Ευάγγελου Κ. Βαλσαμίδη, Υπογλώσσια, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2017.
«Ο καθαυτός διάλογος με την ποίηση ενός ποιητή είναι μόνον ο ποιητικός: δηλ. η ποιητική συνομιλία ανάμεσα σε ποιητές» Μάρτιν Χάιντεγγερ.
Η ποίηση του Ε.Β. δονείται από καθαρόαιμες υπερ-ρεαλιστικές επιρροές, και εδώ υπενθυμίζω την συλλογή του ΜΟΤΑΚΟ – ΕΝ ΑΚΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ, της οποίας ο τίτλος παραπέμπει αντιθετικά άμεσα στην συλλογή του Ν. Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ.
Καθοριστικό στοιχείο της ποιητικής του αποτελούν οι έμμεσες αναφορές από την σύγχρονη επιστήμη της γλωσσολογίας και τις νεώτερες σημειολογικές θεωρίες. Ενδεικτικά, η βιβλιογραφία του Ε.Β. στον δοκιμιακό του λόγο, παραπέμπει στους F. De Saussure, Αλτουσέρ, Roland Barthes, Kristeva, Wittgestein, Jacombson, Bloom, Sontag και άλλων διανοητών της γλωσσολογίας, του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού και της νεωτερικής θεωρίας της λογοτεχνίας. Απόρροια αυτής της «γλωσσοκεντρικής» (ας πούμε) ποιητικής οπτικής, είναι η δημιουργία και χρήση «νεολεξιών» μέσα στην ποίησή του, δηλ. λέξεων δικής του επινόησης και κατασκευής, ή «αφηρημένων λέξεων» όπως εύστοχα έχει επισημάνει πρώτος ο αείμνηστος Αριστοτέλης Νικολαΐδης.
Οι συνάψεις της ποίησής του με τη γλώσσα δημιουργούν μία πρωτοφανέρωτη ανεικονική ποίηση, νεότροπης, όσο πρωτότυπης και πολύ-σημαινόμενης ποιητικής δημιουργίας.
Συχνά επανερχόμενες θεματικές σταθερές του, είναι το παιχνίδι του φωτός με το σκότος και η εναλλαγή μέρας και νύχτας.
Η ποίηση του Ε.Β. είναι ποίηση ποιητικού στοχασμού, με περισσότερο συχνά απαντώμενο μοτίβο, τον θάνατο. Έναν θάνατο όπου η σαρκαστική διάθεση του Ε. Β. τον υπερβαίνει, ο άκρατος αυτοσαρκασμός του τον διακωμωδεί αν δεν τον λοιδωρεί, και τέλος (λογοτεχνικά) τον καταργεί. Ακόμη η ποίησή του εμφορείται από υποδορείως εκφερόμενες πολιτικές και άκρως ελευθερόφρονες διακηρύξεις.
Στην ποιητική του συλλογή ΜΟΤΟΣΑΚΟ – ΕΝ ΑΚΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ, υπάρχει το ποίημα ΟΡΧΗΣΤΡΑ, ένα ποίημα πολύ νεωτερικής για τα ελληνικά δεδομένα ποιητικής, που αλιεύοντάς το από την εν λόγω συλλογή, το δημοσιεύσαμε στο περιοδικό ΦΩΝΗ-ΕΝ, τεύχος Α, το 1980.
Συζητώντας τις καταβολές και τις τεχνικές του ποιήματος αυτού, μας αιφνιδίασε και μας άφήσε άναυδους, αφού ενεχειρίασε στη Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού μας ένα δοκίμιο, με τίτλο ΟΡΧΗΣΤΡΑ Ή «ΩΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ», ΜΙΑ ΜΕΤΑ-ΓΡΑΦΗ, στο οποίο με θεωρητικές αναφορές και πειστική επιχειρηματολογία μας ανέλυε τις «βασικές υφικές δομές αυτού του ποιήματος», το οποίο δοκίμιο και δημοσιεύσαμε στο αμέσως επόμενο τεύχος Ε του ΦΩΝΗ-ΕΝ. Από τότε ξεκινά η φιλική μου σχέση με τον Ε. Β. και η επαφή μου με το πολυσχιδές, πολυειδές και πολυσημικό έργο του, και με εισήγαγε στο στερέωμα του ποιητικού του σύμπαντος, στο οποίο,
Τα λόγια μου κατέρρεαν λέξη λέξη. ή
Οι λέξεις ανήκουν στον ήχο τους / αλλιώς δεν είναι λέξεις.
Εκείνος που νόμιζε ότι χειρίζεται το φως / επιχειρούσε μάταια να γυρίσει τον διακόπτη / να διώξει μακριά τις ουτοπίες
Θεωρώ σκόπιμο στην παρούσα αναφορά μου στη νέα ποιητική συλλογή του Ε.Β. να αναφερθώ στα δοκίμια του, για να γίνει περισσότερο κατανοητό το θεωρητικό υπόβαθρο, με το οποίο επι-κοινωνεί η ποιητική του ιδιοσυστασία. Και βεβαίως αναφέρομαι στην θεωρητική σκευή του Ε. Β, γιατί πιστεύω πως είναι μια ακόμη επιβεβαίωση του κανόνα, που θέλει πάντα τους νεωτεριστές ποιητές να επιδίδονται σε δοκιμιακό λόγο, άλλοτε ως μέσον στήριξης των «εικονοκλαστικών» τους θέσεων, άλλοτε ως απολογητική στάση απέναντι στα συμβάντα του καιρού τους ή την πρόσληψη της πραγματικότητας μέσα από αυτά. Επιλέγω κάποιους ορισμούς της ποίησης από τις απαντήσεις του Ε.Β. στο περιοδικό ΦΩΝΗΕΝ Ο/ το 2000, στην ερώτηση του περιοδικού, τι είναι η ποίηση;
- Η ποίηση είναι η εξέγερση των λέξεων, των οποίων οι φαινομενολογίες ανακαλούν στην μνήμη μόνο λογοκρατικά στερεότυπα.
