Brit Bennett, Οι μητέρες, μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, Πόλις, Αθήνα 2019.
Το βιβλίο Οι μητέρες συνιστά το εντυπωσιακό και πολυσυζητημένο συγγραφικό ντεμπούτο της 25χρονης Brit Bennett, πόσο μάλλον όταν αυτό έπεται ενός δημοφιλέστατου άρθρου [1]-χαστούκι στον ρατσισμό που βιώνει η αφροαμερικανική κοινότητα στην πολιτεία της Καλιφόρνιας. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται, εν μέρει, σε μια ομάδα μεγάλων σε ηλικία γυναικών-μελών της τοπικής μαύρης κοινότητας, που ως χορός τραγωδίας αναλώνεται στον κακεντρεχή σχολιασμό τριών νέων ανθρώπων σε όλα τα στάδια της ζωής τους.
Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζει σε μια επαρχιακή πόλη της Νότιας Καλιφόρνιας, το Όσεανσάιντ του Σαν Ντιέγκο –και πατρίδα της συγγραφέως– όπου η ζωή είναι αργή και στατική, με κεντρικό χαρακτήρα την Νάντια, μια δεκαεφτάχρονη Αφροαμερικανίδα. (Αξίζει κάπου εδώ να αναφέρουμε, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, ότι η Καλιφόρνια είναι μια πολιτεία της οποίας μόλις το 6% είναι Αφροαμερικανοί.)
Η αφήγηση ξεκινάει με το καλοκαίρι που ακολούθησε την αυτοκτονία της μητέρας της ηρωίδας μας. Μια σύντομη σχέση με τον γιο του τοπικού πάστορα Λουκ –και τραυματισμένο αστέρα του ποδοσφαίρου– οδηγεί σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Ο αντίκτυπος της απόφασης της Νάντια, η απόλυτη σιγουριά για την πράξη της, θα μας συντροφεύσει για το υπόλοιπο του βιβλίου.
Η συγγραφέας ερωτηθείσα [2] για τη θεματική της έκτρωσης δήλωσε: «Όταν ξεκινάς ένα βιβλίο με μια έκτρωση, ξεκινάς με κάτι που έχει ήδη τελειώσει, το οποίο προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην πλοκή». Κι όμως πρόκειται για ένα βιβλίο που μεταδίδει τον παλμό του με λεπτεπίλεπτο ύφος και καταλήγει στη φανέρωση της εσωτερικότητας τριών ηρώων, που εξυπηρετούν τον σκοπό της συγγραφέως, ούτως ειπείν την εθνοτική και φυλετική πάλη.
Με απαράμιλλη αυτοπεποίθηση και μαεστρία η Bennett καταφέρνει ένα άλμα από το πρώτο πληθυντικό των Μητέρων στο τρίτο πρόσωπο της ίδιας και των δύο φίλων της (έρχεται να προστεθεί η Όμπρεϊ, μια φίλη της που πρόσφατα μετακόμισε στο Όσεανσάιντ· προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει καταφύγιο από την κακοποίηση που έχει υποστεί από τον σύντροφο της μητέρας της) δημιουργώντας στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ότι η υπόθεση ρίχνεται με ταχύτητα στη μάχη με τις τριακόσιες σελίδες του βιβλίου, ενώ στην πραγματικότητα χάνεται στο δαιδαλώδες κατηφορικό μονοπάτι, το οποίο είναι χτισμένο με βαθιά αγάπη και συγκίνηση. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει να σκιαγραφήσει την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων και της ευρύτερης κοινότητάς της, ενώ από τεχνικής άποψης κατορθώνει να περνά με αξιοθαύμαστη ευχέρεια από το ένα αφηγηματικό επίπεδο στο άλλο, από τη μια εποχή στην άλλη. Δεν θα ήταν παράλογο να έλεγε κανείς ότι η συγγραφέας είναι σαν να έχει εντρυφήσει στην ψυχολογία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα δεινά των ηρώων της και την ωριμότητα με την οποία τα αποδίδει κερδίζοντας την συμπόνια του αναγνώστη.
Καθώς η δεκαεφτάχρονη Νάντια βρίσκει τη σωτηρία της στην Νομική του Μίσιγκαν, οι συντοπίτες της μένουν στο ίδιο ακριβώς σημείο που τους είχε αφήσει. Η αφήγηση, ακόμα και αν η ηρωίδα μας βρίσκεται μακριά για πολλά χρόνια, επιστρέφει πιο έντονη και επικεντρώνεται σε μονολόγους που δεν είχαν ειπωθεί. Χρόνια αργότερα, όταν γυρνά επειγόντως στην πόλη της, μια πόλη τον αρνητισμό της οποίας είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να ξεχάσει, συναντά ακριβώς τα ίδια προβλήματα, λες και την περίμεναν, κρεμασμένα σαν παλιά ρούχα μέσα σε σκονισμένη από το πέρασμα του χρόνου ντουλάπα.
Οι μητέρες δεν είναι ένα φεμινιστικό βιβλίο, δεν είναι καν εστιασμένο –σε μεγάλο, όπως θα περίμενε κανείς, βαθμό– στο θέμα της έκτρωσης, σε μια χώρα και μια κοινότητα όπου αυτό ανάγεται σε θεμελιώδες ζήτημα, την ίδια στιγμή που επιτυγχάνει να αποτυπώσει εύστοχα τους περιορισμούς και τα ταμπού μια επαρχιακής αμερικάνικης πόλης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Jia Tolentino, An Interview With Brit Bennett About ‘Good White People’ and Her Debut Novel The Mothers (jezebel.com)
2. Brit Bennett, I Don’t Know What to Do With Good White People (jezebel.com, 2014)
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Paul Gauguin. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]