Βραδάκι Παρασκευής. Μόλις έχει σχολάσει μια ακόμη ποιητική βραδιά του Τόλη Νικηφόρου, από αυτές που διοργανώνει επιτυχημένα στην Εταιρία λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Η πλατεία Αριστοτέλους σφύζει από κόσμο. Με την Αρχοντούλα Διαβάτη βρισκόμαστε πλέον στη στάση και περιμένουμε το λεωφορείο.
Τα μάτια μας τρώνε λαίμαργα την οθόνη δρομολογίων. Το εξάρι αργεί ακόμη· και το 58, γραμμή προς Πανόραμα-Χορτιάτη, δε φαίνεται να έρχεται γρήγορα.
«I feel good», ακούγεται η φωνή του Τζαίημς Μπράουν από το απέναντι πεζοδρόμιο.
-Και του χρόνου, και του χρόνου, φωνάζει μια κυρία στη φίλη της, καθώς ανεβαίνει στο λεωφορείο της δικής της γραμμής.
Στην κινούμενη οθόνη του απέναντι κτηρίου ένας πίνακας του Άντυ Γουώρχολ καθρεφτίζει την κατανάλωση των καιρών, ενώ δίπλα μας δυο νεαρά κορίτσια βγάζουν σέλφι.
(Παύση)
«Κινητή γιορτή» η ζωή, σκέφτομαι και αναλογίζομαι το τελευταίο βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη που δε λέει να μου φύγει από το μυαλό. Το διάβασα πρόσφατα. Η άποψή του για τη ζωή με κέρδισε, όπως και ο κόσμος που περιγράφει, και είναι αυτός που ζούμε καθημερινά, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στις διακοπές, στις σχέσεις.
«Με τις σέλφι οι άνθρωποι εξαργυρώνουν την ολιγόλεπτη διασημότητα που είχε διεκδικήσει για τους άσημους ο Άντυ Γουώρχολ», γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη και με την αφορμή έρχονται στο νου τα 37 αφηγήματα του βιβλίου, ευανάγνωστα και καίρια όσο δεν λέγεται. «Κανένας», «Σέλφι», «Christmas carol», «Συνθέτοντας τον φυλλοβόλο εαυτό μας», «Fractal ιστορίες», «Kalymnos by night», «Μικρές ιστορίες», «Αγάπης αγώνας άγονος», «Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης», και άλλα.
Και αίφνης, καθώς τα πάντα γύρω μας κινούνται σαν σε γιορτή, ο χρόνος κόβεται στα δυο, και εμφανίζεται ο Γιώργος Ιωάννου.
– Γεια σας, ακούγεται να λέει χαμηλόφωνα. Έγραψα στη μεταπολεμική εποχή, κυρίως κείμενα μεταξύ διηγήματος, χρονογραφήματος και δοκιμίου. Το είδος αυτό το ονόμασα πεζογράφημα.
– Μα, η γραφή σας μού άρεσε πολύ, απάντησε η κ. Διαβάτη. «Μια συλλογή βιωματικών κειμένων μικρής φόρμας έγραψα και γω, που αυθαίρετα τα ονόμασα “διηγήματα”. Μ΄ αυτά χαρτογραφώ την καθημερινότητα. Τη μυθοποιώ μέσω της γλώσσας, για να αιχμαλωτίσω την συγκίνηση που αναδίδουν τα κοινότοπα, τα τετριμμένα και τα αόρατα και να νοηματοδοτήσω τον κόσμο».
– Χαίρομαι που σας έχω συνεχιστή μου, ακούστηκε η φωνή του Γιώργου Ιωάννου. Την ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης αποτύπωσα και γω, από την πλευρά ενός παρατηρητή. Με αφορμή ένα πρόσωπο, έναν χώρο, ένα αντικείμενο, ένα θέμα, παγίδεψα τις μικρές ασήμαντες και αθέατες όψεις της καθημερινής ζωής. Οι κριτικοί ονόμασαν τη γραφή μου «σωματική».
– Αυτό ακριβώς έκανα, απάντησε η κ. Αρχοντούλα Διαβάτη.
– Μα, και ο Χάκκας, τόλμησα να πω, την Καισαριανή δεν περιέγραψε στις δικές του συλλογές διηγημάτων; τα μικρά και καθημερινά δεν έχει ως θέμα του και εκείνος, και μάλιστα με την ίδια ακριβώς μέθοδο της «σωματικής γραφής»; Αλλά, μήπως και ο Χατζής στο «Τέλος της μικρής μας πόλης» κάτι ανάλογο δεν έπραξε; Ένα συλλογικό πορτρέτο των Ιωαννίνων στο μεταίχμιο μιας καινούργιας εποχής…
(Παύση)
Η αυθεντική ζωή και η γραφή.
Μια καινοτομία στο διήγημα, την οποία ξεκίνησε ο Γιώργος Ιωάννου και συνεχίζει η Αρχοντούλα Διαβάτη με το βιβλίο της «Κινητή Γιορτή» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Νησίδες». Μικρογραφίες της καθημερινότητας, που κάποιες φορές μυθοποιούν την παιδική ηλικία, αλλά που στην ολότητά τους καταγράφουν με ρεαλισμό και ηθογραφική χροιά τα όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Επίκεντρο των αφηγημάτων, αλλά και συνδετικός τους ιστός, η πόλη της Θεσσαλονίκης, με τους δρόμους και τις πλατείες της, τα σπίτια, τα λεωφορεία της, τους ποιητές της. Με τη συγγραφέα ξεναγό πηγαίνουμε στον «Μπαράκα», όπου βρίσκουμε το Μάριο Μέσκο να πίνει τον καφέ του συζητώντας με τη Μαρία Κουγιουμτζή και τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, περνάμε από τη Μητρόπολη, το στέκι της νεολαίας, για να κατεβούμε στην παραλία και μετά στο σινεμά «Οντεόν», στην Αριστοτέλους και στην Αγίας Σοφίας. Μεταφερόμαστε όμως χρονικά και στην εποχή της δικτατορίας, ζούμε το σεισμό, ταξιδεύουμε για διακοπές στα νησιά, εμβαθύνουμε πάνω σε ένα βιβλίο, μια ταινία, μια συνέντευξη, μια λογοτεχνική κριτική.
Θυμάμαι τον Μάρκο Μέσκο μακρινή γιγάντια φιγούρα στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ του Σεπτεμβρίου, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αρκετά χρόνια πριν, ανάμεσα στους νεότερους φίλους του. Τον συνάντησα αργότερα, στην παρουσίαση της «Κατάθεσης», του βιβλίου της Κατερίνας Μόντη, ενώ συναπαντήματα υπήρξαν στο «Κεντρί», στον «Μπαράκα» ή στο «Ζουρνάλ», τα πρωινά, όπου έπινε τον καφέ του με τις καλές του φίλες, τις Μαρίες, Αγαθοπούλου και Κουγιουμτζή, και την παρέα τους. Ένας λιγόλογος γίγαντας, με μισό χαμόγελο τρυφερότητας κι αμηχανίας. Πολύ αργότερα βρήκα το μονοπάτι για το «Μαύρο δάσος» της ποίησής του και για τα πεζογραφήματά του, και ήρθαν και ευθυγραμμίστηκαν ένα σωρό αγάπες κάτω κι από τις συγκινημένες του αναγνώσεις για τον Θεόκλητο Καρυπίδη ή και τις εξομολογήσεις του για τη Μέλπω Αξιώτη, ακόμα και η φιλία μου για έναν συντοπίτη του από την Έδεσσα, που δεν ζει πια, τον Γιώργο Σταμάτη, καθηγητή, δεν συναντήθηκαν ίσως ποτέ, έναν αδιάλλακτο άνθρωπο που έζησε με πάθος στις γραμμές της ιδεολογίας του –συνείδηση και πράξη– και στρατεύτηκε στην αγάπη των βουνών και της φύσης: Καϊμάκτσαλάν, Έδεσσα, Γραμματικό.
