frear

Μπαλκόνι με θέα – της Δήμητρας Σταύρου

Το σπίτι μας το πατρικό, όπως και όλη η παλιά μας γειτονιά, είναι κτισμένο στην πλαγιά του βουνού. Ο πατέρας το έκτισε πέτρα-πέτρα, με κόπο και οικονομίες. Μελέτησε ο ίδιος, όσο μπορούσε, τι θα μπει πού και πώς θα είναι τι. Η αγάπη του και η προσοχή του μας εξασφάλισε, μεταξύ άλλων, και ένα όμορφο μπαλκόνι προς τα δυτικά, όπου κάθε μέρα σχεδόν- εκτός από τον βαρύ χειμώνα- είχαμε τη δυνατότητα να καθόμαστε και να βλέπουμε τη θάλασσα, τις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου, τα καράβια, μεγάλα και μικρά, που πότε έρχονταν, πότε έφευγαν. Το όμορφο μπαλκόνι μας προσέφερε επίσης το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου- μην ακούτε για δήθεν αξέχαστα δειλινά εκεί κι αλλού και παραπέρα. Ο ήλιος ενδύεται με τη μεγίστη ευπρέπεια την αυτοκρατορική του πορφύρα εκεί, όπου κανείς βρίσκεται ανέμελος, ως παιδί, ή ευτυχής, ως ενήλικος- μακρύτερης διάρκειας η πρώτη περίπτωση, στιγμιαία η τελευταία.

Ο πατέρας ανήκε στην τελευταία περίπτωση- τουλάχιστον ως προς το σπίτι. Λίγο το χάρηκε. Έφυγε όμως με τη μικρής διάρκειας μεν, αλλά μεστή χαρά του όλου κατορθώματος. Ειδικά για το δυτικό μας μπαλκόνι έλεγε πως αυτό είναι το καλύτερο μέρος του σπιτιού μας. Είχε προλάβει μάλιστα να τοποθετήσει εκεί ένα τραπέζι και καρέκλες, κληρονομιά από τη συγχωρεμένη την πεθερά του. Το δυτικό μας μπαλκόνι έγινε ο δείκτης μιας ζωής ατέρμονης, όπου τα πρόσωπα μπορεί να έρχονται και να παρέρχονται αλλά μένουν πάντα παρόντα. Όχι με περισπούδαστες φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά με τα μικροπράγματα μιας καθημερινότητας, που παραπέμπει και, κυρίως, ελπίζει στην αιωνιότητα.

Έτσι, λοιπόν, και η μητέρα μας, μετά τον θάνατο του πατέρα πήρε τη θέση του στο μπαλκόνι. Καθόταν, όπως εκείνος, στην ίδια, παλαιά καρέκλα και αγνάντευε τη θάλασσα. Της άρεσε ιδιαιτέρως το μαλακό, κιτρινωπό φως του απομεσήμερου. Εκείνην την ώρα άπλωνε ή μάζευε την μπουγάδα, αποφάσιζε να ποτίσει τις γλάστρες ή, πιο θαρρετά, μας ανακοίνωνε ευθέως πως θα πάει να κάτσει για λίγο στο μπαλκόνι. Βαθιά στο μυαλό μου υπήρχε- και υπάρχει ακόμη- η βεβαιότητα πως καθισμένη εκεί και βλέποντας τη θάλασσα, κατὰ έναν θαυμαστὸ και άχρονο τρόπο, βρισκόταν μαζί τόσο με τη μάνα της όσο και με τον άντρα της.

Χαρήκαμε το μπαλκόνι μας και την ωραία του θέα για μερικά χρόνια. Η μητέρα μεγάλωσε, όποτε μπορούσε καθόταν και εκείνη στο μπαλκόνι, με τα γηρατειά και τα προβλήματα της υγείας της την πείραζε πότε το ρεύμα, πότε το κρύο, πότε η ζέστη. Ποτέ όμως η μνήμη. Στο απέναντί μας οικόπεδο κάποιαν ωραία πρωία ξεκίνησε εκσκαφή. Θα κτιζόταν ένα σπίτι. Η οδυνηρή σκέψη πέρασε από όλων μας το μυαλό: θα είναι άραγε τόσο ψηλή η νέα οικοδομή, ώστε να πάρει την όμορφη θέα από το μπαλκόνι μας; Δεν μπορούσαμε, βέβαια, να πούμε τίποτα- πόσες και πόσες φορές παρακολουθείς τη ζωή, την εντελώς δική σου ζωή, σαν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής, μη μπορώντας να κάνεις απολύτως μα απολύτως τίποτα…

Η οικοδομή τελείωσε. Και ήταν, πράγματι, ψηλή. Και ο πάνω όροφος ενοικιάστηκε. Τα παράθυρα ήταν διαμπερή και ο ενοικιαστής, μάλλον και αυτός λάτρης της θάλασσας ή του δειλινού, άφηνε πατζούρια, τζάμια, κουρτίνες ανοικτά τις καλές ημέρες. Καθόταν και η μητέρα, ηλικιωμένη πια, πότε-πότε στο μπαλκόνι μας με τα γέρικα χεράκια της απαλά πάνω στις λαβές της παλιάς καρέκλας. Έβλεπε το βαπόρι να πλέει, η πορεία του να διακόπτεται από τον έναν εξωτερικό τοίχο της νεόκτιστης οικοδομής, ο πλους να συνεχίζει από το ανοικτό παράθυρο του ρομαντικού γείτονα, να ξανακόβεται από τον άλλο τοίχο, και εν τέλει να συνεχίζει την πορεία του στο υπόλοιπο κομματάκι της θάλασσας. που φαινόταν από το μπαλκόνι μας. Έστω και έτσι, με έναν ορίζοντα διακεκομμένο, κάτι γινόταν.

Μετά από λίγα χρόνια η μητέρα μπήκε στο νοσοκομείο. Συνδυασμός προβλημάτων καρδιακών και αναπνευστικών δεν μας επέτρεπε περιθώρια ελπίδας. Όσο εκείνη ήταν στο νοσοκομείο, ο ενοικιαστής του γειτονικού μας σπιτιού έφυγε. Οι νέοι κάτοικοι προχώρησαν γοργά σε όσες αλλαγές τους επιτρέπονταν, έβαλαν γρίλιες και έκλεισαν το προς τα δυτικά μεγάλο τους παράθυρο και μπροστά στο κλεισμένο άνοιγμα τοποθέτησαν μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης, επίπεδη, μοντέρνα. Ευτυχώς, λέω, που η μητέρα δεν πρόλαβε να πάρει και αυτήν την πίκρα.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη