μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου
Η φωνή της αδερφής μου ηχούσε σαν βουνίσιο νερό σε ασημένια κανάτα. η καθαρή, γαλανή ομορφιά του σε δροσίζει και σε ανυψώνει, μακριά από τη ζέστη, έξω από το ίδιο σου το κορμί. Αμέσως μετά από την Τραβιάτα, που πήγαμε να δούμε όταν εκείνη ήταν δεκατεσσάρων κι εγώ δώδεκα, με σκούντησε με τον ώμο στο πάρκιν και μου είπε: «Κοίτα κάτι». Άνοιξε τότε το στόμα της ασυνήθιστα πολύ και η φωνή της βγήκε, τόσο κρυστάλλινη και καθαρή, που όλοι οι θεατές που ήταν έτοιμοι να φύγουν, πάγωσαν δίπλα στα αμάξια τους, αδυνατώντας να πιάσουν τα κλειδιά ή ν’ ανοίξουν τις πόρτες τους, ώσπου εκείνη τελείωσε, και τότε τη ζητωκραύγασαν σαν τρελοί.
Αυτό ήθελα να θυμάμαι από εκείνη, κι αυτή ήταν η ιστορία που είπα σε όλους τους ψυχοθεραπευτές της. Ήθελα να τη γνωρίσουν, να καταλάβουν ότι αυτό που έβλεπαν δεν ήταν ολόκληρη η εικόνα. Ότι πριν αρχίσει να σιγομουρμουρίζει ήχους από διαφημίσεις και τζιγκλάκια φαστφουντάδικων, τραγουδούσε Πουτσίνι και Μότσαρτ και ύμνους τόσο γλυκείς και υποβλητικούς, που περίμενες να κατέβει ο ίδιος ο Ιησούς από το σταυρό και να τη χειροκροτήσει. Ότι πριν να σωρευτεί επάνω της ένα βουνό θοραζινικού πάχους, και πριν αρχίσει να κόβει βόλτες στις αίθουσες με νάυλον μπλούζες για εγκύους και φόρμες, ήταν το ομορφότερο κορίτσι στο Δημοτικό Σχολείο του Άραντεϊλ, η καλλονή του Γυμνασίου Λάντμαρκ. Ίσως να υπήρχαν και πιο όμορφα κορίτσια, όμως εγώ δεν τα έβλεπα. Για μένα η Ρόουζ, ο υπέροχος ξανθός προστάτης μου, ο οδηγός στα πρώτα μου ταμπόν και στις αλλαγές διαθέσεων της μάνας μας, ήταν τέλεια.
Το πρώτο της ψυχωτικό επεισόδιο το έπαθε στα δεκαπέντε. Για κάποιο καιρό επέστρεφε στο σπίτι με κακή διάθεση, βουρκωμένη, έπειτα σιωπηλή και χαμογελαστή, μέχρι που σταμάτησε να έρχεται. Πήγαινε στο δάσος που ήταν πίσω από το σπίτι μας και δεν επέστρεφε, μέχρι η μητέρα μου να την αναζητήσει κατά το σούρουπο, πατώντας μαλακά μέσα στα βάτα και στις πρασινάδες, και να την τραβήξει έξω, με το πρόσωπό της πάλλευκο, το γαλάζιο της πουλόβερ γεμάτο φυλλαράκια, το άσπρο τζιν της με χωμάτινους λεκέδες. Μετά από τρεις εβδομάδες που κράτησε αυτό, η μητέρα μου, μουσικός και κατά γενική ομολογία εκκεντρική, είπε στον πατέρα μου, που είναι ψυχίατρος και ευγενής, μελαγχολικός άνθρωπος: «Έχει αρχίσει να τα παίζει».
«Κι αυτό τι είναι, η επαγγελματική σου διάγνωση;» Σήκωσε την εφημερίδα και την άφησε πάλι πίσω αναστενάζοντας. «Με συγχωρείς, δεν το εννοούσα. Ξέρω ότι κάτι την απασχολεί. Της έχεις μιλήσει;»
«Και τι να της πω; Ντέιβιντ, έχει τρελαθεί. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι κουβεντούλα με τη μαμά, νοσηλεία θέλει».
