Ένα μνημονικό ταξίδι στη γεωγραφία της βίας
Λίλα Τρουλινού, Αουρέλια, η πρώτη μνήμη, Περισπωμένη, Αθήνα 2017.
Στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής κρίσης, των κοινωνικών μετασχηματισμών, των βίαιων μεταναστεύσεων, των οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων, οι ακροδεξιές ιδεολογίες γνωρίζουν άνοδο. Συχνά γίνονται αναφορές σε ανάλογες ιστορικές στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος, με κυρίαρχη την περίοδο του μεσοπολέμου και της γερμανικής κατοχής (Λιάκος: 2011). Ο λόγος που καθιστά δυνατή τη σύγκριση της σημερινής εποχής με τις δύο αυτές παλιότερες ιστορικές περιόδους είναι ότι τότε, όπως και τώρα, σε περίοδο οικονομικής ανέχειας, εμφανίστηκε, άνθισε και εγκαθιδρύθηκε ο φασισμός και η ναζιστική ιδεολογία. Βέβαια, οι συγκρίσεις και οι αναλογίες με παρόμοιες περιόδους του παρελθόντος, συγκαλύπτουν την δυναμικότητα της ιστορίας, είναι επικίνδυνες κι οδηγούν σε φορμαλιστικές ερμηνείες, όπως είναι αυτές που περιγράφονται από τον ορισμό της “πολιτισμικής εγγύτητας” – cultural proximity (Steward 2012). Δηλαδή, η αναφορά σε ιστορικές περιόδους γίνεται όχι για να κατανοηθούν τα αίτια αλλά για να εμφανιστεί η ιστορία ως αλληλουχία γεγονότων που οδηγούν σε επανάληψή της ως κακής φάρσας και σε ουσιοκρατικές αντιλήψεις για την οικονομική και πολιτική κρίση (Knight and Steward 2016).
Ωστόσο, η περίοδος του μεσοπολέμου είναι μια περίοδος που καθόρισε πολλές πολιτικές αφηγήσεις, όπως του ναζισμού, του κομμουνισμού και του αναρχισμού, με βίαιες μεταξύ τους συγκρούσεις και με διαφορετικούς πολιτικούς συσχετισμούς και ιδεολογίες. Η νουβέλα Αουρέλια, η πρώτη μνήμη είναι μια λογοτεχνική σπουδή πάνω στο θέμα του φασισμού και της συνακόλουθης αυταπάτης του κι αυτό είναι που κάνει το βιβλίο τόσο επίκαιρο.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές και χώρες, τη Ρουμανία και την Ελλάδα, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη την μακραίωνη ιστορική σχέση των δύο χωρών αλλά και το πορώδες του χρόνου, των συνόρων και των ιδεολογιών. Το βιβλίο συνδυάζει ιστορικά με φανταστικά πρόσωπα, βιογραφικά στοιχεία με μυθοπλασία, σταθερότητα με αλλαγή, μόνο και μόνο για να δείξει πως τα όρια υπερκεράζονται είτε αυτά είναι χωρικά, χρονικά είτε είναι φαντασιακά. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές σε αμφιλεγόμενες πολιτικές προσωπικότητες και λογοτέχνες της ρουμάνικης διανόησης του μεσοπολέμου, μιας χώρας που έζησε την σφοδρότητα και την άνοδο του φασισμού στην πιο βίαιή της μορφή, η νουβέλα διερευνά τη βία του φασισμού και τις συνέπειές του σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο, που διαπερνά τα χωροχρονικά πλαίσια. Η συγγραφέας θίγει το θέμα του μίσους, της αυταπάτης, της συλλογικής ευθύνης, αλλά και της εξιλέωσης μέσα από την αφήγηση των θυτών κι όχι των θυμάτων.
Ο συνδετικός ιστός για την σπουδή και τον στοχασμό πάνω στην βιαιότητα του φασισμού είναι η μνήμη και η διαχείρισή της, ή όπως εμφανίζεται στο βιβλίο, η αδυναμία διαχείρισής της. Στις κοινωνικές επιστήμες οι μελέτες για τη μνήμη περιστρέφονται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο η χρήση της μνήμης και της λήθης διαμορφώνουν σχέσεις εξουσίας, υποταγής ή αντίστασης (Ανδριάκαινα 2001) αλλά και κοινωνικές πρακτικές διαχείρισης του εαυτού (Connerton 1989). Ωστόσο, στη νουβέλα της Λίλας Τρουλινού, η μνήμη είναι “ακηδεμόνευτη” με την έννοια της πρωτεϊκής μνήμης, όπως εμφανίζεται στο ασυνείδητο των ανθρώπων, δυναμική, ανεξέλεγκτη και ευμετάβλητη και, στην περίπτωση της ηρωίδας του βιβλίου, βασανιστική. Η ασυνείδητη αυτή μνήμη στο βιβλίο εμφανίζεται με την μορφή των Ερινυών που επανέρχονται για να καταδιώξουν την Αουρέλια και τη κόρη της, τη Ραλούκα.
Συνήθως χρησιμοποιούμε την μνήμη μας όταν θέλουμε να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, να καταφύγουμε στην ασφάλειά της, και να ασκήσουμε κριτική στο παρόν και σε όλα αυτά που το στοιχειοθετούν. Το παρελθόν είναι νοσταλγία, είναι ασφάλεια, είναι αναμνήση, είναι κατανόηση και βάσανο μαζί. Τι συμβαίνει όμως όταν το παρελθόν τρομάζει, βαραίνει, στεναχωρεί; Γιατί συνεχίζουμε να επιστρέφουμε σε πράγματα που μας στεναχωρούν ή μας κάνουν να ντρεπόμαστε; Τι συμβαίνει όταν το παρελθόν είναι ο τόπος όπου κατοικούν αγαπημένα πρόσωπα που βαρύνονται όμως με αποτροπαιες πράξεις; Το βιβλίο Αουρέλια, η πρώτη μνήμη συνδιαλέγεται με αυτά τα ερωτήματα που σχετίζονται με την ατομική και συλλογική ευθύνη. Η ευθύνη των αποτρόπαιων πράξεων αυτών που αγαπάμε, βαρύνει τους οικείους ανθρώπους, βαρύνει τη γενιά ολόκληρη, μια χώρα ή είναι μια καθαρά ατομική υπόθεση; Κατά την γνώμη μου αυτό είναι το υπόρρητο ερώτημα που διατρέχει το βιβλίο και πρέπει να σκάψουμε βαθιά στην ψυχή για να δώσουμε απάντηση, όπως φαίνεται να έκανε η ηρωίδα του βιβλίου, η Ραλούκα, κρατώντας στο χέρι της ένα όστρακο από το ρωμαϊκό ανάκτορο της οδού Ναυαρίνου.
Ολόκληρο το βιβλίο είναι η κατάθεση ψυχής δύο γενεών γυναικών που μέσα από το ταξίδι τους στη μνήμη ανατρέχουν στο παρελθόν προκειμένου να βρουν λύτρωση και εξηγήσεις για το “τραύμα” που βαρύνει την οικογένειά τους. Παρακολουθούμε να ξετυλίγεται αργά-αργά το νήμα των αναμνήσεων της Αουρέλια διαμεσολαβημένες από την κόρη της την Ραλούκα, που ζει “με δανεική μνήμη”, όπως επισημαίνει η Χρυσούλα, η τρίτη γυναίκα της ιστορίας. Η νουβέλα φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές του μυαλού που στοιχειώνουν την μνήμη και διαπλέκονται με το παρόν σε ένα ταξίδι που ξεκινά από την Ρουμανία του Μεσοπολέμου μέχρι την Θεσσαλονίκη του σήμερα. Μέσα από τις αναμνήσεις της Ραλούκας Τερέντε ανασυστήνεται η σκοτεινή εποχή των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, που τόσο συντάραξαν την Ρουμανία αλλά και την Ευρώπη ολόκληρη καλλιεργώντας το μίσος, τον φανατισμό και την ιδεολογική σύγχυση.
Το βιβλίο αποτελεί ένα οδοιπορικό σε αυτό που ονομάζω “γεωγραφίες” της βίας, που στο βιβλίο έχουν πολλές πτυχές. Κυρίαρχη “γεωγραφία” είναι εκείνη των χωρικών πλαισίων, όπως είναι η φασιστική βία που εκτυλίσσεται σε οριακούς χώρους όπως έλη, δάση και ποτάμια. Άλλη “γεωγραφία” είναι η νοερή ή φαντασιακή, αυτή που εκτυλίσσεται στο μυαλό και αποτελεί συγκερασμό των ατομικών εμπειριών με τις συλλογικές αναπαραστάσεις. Έτσι, αυτή η δεύτερη “γεωγραφία” συνιστά τον τόπο της αφηγούμενης ιστορίας, καθώς η βία της άνοιας που βασανίζει την ηρωίδα της ιστορίας, τη Ραλούκα, επαναφέρει αναμνήσεις σκοτεινές και βίαιες από ένα ζοφερό παρελθόν όπου κυριαρχεί το μίσος και ο φανατισμός.
Αυτή η πολυεπεπίπεδη “γεωγραφία” της βίας, του φασισμού και της ανάμνησής τους, συγκροτεί και τους βασικούς άξονες της νουβέλας.
Το βιβλίο ανοίγει με την ανάμνηση της φυγής, της αλλαγής και του ταξιδιού των δύο ηρώων, της Αουρέλια και του αδελφού της Κορνέλιου προς τη ζωή. Ωστόσο, γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για διαφυγή από κάτι βίαιο και ερεβώδες. Όλες οι αναμνήσεις είναι σκοτεινές και το τοπίο συνηγορεί στο ξεδίπλωμα της ιστορίας. Ο χώρος διαπλέκεται με τα πρόσωπα για να τονίσει την συναισθηματική φόρτισή τους, τους ρόλους που διαδραματίζουν και τα πάθη που τα διακατέχουν. Στο Βουκουρέστι τα δύο αδέλφια διασταυρώνονται με σημαντικά πρόσωπα από τον χώρο της λογοτεχνίας και της πολιτικής, τον ανένταχτο Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, τον μεταφραστή και εκδότη του, Αλεξάντρου Τάλεξ, τον πολιτικό Μιχάι Στελέσκου, πρώην διακεκριμένο στέλεχος της φασιστικής λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η οποία εξελίχθηκε στη Σιδηρά Φρουρά, μέσα στο νοσηρό, δηλητηριώδες πολιτικό κλίμα του μεσοπολέμου. Σε όλο το ταξίδι αλλά και μετά την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη, η Αουρέλια αγρυπνεί πάνω από τον ασθενικό αδελφό της, ο οποίος προσπαθεί να κρύψει την ποιητική του ευαισθησία πίσω από τα συλλογικά οράματα της εποχής του, εν προκειμένω τη φασιστική ιδεολογία και την πίστη στον Αρχηγό της διαβόητης Σιδηράς Φρουράς, τον Κοντρεάνου. Η Αουρέλια είναι ξακουστή για τη θαυμάσια σοπράνο φωνή της, ο αδελφός της την αποκαλεί “αηδόνι του”και κάθε τόσο της ζητάει να του τραγουδήσει το αγαπημένο του τραγούδι. Η φωνή της, που “βγαίνει από ένα έρεβος αρχέγονο τυλιγμένο στο μετάξι του κύκνειου λαιμού που πάλλεται, συστρέφεται, επιμηκύνεται, κι αίφνης συντρίβεται διαπερνώντας το συμπαγές του πάγου…” (σελ. 16), μας προϊδεάζει για το ρόλο της στην ιστορία που είναι αυτός της υπακοής και της φροντίδας για τον αδελφό, από τον οποίο τελικά συντρίβεται, όπως κι η φωνή της, που υψώνεται και ταξιδεύει μουσικά σε ολόκληρη την πόλη για να συντριβεί μονάχα αργότερα. Το αηδόνι είναι συμβολικά η αδελφή, που βγαίνει από το έρεβος και μεταμορφώνεται σε εύθραυστο κύκνο που υψώνεται πάνω από την πόλη, πάνω από το Βουκουρέστι. Η Αουρέλια “νόμιζε πως μπορούσε να τον προστατέψει. Αυτός όμως ήθελε να ’ναι άνθρωπος της εποχής του” (σελ.17). Θέλοντας να είναι η συνείδηση του αδελφού της γίνεται τελικά θύμα του φανατισμού του, κι αυτή αλλά και η κόρη της Ραλούκα, και η εγγονή της Χρυσούλα, τις οποίες βλέπουμε στο παρόν της αφήγησης, το 2012-13, να περιφέρονται σε μια Θεσσαλονίκη με ανοικτές πληγές, όπου οι παλιές τρομαχτικές ιδεολογίες αναζωπυρώνονται και τα τραύματα ξανανοίγουν.
