frear

Ασημένιο νερό – της Έιμυ Μπλουμ

Σε μια θάλασσα από μπεζ, κανελί και καφέ πρόσωπα, ξεχώριζε η Ρόουζ, που ήταν ψηλότερη, πιο ξανθιά και πιο ροζ από κάθε λευκή γυναίκα που θα μπορούσες να συναντήσεις. Και η Ρόουζ και η κοντράλτο της χορωδίας, Άντι Ρόμπισω, ξετύλιγαν τις χρυσές και ασημένιες φωνές τους, που πλέκονταν μεταξύ τους, σαν λωρίδες από μετάξι, τόσο φίνες, αλλά και δυνατές, σαν από ατσάλι. Και βουρκώναμε καθώς η Ρόουζ και η Άντι, με τα κυματιστά μπορντό φορέματά τους, λικνίζονταν μαζί, σφίγγοντας τα χέρια τους, ώσπου και η τελευταία υπέροχη νότα να αναληφθεί ως τον Θεό, κι ύστερα χαμογελούσαν σε μας που παρακολουθούσαμε από κάτω.

Η Ρόουζ εξακολουθούσε ώρες-ώρες να βγαίνει εκτός ορίων και οι φωνές να την προστάζουν να κάνει άσχημα πράγματα, αλλά ο δρ. Θωρν ή η Άντι ή η μητέρα μου ήταν συνήθως σε θέση να την επαναφέρουν. Έπειτα από πέντε όμορφα χρόνια, το Μεγάλο Καρύδι πέθανε. Μπουκωμένος με ένα τσίλι ντογκ, καθόταν στο χωρίς εξαερισμό γραφείο του, γύρω στα μέσα Ιουλίου, όταν έσκασε ένα ανεύρυσμα μεγάλο σαν το Τέξας, και τον σκότωσε.

Η Ρόουζ για επτά μέρες κράτησε καλά την ψυχραιμία της. πήρε τα φάρμακά της, πήγε στις πρόβες της χορωδίας και τακτοποίησε το δωμάτιό της τουλάχιστον εκατό φορές. Η κηδεία του ήταν σαν τη Λούρδη για τους ψυχικά άρρωστους. Αν ήσουν ψυχωτικός, οριακός, άκρως νευρωτικός ή απλώς δύσκολος, έπρεπε να είσαι εκεί. Άνθρωποι που, τρέμοντας από τη χρόνια κατανάλωση σκληρών φαρμάκων, έπεφταν από τα στασίδια της εκκλησίας. Άνθρωποι που κρατούσαν τα χέρια, έκλαιγαν, βογκούσαν, μιλούσαν μόνοι τους. Τρελοί και γνωστικοί, συνωστισμένοι, σαν κουταβάκια σε μάντρα.

Η Ρόουζ σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά της και, αφού πέταξε άλλον ένα ασθενή από τις σκάλες, το κέντρο επανένταξης δεν δέχτηκε να την κρατήσει άλλο. Ο πατέρας μου κάλεσε την ασφαλιστική εταιρεία και έμαθε ότι η νέα, βελτιωμένη ψυχιατρική κάλυψή της, θα έμπαινε σε ισχύ μετά από σαρανταπέντε μέρες. Έβαλα όλα της τα πράγματα σε μια σακούλα σκουπιδιών και φύγαμε από το κέντρο, με τη Ρόουζ να κλείνει πονηρά το μάτι σ’ ένα κακόμοιρο αγόρι που καθόταν στον καναπέ.

«Θα είναι δύσκολο —όχι απαραίτητα κακό, αλλά δύσκολο— για όλη την οικογένεια, και σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να συζητήσουμε τις προσδοκίες του καθενός. Εγώ τουλάχιστον έχω ορισμένες ανησυχίες». Ο πατέρας μου είχε συγκαλέσει οικογενειακό συμβούλιο, λίγο αφότου η Ρόουζ είχε τακτοποιήσει τα τριάντα λούτρινα αρκούδια της, το καθένα στη θέση του.

«Δεν θέλω φάρμακα», είπε η Ρόουζ, με τα μάτια χαμηλωμένα, με τα κοντόχοντρα δάχτυλά της, αυτά τα δάχτυλα που είχαν πλέξει κοτσίδες τα μαλλιά μου και ζωγραφίσει τουλίπες στα μάγουλά μου, να τραβούν με δύναμη τις ραφές της βρώμικης πουκαμίσας της. Ο πατέρας μου κοίταξε τη μητέρα με απόγνωση.

«Ρόζι, θέλεις να οδηγήσεις το καινούργιο αμάξι;», ρώτησε η μητέρα μου.

Το πρόσωπο της Ρόουζ φωτίστηκε. «Πολύ θα ήθελα να το οδηγήσω αυτό το αυτοκίνητο, θα πήγαινα στην Καλιφόρνια, θα πήγαινα να δω τις αρκούδες στον ζωολογικό κήπο του Σαν Ντιέγκο, θα σε έπαιρνα κι εσένα Βάιολετ, αλλά πάντοτε απεχθανόσουν τους ζωολογικούς. Θυμάσαι πώς έκλαιγε στο Μπρονξ, όταν ανακάλυψε ότι τα ζώα δεν πάνε σπίτι τους μετά το κλείσιμο;» Η Ρόουζ έβαλε το υγρό της χέρι επάνω στο δικό μου και το έσφιξε με κατανόηση: «Καημένη Βι».