- Η Ποίηση είναι καθαρά αισθητική έννοια και μάλιστα μόνο με τέτοια αξία, η οποία ταυτίζεται απροσχημάτιστα με τον μη χρηστικό λόγο.
- Ποίηση είναι η μεγάλη περιπέτεια της γλώσσας.
- Η ποίηση δεν εξαντλείται μόνο στη γλώσσα, αλλά είναι ο ίδιος ο λόγος με αισθητική αξία.
- Η ποίηση ξεπερνάει τα όρια της γλώσσας, ενοικούσα και πέρα από αυτήν, σε κάθε μέσο επικοινωνίας.
- Ποίηση είναι το ακαθόριστο σύνολο των κατά καιρούς ποιημάτων.
- Η ποίηση όντας διαδικασία διάγνωσης του ποιήματος και ως μη ταυτιζόμενη μ΄ αυτό δεν ταυτίζεται και με το υλικό του μέσον, δηλ. τη γλώσσα.
- είναι δυνατόν να μιλάμε ότι η ποίηση υποστασιώνεται μόνο στην ολιγοσημική, και όπως αυθαίρετα έχει αποκληθεί, «ποιητική γλώσσα». Και
- Αφού η ποίηση αποτελεί το αίτιο δημιουργίας μιας επιστήμης (Jacobson), τότε ξεπερνά το ίδιο το δημιούργημά της, άρα έχει την δυνατότητα να ομιλεί και με επιστημονικούς όρους, κάνοντας χρήση όλων των λεκτικών και γλωσσικών σημείων.
Η νέα ποιητική συλλογή του Ε.Β. ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ, αποτελείται από 41 ποιήματα και ένα συνθετικό ποίημα το ΗELAS, το οποίον αριθμεί 24 ποιήματα, που επιγράφονται με πεζά από το α έως τα ω. Όλα τα ποιήματα του βιβλίου εκτείνονται σε μία σελίδα, εκτός ενός που καταλαμβάνει 2 σελίδες.
Υποδοχή στην συλλογή μάς κάνει το πρώτο ποίημα με τίτλο ΚΙΝΕΙ ΜΟΥΣΑ, που εύλογα παραπέμπει στο ομηρικό «άνδρα μοι έννεπε Μούσα πολύτροπον…». Να θυμίσω ότι πολλοί αρχαίοι και νεώτεροι ποιητές επικαλούνται τις Μούσες. Πρόκειται για ένα ποίημα-επίκληση στην ποιητική Μούσα, αλλά και «σκανταλιάρικο» αφού:
Η Μούσα έκανε την ψυχή της να παγώσει / μοστράροντας ένα αδρανές γυμνό κορμί…και στου εραστή τη βαρβαρότητα να ενδίδει.
Αλλά και προϊδεάζει για τα ποιήματα που ακολουθούν και θα συν-κινήσουν τον αναγνώστη, στην ποιητική του περι-πλάνηση, αφού ο ποιητής είναι
«πλάνης, θεόθεν και αλήτης.»
Κίνει Μούσα έστω και κάπως έτσι ακόμη / ό,τι ακίνητο επιμένει να δοξάζεται ευφυώς / και στ΄ όνομά σου.
Για τον Β. ο λόγος, το όνομα, πολυσημειακό στην ανά-γνωσή του, είναι αυτό που ερμηνεύει την οντολογική συνθήκη: «Τω πάντ’ όνομ’ έσται, όσα βροτοί κατέθεντο πεποιθότες είναι αληθή, γίγνεσθαί Τε και όλλυσθαι, είναι Τε και ουχί.» (Παρμενίδης Β.7-8). (Και τ’ όνομα θα είναι τα πάντα, όσα οι θνητοί αποθέσανε γι’ αληθινά θαρρώντας, να γίνεσαι, να χάνεσαι, να είσαι και να μην είσαι).
Ο όρος «εικόνα» στη λογοτεχνία νοείται ως «η αισθητοποίηση ενός αντικειμένου, μιας ιδέας ή ενός συναισθήματος μέσω μιας φανταστικής παράστασης που πλάθεται με εύστοχο και υποβλητικό λόγο» (Γερ. Μαρκαντωνάτος: Λεξικό λογοτεχνικών όρων).
Ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» του αναφέρει, ότι: «Πλὴν ὁ Σιμωνίδης τἠν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσηγόρευεν, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν… Εἰ δ’ οἰ μὲν χρώμασι καὶ σχήμασιν, οι δ’ ὀνόμασι καὶ λέξεσι ταὐτὰ δηλοῦσι, ὔλῃ καὶ τρόποις μιμήσεως διαφέρουσι, τέλος ἀμφοτέροις ἔν ὑπόκειται.»
Ο Ντα Βίντσι αντέστρεψε, κατά μία έννοια, αυτό τον ορισμό λέγοντας ότι αν η ζωγραφική μπορεί να θεωρηθεί σιωπηλή ποίηση, τότε η ποίηση είναι τυφλή ζωγραφική.
Η ρήση του αρχαίου λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου ότι η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλά και η ζωγραφική ποίηση που σωπαίνει, διατρέχει τους αιώνες και εξακολουθεί να συνοψίζει με τον τρόπο της μιαν αρχετυπική διάζευξη-σύζευξη. Η σχέση του λόγου με την εικόνα, σχέση παραλληλίας και τομής αλλά και αντίθεσης, προκάλεσε ποικίλες συζητήσεις για την προτεραιότητα ή την κυριαρχία της κάθε πλευράς, αλλά ακόμη και ποικίλες εκδοχές συνύπαρξής τους. Η αντίληψη ότι «η ποίηση είναι σκέψη με εικόνες» οι οποίες εικόνες βοηθούν στη διερμηνεία του λόγου και εξέφρασε κυρίως τη συμβολιστική σχολή, επηρέασε και απλούστευσε σε μεγάλο βαθμό την ποιητική διαδικασία, αλλά και «στόμωσε» την ποιητική δημιουργία.
Στην κριτική που άσκησε η ρωσική φορμαλιστική σχολή για την ανεπάρκεια αυτής της αντίληψης, ο ρόλος της εικόνας στην ποίηση καθίσταται διαφορετικός, αφού η μοντερνιστική εικονοποιία μάλλον αντίκειται παρά αναπαράγει την εικόνα της πραγματικότητας, και διακήρυξε ότι η ποίηση κάλλιστα μπορεί να είναι και ανεικονική.
Η ποίηση του Ε.Β, μια ποίηση άκρως νεωτερική, «αξιοποιεί» μια ποιητική όπου φαίνεται ότι ελλείπουν οι εικόνες, δηλ. έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση φαινομενικώς «ανεικονική», και στην οποία η υποστασίωση του ποιητικού λόγου δείχνει να λειτουργεί με διανοητικούς όρους και αναβαθμίζεται με καθαρά φιλοσοφικούς στοχασμούς. Αυτό κατορθώνεται με την χρήση κυρίως αφηρημένων ουσιαστικών και εννοιών, που συμπλέκονται εν τη ρύμη του λόγου μέσα στο ποίημα, σε μιαν «ποιητική εικόνα», την οποία θα παρομοίαζα με την «μαγική εικόνα», που παίζαμε παιδιά με την χρήση των χάρτινων γυαλιών, που είχαν ένα κόκκινο και ένα μπλε ματάκι. Αυτή η διανοητική «εικόνα μη εικόνα», την οποία δεν μπορούμε να την φανταστούμε στην εικονιστική της παράσταση, αλλά μόνο σαν μιαν αφηρημένη κατάσταση και να την αισθανθούμε σε μια πολυδύναμη ερμηνεία, όπου η ποιητική εικόνα πολλαπλασιάζει το σημειακό της επί-νόημα, «εκφέρει φανερά ή κρυφά δυσαποκρυπτογράφητα δηλωτικά αποθεματικά» (Ε.Β).
Οι μύθοι ξετρυπώνουν από κάθε άνοιγμα, / σκορπούν αδέσποτε εικόνες. Πουθενά χαλάσματα. / Τι μουσικές ! Τι φως! ή
Κάποιος σκαλίζει μέσα μου τριγμούς ή
Απ΄ την ανάσα του πρωινού δεν μπόρεσα / ούτε ένα κιχ να αποσπάσω
Ερχόταν το αθέατο, αν και χωρίς σκιά.
Ο Ε.Β. θέλοντας να δημιουργήσει μια «αφηρημένη» ποίηση, να δημιουργήσει έναν, ούτως ειπείν, ποιητικόν «εξπρεσιονισμό» είναι:
Εκείνος θρυμματίζει εικόνες.
Έτσι, δημιουργεί ποιητική συν-αίσθηση και ουσία με μιαν εξαίφνης ποιητική αφαίρεση (όχι στενά γλωσσική), όπου στην άκρα «ιδιο-τροπία» της εικόνας της, οι λέξεις αυτονομούνται και πραγματώνονται σαν ποιητικά ιερόγλυφα.
Ο ποιητής, προκειμένου να εν-τυπώσει νέα «δερματοστιξία» στο σώμα της ποίησης είναι εκείνος που επιμόνως αντιστέκεται στην ευκολία της πολυχρησιμο-ποιημένης εικόνας.
Επέλαση εικονικότητας / ψάχνει και βρίσκει τόπο / να εξοριστεί η φαντασία. ή
Να εισπνεύσεις την ευφυΐα της γης.
Υποστηρίζοντας ακριβώς την πλούσια εικονιστική διάσταση των λέξεων ο Φλωμπέρ, αντιλέγει: «μια εικόνα χίλιες λέξεις», γράφοντας: «Μια γυναίκα ζωγραφισμένη είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα γραμμένη παραπέμπει σε χίλιες γυναίκες».
Το ανάγλυφο του κόσμου μυρίζει κορμί γυναίκας. ή
Τα αχ μόνο ανάσαιναν / σε όλες τις εγκλίσεις. ή
Μοναξιά έντεχνη.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η σημασίες του λόγου διασπώνται σε πολλαπλά νοήματα, σαν τις ανακλώμενες εικόνες στους αντικριστούς καθρέφτες, οι οποίες αναπαριστούν άπειρες φαινομενικά δυνατότητες που διαφοροποιούν αινιγματικά τα σημαινόμενα των εικόνων.
Σημασίες αναρίθμητες. / Ποιος ξέρει τι σχήμα έχουν χωρίς εμάς οι σημασίες; ) ή
Δεν έχει σημασία το έτσι και το αλλιώς , / αλλά η επιμονή σου να υποβάλλεις ερωτήματα / και να παίρνεις απαντήσεις διφορούμενες.
Σαν την Σίβυλλα ο ποιητής «ουδέν κρύπτει, ουδέν λέγει, αλλά σημαίνει».
Η όλη αυτή «ποιητική» φιλοσοφία του Ε.Β. με την δια-παρα-νοητική αν-εικονο-ποίησή του, καταδηλώνεται πολυδιάστατη, με εμπύρετη έμφαση και τρομακτική ένταση στο ποίημα με τίτλο: Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ:
Κάποτε έπρεπε να λογαριάσω τις συνέπειες των εικόνων / που έκαναν παραστάσεις σαν σαλτιμπάγκοι εμπρός μου. ή
Έβρεχε εικόνες μεσ΄ στη νύχτα / κι έψαχνα να βρω περάσματα / να ξεγλιστρήσω την ψυχή μου / που εικονόπληκτη παρέπαιε. / Το μάτι αδύναμο να αντισταθεί σε σχήματα και χρώματα / προκαλούσε τον νου να τρομάξει τις εικόνες. ή
Κι εγώ που τόσο πάσχιζα έναν ανεικονικό να στήσω διάκοσμο, ένα ποίημα, / ανίατα ενεός έπεφτα στην παγίδα των εικόνων.
Οι ανεικονικές αυτές επιδιώξεις του ΕΒ, αποσκοπούν σε ένα ποιητικό ύφος χωρίς στερεότυπες αναφορές, που αποφεύγει τις δοσμένες, «εικόνες-δόγματα», για να οραματιστεί ένα κόσμο δίχως όρια, «άνευ ορίων, άνευ όρων», αφού «τα όρια του κόσμου είναι τα όρια της γλώσσας μας» κατά τον L. Wittgenstein, δηλ. εκτείνονται στο άπειρο σύμπαν της ποιήσεως.
Ο Ε.Β. όπως αναφέρθηκε αρχικά, αρδεύει δημιουργικά την ποίησή του από τα πλούσια νάματα του σουρεαλισμού, ο οποίος δεν υπήρξε μόνον κίνημα καλλιτεχνικό που επηρέασε όλες τις Τέχνες, αλλά ήταν και κίνημα πολιτικά ριζοσπαστικό, ενάντια σε κάθε μορφής εξουσίες και αυθεντίες, άσχετα αν αργότερα λοξοδρόμησε από τις αρχές αυτές. Παραδηλωτικά να σημειώσω, ότι κανείς νεωτερικός ποιητής δεν απέφυγε την υπερρεαλλστική πρόκληση στην ποίησή του.
Ο Ε.Β. απαντά στην ερώτηση, αν η λεγόμενη κοινωνική ποίηση ήταν ανασταλτικός παράγοντας στην ανάπτυξη του σουρεαλισμού στην Ελλάδα (και πάλι ΦΩΝΗ-ΕΝ Ο) και δεν μασάει τα λόγια του, το αντίθετο μάλιστα ξεσπαθώνει και καταθέτει το προσωπικό πολιτικο-ποιητικό του μανιφέστο: «Ναι είμαι κατηγορηματικός και θα μπορούσα να παραθέσω μερικές δεκάδες παραδειγμάτων για να αποδείξω ότι η κοινωνική ποίηση ήταν ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη του σουρεαλισμού. Όλες οι παρατάξεις προσπάθησαν με κάθε μέσον να πνίξουν τις πρωτοπορίες και μάλιστα το σουρεαλιστικό κίνημα, το οποίο από τη γέννησή του διεκήρυσσε την άρνησή του να υπηρετήσει προφανείς σκοπιμότητες.» και παρακάτω: «Η άτακτη υποχώρηση αρκετών ποιητών από το κίνημα του σουρεαλισμού και η στροφή τους σε αρχέτυπα συγκινησιακών εκχυμώσεων, ρεμβασμών, μέχρι του σημείου εκδήλωσης αυτιστικής παρλαπίπας (συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, αλλά και της ποίησης) ή μέσω της ποίησης προσπάθεια καθαγιασμού λαϊκίστικων δοξασιών και προλήψεων ή μυθευμάτων, όπως η ελληνικότητα, η βιοπάλη, ή η ηθογραφική αφασία, δείχνει την πολεμική που ασκήθηκε με σκοπό να υπηρετήσει η ποίηση συγκαιρικές πολιτικές σκοπιμότητες. Ευτυχώς όμως για τους «πλάνητες ιππότες της φαιδράς επιστήμης», όπως οι αναρχεύοντες του λόγου απεκλήθησαν, η παγίδα λειτούργησε ως αίτιο να χασκογελούν, βλέποντας μέσα στην παγίδα, αυτούς που τη έστησαν.» Για να δώσει το μαχητικό του ελευθερόφρον πολιτικό και ποιητικό του πρόταγμα: «Όσοι ισχυρίζονται ότι φράγμα στην ανάπτυξη του σουρεαλισμού στην Ελλάδα, στάθηκε η ελληνική κοινωνία και όχι οι ντιζάϊνερς του πολιτιστικού μας υπόβαθρου, που κατευθύνουν τον λαό καθαγιάζοντας την μαζικοποιητική πολιτιστική του παρουσία, δίνουν συγχωροχάρτι στους δήμιους και τους λογής καρατόμους της ελεύθερης έκφρασης.»
Αλιεύω στίχους γνήσιας υπερρεαλιστικής έκπληξης και ποιητικής μέθεξης και από τα πλούσια δείγματα στα ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ, όπως:
Βαθμηδόν καταρρέουμε / έξω από την υπερρεαλιστική μας παρανάγνωση. ή
Να μηρυκάσω λίγο κύμα. ή
Τα κόκαλά μου τρίζαν με λιμάνια. ή
Καλοκαίρια κομμένα από τη γλάστρα. ή
Από τις βλεφαρίδες σου αποδρούσε μισοσκόταδο. ή
Μισή καρακάξα μισή ψάρι. / Πάντα με δύο πρόσωπα. ή
Έκανε τον καφέ να βήχει, το σχοινάκι να φουμάρει. ή
Σ΄ ένα ποτήρι μέσα θάλασσα / γλιστρούσαν καρχαρίες. ή
Εντόσθια καθαρά σαν αμαρτία. ή
Το παιδί ανάσαινε ποντόνοη ηλιαχτίδα. ή
Έβρεχε καταρρακτωδώς σπουργίτια. ή
Κι ας λένε πως μεγαλώνει το μπόι του ο ήλιος / μόνο από τη μέρα. Είναι κι η νύχτα, / να αχνίζουνε οι έρωτες επάνω στ΄ άστρα.
Ο Ε.Β. περιπλανάται στο λυκαυγές ή στο λυκόφως της γλώσσας, δηλ. μιλάει στα όρια της έκφρασης πριν ξημερώσει και πριχού νυχτώσει, αλλά και επικυρίαρχος στην «επικράτεια των σημείων» (Μπαρτ) της νύχτας και της ημέρας, ένα θέμα συχνάκις απαντώμενο στα ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ:
Η γη βγάζει τον ήλιο έξω απ’ το τοπίο / και καλεί τη νύχτα λίγη δροσιά να φέρει. ή
Όσο ερχόταν το ξημέρωμα / ήταν αδύνατο να το χωνέψει η νύχτα / καθώς με
βαναυσότητα την έγδερνε το φως. ή
Η πονηριά της νύχτας / αρπάζει από το χέρι μας τη μέρα.
Μάλιστα, κάποιες φορές η νύχτα του Β. έχει ήλιο:
Ο ήλιος όλη νύχτα μυξόκλαιγε.
Ο ποιητής κινείται εξ’ ίσου γνώριμα τόσο στο φως όσο και στο σκοτάδι:
Το φως πηγαίνει στο σκοτάδι. ή
Μέσα χανόταν αύτανδρο το φως. ή
Περίσσιο σκοτάδι, να γίνεται εντονότερο φως. ή
Το φως σαν νήπιο έρπον.
Αισθάνεται παγιδευμένος στον λαβύρινθο της γλώσσας και αγωνιώντας αναφωνεί:
Κάπου εδώ εξαντλείται ο μίτος / κι εμείς ακόμη να βγούμε στο φως.
Ο Χάξλεϋ γράφει: «πλέουμε στην γλώσσα σαν το παγόβουνο, όπου τα τέσσερα πέμπτα της υποκρύπτονται στο σκοτάδι της άγλωσσης εμπειρίας», έτσι κι ο Ε.Β. αισθάνεται άνετα στην σκοτεινή πλευρά του γλώσσας:
Από τις βλεφαρίδες σου αποδρούσε μισοσκόταδο. ή
Θα με βλέπω σαν σκοτάδι. ή
Το σκοτάδι μου με έκανε πιο γνώριμο. ή
Ναι! κοροϊδεύω, βγάζω τη γλώσσα στο σκοτάδι.
Εδώ δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Καρούζο: «δεν βγάζω γλώσσα, εγώ βγαίνω από την γλώσσα.»
Ακόμη, ο ποιητής ζει στις φωτοσκιάσεις, στην επώδυνη περιοχή μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας:
Θα σε μάθω να τρέχεις πίσω από τους ίσκιους. ή
Σκιές σκιών / αλλόφρονα συστατικά αλγολαγνείας.
Αλλά όπως η ζωή δεν είναι μόνο άσπρο και μαύρο, έτσι και η ποίηση έχει αποχρώσεις, που η παλέτα του Ε.Β. μπορεί και συνδυάζει τις φωτοσκιάσεις με χρωμοσυνθέσεις που εμπλουτίζουν τον ποιητικό του διά-κοσμο.
Βυθισμένος στα υπονοούμενα των χρωμάτων. ή
Χορός κυμάτων και χρωμάτων. / Πυκνό το φως γινόταν χρώμα. ή
Τα αλάλητα να κυματίζουν χρώματα/ που δεν θεολογούν για καμία μεταμέλεια. ή
Σε κάθε στόμα αλλάζω χρώμα. ή
Είχε ποντάρει στο έλεος των χρωμάτων και συντρίφτηκε.
Η οντολογική συνθήκη έχει μόνιμη αναφορά και αποτελεί σταθερή αξία στην ποίηση του Ε.Β. διαχρονικά, περι-γράφοντας την «αγωνία του είναι εν των κόσμω», (Χάιντεγκερ) αυτής της αιώνιας περιπέτειας της ανθρώπινης ύπαρξης:
Φαίνεται πως δεν αρκεί το αιώνιο / και πρέπει να συνηθίσουμε / σε καθημερινές μικρές του δόσεις. ή
Εγείρεται το θέμα στο εξής πώς θα υπάρχεις. / Κλασματικά διαιρετός ή γραμματικά
συνηρημένος; Αποφάσισε για τη μοντέρνα εκδοχή σου.
Ο υπαρξιακός του στοχασμός αντιφάσκει και άρα υπάρχει, είναι εναργής στην ρύμη του ποιήματος, αισθαντικός στην έκφανσή του και τέλος εκμηδενίζεται.
Συνολικά υπάρχω, όπως υπάρχω / πνιγηρά εγκόσμιος και αυτονομημένα απουσιάζων. ή
Έρρεε ο χρόνος στην κλεψύδρα / και τρόμαζε τα αρθριτικά. / Από τρισδιάστατος είχα γίνει επίπεδος. ή
Έχει ασκηθεί σε ηθική μεταϋπαρξιακή. ή
Αραγμένος στο μηδέν της ύπαρξης.