Για την συγγραφέα το τοπίο δεν είναι απλά ένα πλαίσιο δράσης αλλά μετωνυμικά συμβολίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, τις πράξεις βίας για να τονίσει τη βία του ολοκληρωτισμού. Ο χώρος δεν είναι το πλαίσιο που εκτυλίσσεται η ιστορία, είναι αυτός που εντείνει την πλοκή και διαμορφώνει τη ιστορία.
Στις κοινωνικές επιστήμες ο χώρος βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την ανθρώπινη εμπειρία, συν-διαμορφώνει τη καθημερινότητα, διαπλέκεται με τις προσωπικές ιστορίες, τις δραστηριότητες και τα συναισθήματα των ανθρώπων (de Certeau 1984). Εκφράζει την ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική κατεύθυνση, διαμορφώνει ταυτότητες εθνικές, θρησκευτικές, έμφυλες, αλλά και προσδιορίζει τις ταυτότητες/ετερότητες. Δεν αποτελεί την αντανάκλαση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον αλλά αποτελεί τον παράγοντα που διαμορφώνει την ανθρώπινη δράση. Τα σύνορα δεν αποτελούν τον χωρικό προσδιορισμό μιας ομάδας αλλά συμπυκνώνουν τις πολιτικές επιλογές και την ιδεολογική έκφραση των ανθρώπων. Τα σύνορα γίνονται τα όρια που διαμορφώνουν την κίνηση εντός κι εκτός μιας χώρας, είναι ο χώρος που έχει συναισθηματική αξία κι οι άνθρωποι θα τον υπερασπιστούν ακόμα και με τη ζωή τους, ή θα δώσουν τη ζωή τους για να τον διασχίσουν.
Έτσι και στην Αουρέλια, η πρώτη μνήμη, τα σύνορα, τα όρια και τα στοιχεία της φύσης είναι ενεργά στην διαμόρφωση της ιστορίας. Διαβάζουμε για τον Παναΐτ Ιστράτι, για την ανάγκη του να φύγει από τον τόπο και το σπίτι του για να γνωρίσει νέους τόπους. Θαυμαστοί στα μάτια του οι περιπλανώμενοι, οι ανέστιοι. Η φιλοσοφική του στάση απέναντι στη ζωή συμπυκνώνεται στο απόφθεγμα “ο άνθρωπος που δεν ανήκει πουθενά”. Μέσα από τα λόγια του Ιστράτι βλέπουμε ότι ο τόπος τόσο με την χωρική του διάσταση όσο και με την αφηρημένη συμβολική, δημιουργεί ταξινομικές διαφοροποιήσεις, επηρεάζει συνειδήσεις και διαμορφώνει ταυτότητες όπως του μετανάστη, του εξόριστου, του φυγά ή του αυτόχθονα.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε τη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο του να μεταβάλλεται τονίζοντας την υπερβατικότητα αυτής της σχέσης. Άλλοτε ήρεμη σαν το ποτάμι που κυλά αργά και ταξιδεύει μακριά την Αουρέλια και τον αδελφό της, άλλοτε ορμητική, σαν τον Κολεντίνα ποταμό που γυρνά τον μύλο του φασισμού κι άλλοτε και τα δύο, όπως η λίμνη που καταπίνει τα θύματα της φασιστικής θηριωδίας για να επανέλθει μονάχα αργότερα στην ηρεμία. Άλλοτε πάλι θέλει να υπογραμμίσει την ρευστότητα των ιδεολογιών παρομοιάζοντάς τες με έλος. Όπως το έλος που μοιάζει να καταπίνει τον πλάνητα μουσικό Λούκα Κριστέα που, μάταια, προσπαθεί να αντισταθεί στην στασιμότητα και το ρίζωμα ως ιδεολογικό πρόταγμα, με την δική του μετακίνηση.
Τα φυσικά στοιχεία μοιάζουν να υπογραμμίζουν την ευκολία με την οποία η ιδεολογική παρόρμηση γίνεται παράκρουση και οδηγεί σε ανομολόγητες πράξεις. Άλλωστε η σύγχυση, η οριακότητα και η ρευστότητα είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα στην νουβέλα. Οι πράξεις βίας γίνονται σε έλη, σε ποτάμια, σε δάση που είναι και τόποι με ασαφή όρια, που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ηρεμίας και παροξυσμού, ζωής και θανάτου, ρευστότητας κι ακινησίας.