Ο αναγνώστης απολαμβάνει τις μικρές αυτές ξεναγήσεις στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης και βγαίνει ωφελημένος από την πνευματικότητα και τη σοφία τους, γιατί αναλύονται με τρόπο αξιόλογο, από την πλευρά ενός πλατιά και βαθιά μορφωμένου ανθρώπου.
Τα κείμενα προσπερνούν τις αφηγηματικές συμβάσεις. Η συγγραφέας υιοθετεί την ιμπρεσσιονιστική απόδοση των γεγονότων και τις μοντερνιστικές τεχνικές: τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τη συνειρμική γραφή, την αφήγηση με διαφορετικούς αφηγητές και πολλαπλή εστίαση. Παρεμβάλλει επίσης σχολιασμούς και δοκιμιακό λόγο.
Όμως, με την εναλλαγή εσωτερικού μονολόγου και αφήγησης σε τρίτο πρόσωπο, με τις αλλεπάλληλες διολισθήσεις της οπτικής γωνίας του αφηγητή, αλλά και μέσα από το παιχνίδι με το χρόνο, οι ιστορίες κινούνται ανάμεσα στην εσωτερικότητα και την εξωτερική παρατήρηση. Το έργο έτσι γίνεται πολυπρόσωπο, αποκτά πολυφωνία.
Για παράδειγμα, κάνοντας χρήση πρώτου προσώπου, δίνει χροιά αυτοβιογραφίας στις αφηγήσεις. Χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο, παρουσιάζεται ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής που καταγράφει αντικειμενικά τα γεγονότα. Άλλες πάλι φορές εναλλάσσει το γ΄ με το α΄ πρόσωπο. Ο αφηγητής τότε εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και ταυτόχρονα ως πρόσωπο μιας ιστορίας στην οποία μετέχει. Γι΄ αυτό και πολλά αφηγήματα θυμίζουν χρονογράφημα.
Κάνει όμως και χρήση δευτέρου προσώπου το οποίο συναντάμε σπάνια στην πεζογραφία και σε διηγήσεις αυτοβιογραφικού τύπου. Το βρίσκουμε κυρίως στον Ιωάννου και στον Τσίρκα.
Ωστόσο το βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη είναι αξιόλογο όχι μόνο γιατί συνεχίζει την παράδοση του Γιώργου Ιωάννου στη Θεσσαλονίκη ως προς είδος του σύντομου εξομολογητικού κειμένου ανάμεσα στο διήγημα, το χρονογράφημα και το δοκίμιο ή γιατί χρησιμοποιεί τις μοντερνιστικές τεχνικές που παραπέμπουν στη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης», εισηγητή του μοντερνισμού στην Ελλάδα, αλλά και γιατί το διακρίνει υψηλή λογοτεχνικότητα.
Οι μυθοπλασίες διαθέτουν αληθοφάνεια. Οι σκηνές μέσα στο λεωφορείο είναι μοναδικές. Η ιστορία με την κωφάλαλη Αργυρώ από τις πιο ωραίες, με ανεξάρτητο πλάγιο λόγο, ρυθμό, ομοιοτέλευτα, ποιητικότητα. Στις αφηγήσεις, ούτε μια λέξη περιττή, ενώ ο απλός, καθημερινός λόγος που χρησιμοποιεί είναι ο βιωμένος λόγος με τις ιδιολέκτους των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που ανασυνθέτουν με ακρίβεια την πραγματικότητα.
Η Κινητή γιορτή είναι ένα κολάζ από στιγμές στις οποίες όλοι μετέχουμε καθημερινά. Τα μικρά προσωπικά σπαράγματα της Αρχοντούλας Διαβάτη εγγράφονται στο συλλογικό γίγνεσθαι και διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε επικαιρότητα. Η συγγραφέας, άλλοτε ως διηγηματογράφος, άλλοτε ως δοκιμιογράφος και άλλοτε ως χρονογράφος αποκωδικοποιεί τα τεκταινόμενα με τρόπο πρωτότυπο, πολυπρόσωπο και αυθεντικό, δημιουργώντας τη δική της αφηγηματική φωνή που είναι ξεχωριστή, μοναδική.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Moises Levi. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]