Ο Ε. Β. φτάνει στ επίπεδο μηδέν της γραφής κατά τον Μπαρτ.
Συνολικά 28 ποιήματα των ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΩΝ, δηλ. περισσότερα από το 1/3, αναφέρονται στον «μαύρο μας αδερφό», είτε εγκαλώντας τον στους στίχους άμεσα, είτε υποδηλώνοντάς τον έμμεσα, ως ολική άρνηση του Είναι η ανυπαρξία, απουσία και απώλεια, και παραπέρα, η δάψευση οραμάτων και ονείρων.
Με βρίσκω σε πλήρη επάρκεια απουσίας / και ενδιαφέροντος. ή
Εδώ πιάνω επαφή με την απώλεια. ή
Πεθάναμε και ζήσαμε πριν καν να γεννηθούμε. ή
Ένας χώρος είναι ανύπαρκτος / δίχως απώλειες και συντρίμμια, / όπως και κάθε χώρα δίχως κοιμητήρια / είναι ένα παρόν δίχως θεμέλια, δίχως βάθος. ή
Η σαρκοβόρα γη μετατρέπεται / σε απέραντο κοιμητήρι ονείρων.
Ο λόγος του Ε.Β. για το αναπόφευκτο της ύπαρξης, δεν εκφέρεται μοιρολατρικά ή δραματικά, αλλά τις περισσότερες φορές είναι ακραία υπερβολικός στον σαρκασμό και υποβάλλει με ανατρεπτική ειρωνεία την χρήση των ποιητικής-ρητορικής που χρησιμοποιεί για να περι-δια-κατά-γράψει τον θάνατο. Το μαύρο του χιούμορ, ξεχωρίζει σαν… το μαύρο πρόβατο.
Εκκολάπτομαι νεκροζώντανος. ή
Σε ενταφιάζουνε και σε ανασταίνουμε κάθε στιγμή.
Και το ποίημα ΝΗΠΕΝΘΩΣ, που μας θυμίζει τον άλλο πεισιθάνατο ποιητή, αλλά και μέγα τεχνίτη της σάτιρας Κ. Καρυωτάκη.
Πετάχτηκες ορθή από το φέρετρο. ή
Το χώμα έσταζε πίκρα / κάποιος λειτουργός φτυάριζε κόλαση.
Νηπενθώς, βεβαίως. Νηπενθώς.
Ή το ποίημα ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ:
Μια νύχτα έτυχε να είμαι πεθαμένος / κι ο θάνατός μου δεν το είχε καταλάβει.
Πιο πεθαμένος δεν μπορούσε να γίνει. ή
Τα μυαλά του έχασκαν στο χώμα. / Ξαλάφρωσα είπε, / μου έφυγε ένα βάρος.
Ή το άκρως σαρκαστικό: ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ:
Ο θεός παίρνει μαζί του τους καλούς. / (Όσους αφήνει πίσω είναι αποπαίδια.
Κάπως έτσι τραβούσε ο διασυρμός του μακαρίτη. / Απορούσε στην κάσα αυτός / αν είχε ποτέ τόσα προσόντα και χαρίσματα.
Όσους είχε βλάψει παρόντες απαξάπαντες θρηνούν! / Μαζόχες, έλεγε ο νεκρός. / Καλά τους έκανα όσο ζούσα./Κακώς να μην τους έχω κάνει περισσότερα/ απορούσε κι αυτός. / Καλά ξενύχτησα τους ζωντανούς απόψε. ή
Όσοι βίωσαν τη ζωή τους ως πεθαμένοι, ή
…δεν βγάλαν το μυαλό / απ’ το κρανίο να σεργιανίσει στ’ άπατα.
Ο νεκρός κάθε τόσο ανασήκωνε της κάσας το καπάκι /να σιγουρευτεί τί διαδρομή ακολουθεί το ξόδι του.
Κι εδώ πάλι ο είρων Καρούζος μας υπο-μνηματίζει: «ε ρε γέλια που θα ρίξω μέσα στην κάσα μου κατά την νεκρώσιμη ακολουθία!»
Η J. Kristeva υποστηρίζει ότι υπάρχει μία «ώση θανάτου στη γλώσσα» και κυρίως στην ποιητική γλώσσα. Η έσχατη απόληξη κάθε φιλοσοφικού ερωτήματος περί της ανθρώπινης ύπαρξης, μοιραία κατά-λήγει στον θάνατο.
Πλησιόχωρο άλλοθι ο θάνατος / αγκιστρωμένος στις ηδονές. ή
Μην ανταλλάσσεις τη φυγή με το θάνατο έλεγες. ή
Νεκρική σιγή χωρίς νεκρούς.
Ο Ε.Β. δεν γράφει απλώς για να διατυπώσει τις απόψεις του και να υποστηρίξει τις ιδέες του, αλλά από-φθέγγεται με το πάθος και την πειθώ ενός μύστη. Πρόκειται όμως για ένα μύστη που είναι και συνάμα αισθητής, δηλ. ένας φανατικός της ποίησης, που αντιλαμβάνεται την ποιητική αισθητική, όχι μόνον ως «δημιουργική θεολογία» (G. Hartmann) αλλά και ως δημιουργική οντολογία, που ανα-θεωρεί την ίδια την αγωνία του όντος με την ποίησή του, δηλ. την ταυτόχρονη υπέρβαση και την αποδοχή του αμετάκλητου της ύπαρξης.