Το ίδιο κι οι ήρωες του βιβλίου είναι πάντα στο μεταίχμιο μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ πραγματικότητας και ανάμνησης. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται το ένα με το άλλο, από την χαρά στον θρήνο, από την αγάπη στο μίσος και, μέσα από την αλληλοδιαδοχή αυτών των συναισθημάτων, το τοπίο διαπλέκεται με τις πράξεις για να υπογραμμίσει μονάχα την βιαιότητα. Το τοπίο ζωντανεύει, τα αντι-κείμενα σαν άλλα κείμενα νοερά, μιλούν για τα συναισθήματα και τα οργισμένα πάθη.
Το χθόνιο στοιχείο είναι έντονο σε όλο το βιβλίο. Τα στοιχεία της φύσης που εμφανίζονται με την μορφή του έλους, του ποταμιού ή του δάσους συνδέονται με τους καταγωγικούς μύθους της ιδεολογίας του έθνους από την οποία αργότερα ο φασισμός δανείστηκε στοιχεία της. Η αυτοχθονία των εθνοτικών ομάδων από κοινή ρίζα και κοινό τόπο, η έμφαση στην λαϊκή παράδοση και στα λαϊκά παραμύθια με την ανθρωπόμορφη φύση, έχουν άμεση σχέση με τη γη και τον μόχθο των απλών ανθρώπων και προσδιόρισαν τη γερμανική έννοια της “κουλτούρας” όπως επισημαίνει ο Νόρμπερτ Ελιάς στο βιβλίο του Η εξέλιξη του πολιτισμού (1937[1997]).
Ο γερμανικός ρομαντισμός και τα φιλοσοφικά ρεύματα που ξεπήδησαν από τα λαϊκά και αστικά στρώματα αναπτύχθηκαν στα τέλη του 18ου – αρχές 19ου αι. ως αντίδραση στον γαλλικό επεκτατισμό και την πολιτισμική κυριαρχία των γερμανικών ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι κοινωνικές αυτές κατηγορίες, του λαού και των αστών, οδήγησαν στην αναζήτηση της εθνικής αυτοσυνειδησίας του γερμανικού λαού και εξέβαλαν στην αντιπαράθεση μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμού, ή αλλιώς την αντίθεση μεταξύ γερμανικής αρετής, λαϊκής και αστικής κυριαρχίας, και γαλλικής επιφανειακής αυλικής ευγένειας. Τα φιλοσοφικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν από αυτή την αντίθεση οδήγησαν τους Γερμανούς στην εθνική τους αυτοσυνειδησία, καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη στη γλώσσα τους, στην ανάδειξη της ιδιαιτερότητας του πολιτισμού τους, και τέλος στην ανάπτυξη της εθνικής ιδεολογίας που καθόρισε και την νεωτερική ιστορία της Ευρώπης (ο.π. σελ. 73). Ο γερμανικός ιδεαλισμός, όπως τον εξέφρασε ο Φίχτε στα τέλη του 18ου αι. στο έργο του Addresses to the German People, διαστρεβλώθηκε από την εθνικιστική και φασιστική ιδεολογία με την μορφή που αναδύθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ευρώπη (Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2001).
Στη ρουμάνικη εκδοχή της εθνικής αυτοσυνειδησίας ο μυστικιστικός χαρακτήρας, η έμφαση στη ορθοδοξία, η αυτοθυσία κι ο μεγαλοϊδεατισμός χαρακτήρισαν την πολιτική σκηνή της Ρουμανίας. Πολύ έξυπνα η συγγραφέας φρόντισε να μας πληροφορήσει με το παρακειμενικό υποστηρικτικό υλικό στο τέλος του βιβλίου. Από αυτό πληροφορούμαστε, την ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα που χαρακτήριζε την εποχή, τον μεγαλοϊδεατισμό ως πολιτική επιλογή, που επηρέασε εξέχουσες προσωπικότητες της ρουμάνικης διανόησης, όπως αυτή του Παναΐτ Ιστράτι, και τη βιαιότητα του φασισμού, που στην ρουμάνικη εκδοχή, εκφράστηκε με τη Σιδηρά Φρουρά ως τάγμα εκκαθάρισης πολιτικών αντιπάλων, τα μέλη της οποίας έφταναν μέχρι την αυτοθυσία προκειμένου να υπηρετήσουν τον υπέρτατο σκοπό της Μεγάλης Πατρίδας.