«Αν παίρνεις τα φάρμακά σου, έπειτα από λίγο θα μπορείς να οδηγείς το αμάξι. Αυτή θα είναι η συμφωνία μας. Φάρμακα, αμάξι». Η μητέρα μου ακούστηκε συμβιβαστική, αλλά χωρίς να ενθουσιάζεται και πολύ, προσέχοντας να μην εξάψει την παράνοια της Ρόουζ».

«Είμαστε σύμφωνοι, κούκλα».

Εκείνο τον καιρό, έμενα μια ώρα μακριά από κει, διδάσκοντας Αγγλικά τη μέρα, γράφοντας ποίηση τη νύχτα. Κάθε τόσο πήγαινα σπίτι για φαγητό. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο κάθε βράδυ.

Ο πατέρας μου είπε, χαμηλόφωνα: «Είναι πολύ δύσκολο. Τα πηγαίνουμε καλά, νομίζω η Ρόουζ περπατάει μαζί με τη μητέρα σου κάθε πρωί και βλέπει πολλή τηλεόραση. Δεν θέλει να πάει στην κλινική, ούτε να επιστρέψει στη χορωδία. Η φίλη της, η κυρία Ρόμπισω πέρασε από δω μια-δυο φορές. Τι γλυκιά γυναίκα. Η Ρόουζ δεν ήθελε ούτε να της μιλήσει. Καθόταν εκεί, με το βλέμμα στυλωμένο στον τοίχο και μουρμούριζε. Βασικά, δεν τα πηγαίνουμε και τόσο καλά, όμως νομίζω πως τα καταφέρνουμε. Με συγχωρείς γλυκιά μου, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω».

Η μητέρα μου είπε, εμφατικά: «Μια χαρά είμαστε. Έχουμε τη ρουτίνα μας και δεν παρεκκλίνουμε από αυτήν και είμαστε μια χαρά. Δεν χρειάζεται να έρχεσαι τόσο συχνά, ξέρεις. Περίμενε μέχρι την Κυριακή, έλα μόνο για τη μέρα. Ζήσε τη ζωή σου, Βι. Ζει κι εκείνη τη δική της».

Έμεινα μακριά όλη την εβδομάδα, φοβόμουν να πιάσω το τηλέφωνο, ευγνώμων στη μητέρα μου για την αυστηρή ηρεμία και αυτοσυγκράτηση, χαρακτηριστικά που με εξόργιζαν καθ’ όλη την παιδική μου ηλικία.

Πήγα την Κυριακή, νωρίς το απόγευμα, να βοηθήσω τον πατέρα μου στον κήπο, κάτι που ανέκαθεν μας άρεσε να κάνουμε μαζί. Ξεχορταριάσαμε, βάλαμε πασσάλους για να στηρίξουμε τις ντοματιές και σκοτώσαμε τη μελίγκρα, την ώρα που η μητέρα μου είχε πάει στη λίμνη με τη Ρόουζ. Δεν μπήκα στο σπίτι, παρά μετά τις τέσσερις, όταν θέλησα ένα ποτήρι νερό.

Κάποιος είχε σπάσει το σκαμνάκι του πιάνου σε πέντε κομμάτια, στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο, και τα είχε τοποθετήσει προσεκτικά στη θέση που βρισκόταν άλλοτε το σκαμνί.

«Περνούσαμε τόσο καλά, δεν ήθελα να το φέρω στην κουβέντα», είπε ο πατέρας μου, καθώς στεκόταν στην πόρτα, προσέχοντας να μην πατήσει με τις μπότες της κηπουρικής μέσα στο σπίτι.

«Η μαμά τι είπε;»

«Είπε καλύτερα το σκαμνί, παρά το πιάνο. Και η αδερφή σου ξάπλωσε στο πάτωμα κι άρχισε να κλαίει. Μετά η μητέρα σου την πήγε στη λίμνη. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, Βι. Έχουμε ακόμη είκοσι εφτά μέρες, η μητέρα σου δεν κοιμάται, γιατί ούτε η Ρόουζ κοιμάται, και αν μπορούσα να πληρώσω είκοσι εφτά χιλιάδες δολάρια, για να την κρατήσουν στο νοσοκομείο μέχρι να αναλάβει η ασφαλιστική, θα το έκανα».

«Εντάξει, καν’το. Πλήρωσε και πήγαινέ την πίσω στο Χάρτλεϊ- Ρες. Ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα και της άρεσε η θεραπεία εκεί».

«Αν μπορούσα, θα το έκανα. Η πολιτική τους αναφέρει όμως ότι πρέπει να μην έχει συμπτώματα για τουλάχιστον σαράντα πέντε μέρες, πριν την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης. Χωρίς συμπτώματα σημαίνει και χωρίς νοσηλεία».

«Έλεος ρε μπαμπά, πώς μπόρεσες να βρεις ασφαλιστική με τέτοιους όρους; Δεν έχει υπάρξει χωρίς συμπτώματα ούτε για σαράντα πέντε λεπτά».

«Ήταν η μοναδική που μπορούσα να βρω για χρόνια ψυχιατρικά προβλήματα». Κάλυψε με την παλάμη το στόμα του, για να εμποδίσει ό,τι ήταν έτοιμος να πει και βγήκε πάλι στον κήπο. Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά αν έκλαιγε».

Συνέχεια

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη