκώθηκε μέχρι τη μέρα της κηδείας. Ο πατέρας μου μας τάισε και τις δύο και τηλεφώνησε στους ανθρώπους που έπρεπε και διάλεξε μόνος του το φέρετρο της Ρόουζ.
Η μητέρα μου έπαιξε πιάνο και η Άντι τραγούδησε τις καθαρές χρυσές της νότες κι εγώ έκλεισα τα μάτια και είδα την αδερφή μου, δεκατεσσάρων ετών, με τη λιονταρίσια χαίτη της ριγμένη προς τα πίσω και τα μάτια ερμητικά κλειστά κάτω από τα δυνατά φώτα του πάρκιν. Εκείνος ο γλυκός ήχος μάς κράτησε σφιχτά, αιωρούμενος περιδινίστηκε γύρω απ’ τις καρδιές μας και ανυψώθηκε, ακόμα ανεβαίνει.
Από τη συλλογή διηγημάτων Come to me (1991). Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.