Όπως οι ήρωες του έργου, έτσι κι ο αναγνώστης μοιάζει να ισορροπεί στο μεταίχμιο του παρόντος με το παρελθόν, της ηρεμίας με τη βία, της μέρας με τη νύχτα σε πλήρη αντιστοιχία μεταξύ τους. Η υπερβατικότητα του χώρου και του χρόνου είναι το χαρακτηριστικό της αφήγησης της συγγραφέως. Πολύ εύκολα το παρόν απορροφάται από το παρελθόν, το καλό από το κακό και διαθλάται στις πράξεις των ηρώων, που μοιάζουν να παραπαίουν μεταξύ των άκρων, να παρασύρονται από τη δίνη της εποχής τους προσπαθώντας μάταια να στεριώσουν.
Αυτή η εγγενής δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ήρωες του βιβλίου αντανακλά και τη δυσκολία που έχουμε για να προσεγγίσουμε ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως είναι αυτό του φασισμού, χωρίς να ολισθήσουμε σε γενικεύσεις και αφορισμούς.
Η νουβέλα Αουρέλια, η πρώτη μνήμη τέλος, μέσα από την τρυφερή ιστορία των τριών γυναικών και των αναμνήσεών τους, χωρίς να καταγγέλλει ή να ηθικολογεί, καταφέρνει να αναδείξει το ρόλο της προσωπικής ευθύνης, τον αποδομητικό ρόλο του φασισμού και τις δραματικές συνέπειές του, που εκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας και σε βάθος χρόνου. Μέσα από τον ποιητικό, νηφάλιο και υπερβατικό της λόγο η Τρουλινού μας υπενθυμίζει τις δραματικές συνέπειες του φασισμού στη προσωπική και δημόσια ζωή, κι αυτό είναι που κάνει το βιβλίο τόσο επίκαιρο.
Βιβλιογραφία:
Connerton, P. 1989, How Societies Remember, Cambridge: Cambridge University Press.
de Certeau, M. 1984, The Practice of Everyday Life, Berkeley: California University Press.
Knight, D. and C. Steward, 2016, “Ethnographies of Austerity: Temporality, Crises and Affect in Southern Europe”, History and Anthropology, Vol.27, no.1, 1-18.
Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2001, https://plato.stanford.edu/entries/johann-fichte/#LateWissReceFichPhil: τελευταία επίσκεψη, 5-12-18.
Stewart, Charles. 2012. Dreaming and Historical Consciousness in Island Greece. Cambridge: Harvard University Press.
Ανδριάκαινα, Ε. 2001, “Από την “μνήμη” στις “μνήμες”: η “γλωσσική στροφή” και η προσέγγιση του παρελθόντος στις κοινωνικές επιστήμες”, Δοκιμές, τ. 9-10, σελ. 31-46.
Ελιάς, Ν.1997[1937], Η Εξέλιξη του Πολιτισμού: Ήθη και κοινωνική συμπεριφορά στην νεώτερη Ευρώπη, Αθήνα: Νεφέλη.
Λιάκος, Α. 2011, “Πέντε Παράγραφοι για την Κρίση”, Ιστορείν http://www.historein.gr/2011/01/blog-post.html τελευταία επίσκεψη: 12/12/18.
[Η Έλια Βαρδάκη σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο πανεπιστήμιο Κρήτης. Κατέχει διδακτορικό στην Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια των Ιωαννίνων, της Κρήτης, στο Πολυτεχνείο Κρήτης και ήταν visiting scholar στο πανεπιστήμιο του Μπέρκελεϋ στην Καλιφόρνια. Έχει συμμετάσχει ως ερευνήτρια ανθρωπολόγος σε ερευνητικά ευρωπαϊκά προγράμματα με τα πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Κρήτης. Εργάζεται ως ερευνήτρια στο Πολυτεχνείο Κρήτης στα πλαίσια του ευρωπαϊκού προγράμματος αριστείας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας. Έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα σε περιοδικά και συλλογικά βιβλία σε ερευνητικά θέματα που αφορούν την ανθρωπολογία του χώρου, της τροφής, του φύλου, της μνήμης, πολιτιστικές πολιτικές και πολιτικές ταυτοτήτων.]
[Ζωγραφική: Νίκος Χουλιαράς.]