Και προ παντός οι ζώντες νεκροί και οι νεκροζώντανοι. ή
Σε κρεβάτια, μετά σε κάσες, και κατόπιν / κάτω απ΄ τη γη που υπάρχει για όλους χώρος.
Είναι εντυπωσιακή η δεξιοτεχνία με την οποίαν ο Ε.Β. συν-διαλέγεται με μια συνεχή ερωτο-από-κριση του όντος με τον Θάνατο, και σ΄ αυτό το συνεχές συν-δια-λέγεσθαι, αποσυνδέει όλα τα θεολογικά και μεταφυσικά τους σημαινόμενα, έτσι που όπως γράφει ο Χάρολντ Μπλούμ (Η αγωνία της επίδρασης) «ο ποιητικός ανταγωνισμός γίνεται αναθεωρητική βία που δεν διεκδικεί την κοσμική εξουσία, αλλά την νίκη επί του χρόνου με την υπέρβαση του θανάτου μέσω ενός θανασίμου ψεύδους: του ψεύδους της λογοτεχνίας.»
Ανταλλάσσω τον βίο με τη βία του βίου, / γιατί πάντοτε πλεονάζει η απώλεια.

Σε μια εποχή που η ποίηση εύκολα και σχηματικά ρητορεύει για την απουσία, τον πόνο και τον θάνατο ο Ε.Β. κατάφερε να αποκατατήσει το χαμένο κύρος του πάθους στην πιο αμφιλεγόμενη προσπάθεια του ανθρώπου, να υπερβεί την κυριολεξία της υπαρξής του με το διαβρωτικό μειδί-ασμα της ποίησής του:
Μην με ερεθίζετε σύντροφοι όση ώρα / είμαι στην ουρά προσμένοντας το θάνατο / σε στάση πελαργού στο ένα πόδι. ή
Δεν βλέπεις προς τα εδώ, αλλά κοιτάς τα δέντρα. / Είπες: κοιτάω ποιο ξύλο θα γίνει φέρετρό σου.
Αλλά ο θάνατος είναι το έσχατο επεισόδιο στο διάβα της ζωής, κι εδώ ο Ε.Β. αποθεώνει ειρωνικά και ανατρεπτικά το θάνατο και καταφάσκει τα μέγιστα στην Ζωή, στο ποίημα : ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ:
Θα επιθυμούσα όχι διπλή αλλά τριπλή ζωή. / Μία να ζήσω, μία να βιώσω και μία να επιβιώσω. ή
Ζωή : μία λέξη τρία γράμματα. / Να ’τανε τρεις ζωές σε ένα γράμμα! ή
Στο εξής η ζωή με μοιρολόγια / και ο αφανισμός θα προβάλλει με τραγούδια.
Κάθε λέξη πέρα απ’ την επιφανειακή της δυνατότητα και χρήση έχει μιαν βαθύτερη, μια πυρηνική δυνατότητα, που περιμένει την μεσολάβηση του ποιητικού λόγου για να διασπασθεί.
Ο Μαγιακόβσκη μας εξηγεί πως: «η ποίηση είναι ταυτόσημη / με την παραγωγή ραδίου / Για μια μόνο λέξη / λιώνεις χιλιάδες τόνους γλωσσικό μετάλλευμα.»
Ο ποιητικός λόγος του Ε.Β. έχει την ικανότητα να λειτουργεί σαν καταλύτης για μια τέτοιου είδους “εκπυρήνωση” της λέξης, εκλύοντας την βαθύτερη ουσία της στην πυρηνική αυτή γλωσσική σχάση, και η επινοημένη νέα-λέξη του, πραγματώνει την σημασιολογική της υπόσταση με γλωσσοδυναμική ενέργεια, που εκπλήσσει δημιουργώντας ποιητική υπέρβαση και ρηξικέλευθη εκφραστική.
Στα ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ υπάρχουν λέξεις «επινοημένες», ο οποίες είναι σύνθετες λέξεις και αντλούν την ύπαρξή τους από το ετυμολογικό συνεχές της ελληνικής γλώσσας. Ως γνωστόν, πολλές ομηρικές λέξεις απαντούν συχνά στην νέα ελληνική, εγγεγραμμένες σε σύνθετες λέξεις. Έτσι, έχουμε και λέμε: Η ΨΥΧΟΦΑΓΟΣ: Ηθική μεταϋπαρξιακή / τον άκουα να κράζει: Υπερβατόνοε. /Νεκρομανείς και κηδειόφρονες. ΠΟΝΤΟΝΟΗ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ: ψυχή εικονόπληκτη / Εξουσιοσυντήρητο πνεύμα / Ρακορροούντες άνθρωποι / ο εντοσθόηχος.
Αλλά ας μας μιλήσει ο ίδιος ο ποιητής (ΦΩΝΗ-ΕΝ τ.
Ο Μπόρχες (FICCIONES) αναφέρει πως είναι δυνατή «η κατασκευή ενός ποιητικού λεξιλογίου συμβόλων, που δεν θα ήταν συνώνυμα ή περιφραστικά όσων αποτελούν το καθημερινό μας λεξιλόγιο, αλλά θα εκφράζουν ιδεώδη αντικείμενα προορισμένα κυρίως για την κάλυψη ποιητικών αναγκών.»
Στην συλλογή το συνθετικό ποίημα HELAS, γράφεται με ένα L, κι ενώ ακουστικά παραπέμπει στην λέξη ΕΛΛΑΣ, γαλλιστί είναι η λέξη αλίμονο, κατά το αγγλικό ALAS.
Πολλά είπα, φευ, οίμοι Ελλάς, helάs, / δύσκολο να αποκαταστήσουμε / την ισορροπία των γεφυρών πριν πέσουν.
Η ποιητική χρήση της γλώσσας του Ε.Β. στα ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ, συν-άδει με την Ηρακλήτεια ποιητική συνηχητική: «συνάψεις όλα και ουχ’ όλα. Συμφερόμενον, διαφερόμενον, συνάδον, διάδον.»
Να πάρει ο λόγος νέα υπόσταση / από τον λυρισμό στον γρυλισμό /
υπαρξιακά και αξιακά/ σαν άγριο βλέμμα.
Η ποίηση του Ε.Β. διανθίζεται με μοναδικές λεκτικές διαπλοκές, που δημιουργούν ηχητικές εκτροπές και αντιθετικά ζεύγη, όταν απογειώνονται στην διαδικασία ανά-γνωσης του ποιήματος.
Ανδρειεύει η βλακεία, αποβλακώνεται η ανδρεία. ή
Αγγίζεις ουρανό ή πατάς στη γη, το ίδιο πράγμα. ή
Σάμπως να ’μουν εγώ παρών κι εσύ απούσα. ή
Όσο έψαχνα το αύριο, το σήμερα χανόταν. ή
Ανεξάντλητο απόθεμα κωμωδίας στην τραγωδία.
Έτσι η ποιητική δημιουργία στην ακραία της έκ-σταση μπορεί ακόμη να αποκτήσει θεϊκές δυνατότητες :
Ένα κλικ προς τα δεξιά της ασχήμιας / δύο κλικ προς τα αριστερά της ομορφιάς / θα διορθώσουμε τη θεϊκή ακαλαισθησία. ή
Τι πάτε να κάνετε αθεόφοβοι / με παρόντα το θεό και δεν φοβάστε;
Εδώ να σημειώσω ότι ο Ε. όποτε αναφέρεται στον θεό τον γράφει με πεζό το θήτα, αφού είναι διακηρυγμένος εχθρός κάθε μεταφυσικής και θεολογίας.
Οι επαναλήψεις και οι παρηχήσεις των λέξεων σ’ όλη την έκταση των ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΩΝ έχουν ειρωνική εκφορά και εκπέμπουν τα νοηματικά φορτία τους με μιαν λεξίτροπη συν-ουσία που κάνει τον απαιτητικό αναγνώστη, αυτόν τον «lecteur gourmand» κατά τον Μπάρτ, να ανα-γιγνώσκει το ποίημα, έτσι που η πράξη της ανάγνωσής του να μετουσιώνεται σε μια περιπετειώδη αισθητική εμπειρία. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια επικοινωνιακή λειτουργικότητα ανάμεσα ποίησης και αναγνώστη, όταν θα δια-κρίνει με σχετική άνεση τα σημασιολογικά ισοδύναμα των δια-λεκτικών συσχετισμών, που προέρχονται από τον ήχο και τον ρυθμό του λόγου μέσα στο ποίημα.
Σε κάποιους ο φτηνός λόγος στοιχίζει ακριβά / και σε άλλους ο ακριβός χάνει αξία. ή
Να βιώσω και να επιβιώσω. ή
Κάνω ασκήσεις άρθρωσης, εξάρθρωσης. ή
Ελαύνει δεν παρελαύνει. ή
Κάνει το ήλιο να κλάψει αντί να λάμψει.
Η πολυδύναμη αυτή συν-παρά-ηχητική διάσταση στα ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΑ του Ε.Β. όχι μόνο δεν είναι μία απλή ακουστικοποίηση μέσα στην γλώσσα, αλλά η πιο θερμή, η πιο ζωντανή λεκτική έκφανση της γλώσσας, απόλυτα εναρμονισμένη με τις εκφραστικές συναρτήσεις της στην ανάπτυξη του ποιήματος.
Να προσαρμοστείς σ΄ αυτή ή να την προσαρμόσεις; ή
Όλες οι εκκρεμόττητες / εκκρεμούσανε σ΄ εμένα. ή
Μια ζωή μακριά απ’ τη θλίψη / πιθανόν και την κατάθλιψη. ή
Έκανε τη σιγή να σιγήσει.

Σ’ αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τον Αντονέν Αρτώ: «να ξαναγυρίσουμε στις αναπνευστικές, πλαστικές δραστήριες πηγές της γλώσσας και ν’ αποσπάσουμε από τις λέξεις τις φυσικές κινήσεις που τους έδωσαν γέννηση. δηλ. οι λέξεις να εννοούνται από την ηχητική τους σκοπιά, να συλλαμβάνονται σαν κινήσεις. Να ένας τρόπος με τον οποίον η γλώσσα ης φιλολογίας ανασυντίθεται και γίνεται ζωντανή.»
Σκιές σκιών /
συνήθως μύθοι και μυθεύματα./
να ’χει ο θεός θέα και θέαμα. ή
Ο χρόνος έχει τον χρόνο να καταπιεί το σώμα του. ή
Ανταλλάσσω τον βίο με τη βία του βίου. ή
Τις αφορμές που αφορμίζουν.
Ο Χάιντεγκερ ανιχνεύει την αλήθεια σαν την μη λήθη (α στερητικό και λήθη). Ο δε Πλάτων στον Κρατύλο σαν «θεία ούσα άλη» (δηλ. σαν θεία πλάνη) και ο Ε.Β. Αναφωνεί:
Αλλά να μην μπορώ να εφεύρω ένα ψέμα / ενάντια στην που δεν αληθεύει αλήθεια!
Και καταλήγει:
Είπα πολλά, φτάνει μη και με μισήσουν τώρα οι λέξεις.
Αθήνα, Νοέμβρης 2017
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]