Το σκέφτηκαν και το ξανασκέφτηκαν και ο πατέρας μου κάθισε πλάι στη Ρόουζ μερικές ώρες, κι εκείνη καθόταν κι έγλειφε τις τρίχες στο μπράτσο της, πρώτα με αυτή τη φορά, έπειτα με την άλλη. Η μητέρα μου στεκόταν στο χωλ, με μάτια στεγνά και πρόσωπο χλωμό, παρατηρώντας τους. Είχε ήδη ετοιμάσει βαλίτσες κι όταν τρεις από τους φίλους του πατέρα μου πέρασαν από το σπίτι για να κάνουν τη δική τους διάγνωση και να μας συμβουλέψουν, η μητέρα μου βρισκόταν ήδη στο αυτοκίνητο, μαζί με τα πράγματα της Ρόουζ. Με αγκάλιασε και μου είπε ότι θα επέστρεφαν το ίδιο βράδυ, όχι όμως με τη Ρόουζ. Είπε επίσης, μαντεύοντας τον χειρότερο φόβο μου: «Δεν θα συμβεί σ’ εσένα, γλυκιά μου. Ορισμένοι άνθρωποι τρελαίνονται, ενώ άλλοι δεν το παθαίνουν ποτέ. Σε σένα δεν θα συμβεί». Χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Ακόμα κι αν το θελήσεις».
Η Ρόουζ θα μπαινόβγαινε σε νοσοκομεία, μικρά και μεγάλα, για τα επόμενα δέκα χρόνια. Είχε ένα σωρό απαίσιους ψυχοθεραπευτές και ορισμένους καλούς. Ένα από αυτά τα μέρη δεν είχε κάδρα στους τοίχους, ούτε παράθυρα, και όλοι οι ασθενείς φορούσαν παντόφλες με το έμβλημα του νοσοκομείου. Η μητέρα μου δεν πέρασε καν από το γραφείο Εισαγωγών. Έκανε μια στροφή με τη Ρόουζ και οι δυο τους βγήκαν έξω, ενώ ο πατέρας μου τις ακολουθούσε, απολογούμενος στους συναδέλφους του. Η μητέρα μου αγνοούσε τους ψυχιάτρους, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τις νοσοκόμες κι έπαιζε Χαίντελ και Μπέσι Σμιθ για τους ασθενείς σε οποιοδήποτε όργανο έβρισκε διαθέσιμο. Σε ορισμένα μέρη, υπήρχε κάποιο Στάινγουεϊ πιάνο, δωρισμένο από ευγνώμονες ή αισιόδοξες οικογένειες. αλλού έπαιζε Νίνα Σιμόν σε παλιά, κακοσυντηρημένα όργανα που είχαν να κουρδιστούν από τον καιρό των Εγγλέζων. Ο πατέρας μου μιλούσε με σοβαρό, γεμάτο ευγνωμοσύνη ύφος στο διοικητικό προσωπικό και στους επικεφαλής των μονάδων και προσπαθούσε να είναι φιλικός με οποιονδήποτε χειριζόταν την περίπτωση της Ρόουζ. Όλοι πάντως μισούσαμε τους οικογενειακούς ψυχοθεραπευτές.
Ο χειρότερος οικογενειακός θεραπευτής που μας έτυχε, καθόταν μαζί μας σ’ ένα ανοιχτοπράσινο δωμάτιο, ρουφώντας με το βλέμμα του την αιθέρια ομορφιά της μητέρας μου, που φορούσε μπλε ξεβαμμένο μπλουζάκι και κοριτσίστικο τζιν, το φθαρμένο κοστούμι του πατέρα μου και τη λεκιασμένη του γραβάτα, και το δικό μου απροσδιόριστο στυλ δεκαεπτάχρονης. Η Ρόουζ βρισκόταν έξω από κάθε μόδα εκείνη τη χρονιά, με τη φαρδιά της μπλούζα που είχε πάνω ένα αρκουδάκι που χόρευε κι από κάτω μια φόρμα Σέλτικς έξτρα-έξτρα λαρτζ. Ο κύριος Γουώκερ διάβασε το φάκελό της μπροστά σε όλους μας κι έπειτα θορυβημένος παρατηρούσε τη Ρόουζ, η οποία είχε αρχίσει να μουρμουρίζει και να μαλάζει, χαριτωμένα, το στήθος της. Η μητέρα μου κι εγώ γελούσαμε, μέχρι κι ο πατέρας μου έσκασε ένα χαμόγελο. Αυτό ήταν, για τη Ρόουζ, το συνηθισμένο τελετουργικό πρώτης γνωριμίας με νέους θεραπευτές.