frear

Το κασετοφωνάκι – της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ

Τους τελευταίους μήνες δεν μιλούσαμε πολύ μεταξύ μας. Εγώ περνούσα τις πιο πολλές ώρες της ημέρας στην κουζίνα ή με τα παιδιά και τα διαβάσματά τους. Και τις λιγοστές ελεύθερες ώρες μού κρατούσε παρέα το κασετοφωνάκι, ένα παλιό μαύρο Sanyo που είχα αγοράσει με τις οικονομίες μου.

Θυμάμαι, όταν ήρθαμε στη Λεμεσό μετά την εισβολή, νοικιάσαμε ένα μικρό τριάρι σε μια παλιά πολυκατοικία όχι μακριά από τη θάλασσα. Ήταν στον τέταρτο όροφο, γιατί ο Γιάννης ήθελε να βλέπει, έστω κι από μακριά, τη θάλασσα. Να του θυμίζει τη θάλασσα στο χωριό που άφησε πίσω του. Να του θυμίζει ότι το σπίτι μας δεν είναι και τόσο μακριά. Οι μεγάλες μας κόρες μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο κι ο μικρός είχε το δικό του. Ο Γιάννης έλειπε όλη μέρα ψάχνοντας δουλειά κι εγώ ξημεροβραδιαζόμουν στην κουζίνα με τα ρετρό πλακάκια και το κασετοφωνάκι: από τα λίγα πράγματα που κατάφερα να στοιβάξω στις τρεις βαλίτσες που μας επέτρεψαν να φέρουμε στις ελεύθερες περιοχές. Μαζί και τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες μας από τον γάμο και τα βαφτίσια των παιδιών. Όσες βγάλαμε πριν τον πόλεμο. Τώρα δεν βγάζουμε πια φωτογραφίες.

Το διαμέρισμα ήταν σε κεντρικό δρόμο της πόλης και είχε πολύ θόρυβο. Τα πρώτα βράδια όταν μετακομίσαμε δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τον θόρυβο των αυτοκινήτων. Σηκωνόμουν και πήγαινα στην κουζίνα να πιω ένα τσάι κι άναβα χαμηλόφωνα το κασετοφωνάκι να ηρεμήσω. Κάθε φορά που ήθελα ν΄ακούσω κασέτα την έτρωγε, γι΄αυτό έβαζα το ραδιόφωνο να παίζει. Αργά το βράδυ είχε κλασική μουσική κι όταν άκουγα πιάνο έκλεινα τα μάτια κι έβαζα τα δάχτυλά μου στο τραπέζι της κουζίνας προσποιούμενη την πιανίστα. Γινόμουν η σολίστ του Μότσαρτ, του Μπραμς, του Σοπέν. Ξεσηκωνόμουν μέσα μου από χαρά, ξεχνώντας στιγμιαία τον πρόσφατο ξεσηκωμό μας.

Ο πρώτος χειμώνας της νέας μας ζωής στη Λεμεσό ήταν υγρός και πολύ κρύος. Θέρμανση δεν είχαμε, ο Γιάννης ήταν ακόμη άνεργος κι εγώ βρήκα ευτυχώς τα πρωινά δουλειά σαν ράφτρα σε μια μικρή βιοτεχνία ενδυμάτων στη γειτονιά. Με τον πρώτο μισθό αγοράσαμε ένα καλοριφέρ και το βάλαμε στην κουζίνα. Από τότε όλοι εκεί την βγάζαμε για να ζεσταινόμαστε: τα παιδιά διάβαζαν στην κουζίνα, ο Γιάννης μετέφερε την πολυθρόνα κοντά στο καλοριφέρ μαζί με την κατάθλιψη και τα τσιγάρα του. Κι εγώ κάθε φορά που ήθελα ν΄ανοίξω το κασετοφωνάκι μου ν’ ακούσω ειδήσεις ή μουσική ερχόταν ένα: «μαμά όχι τώρα διαβάζουμε, ή κλείσ’ το ρε Μαρία με τις κωλοειδήσεις τους.»

Μια μέρα που σχόλασα νωρίς από τη δουλειά πήγα στο σπίτι προτού πάω στο σχολείο να πάρω τα παιδιά. Ανοίγοντας την πόρτα άκουσα τον Γιάννη στο βάθος να τραγουδάει δυνατά και φάλτσα το «Η ζωή μου όλη» του Καζαντζίδη. Με απορία πήγα στην πόρτα της κουζίνας και τον είδα να κρατάει το κασετοφωνάκι μου στο ένα χέρι κι ένα ποτήρι ουίσκι στο άλλο και να τρεκλίζει. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ρώτησα ευθέως γιατί πίνει μεσημεριάτικα και του είπα να χαμηλώσει τη μουσική γιατί ακουγόταν μέχρι έξω. Με αγριοκοίταξε και μου είπε: τι θες ρε Μαρία, σου πειράξαμε την περιουσία, το κασετοφωνάκι σου; Έμεινε με φωνή να φαλτσάρει:

Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο
Που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω

Τον πλησίασα άφοβα και προσπαθησα να του πάρω το κασετοφωνάκι. Μάταια. Εκείνος τυφλωμένος το πέταξε με τέτοια ορμή και μίσος στα πλακάκια που έγινε θρύψαλα, κομμάτια σκορπισμένα.

«Οι μουσικές μας τελείωσαν Μαρία! Από τον περασμένο Ιούλιο Μαρία! Πάει το κωλοκασετοφωνάκι σου Μαρία!»

Ακολούθησε νεκρική σιγή λεπτών μέχρι που ο Γιάννης μπήκε στην τουαλέτα και άρχισε τους εμετούς. Γονατιστή μάζευα την αντέννα του, το κουμπί του play, ό,τι έμεινε από το διαλυμένο μου κασετοφωνάκι, κοιτώντας παγωμένη τα θρύψαλα απλωμένα παντού στα ρετρό πλακάκια της κουζίνας.

-Πρέπει να πάρω τα παιδιά από το σχολείο. Άργησα, σκέφτηκα πετώντας στο καλάθι ό,τι απέμεινε από το παλιό μου μαύρο Sanyo.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη