Αγγελική Πεχλιβάνη, Πεζή οχούμενη, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2018.
Η ανάγνωση ενός ποιητικού βιβλίου, είναι μία δύσκολη ενασχόληση, γιατί «είναι ο ήχος της μονομαχίας δύο αηδονιών» όπως λέει ο Μπορίς Παστερνάκ (Ο ορισμός της ποίησης). Πολλώ δε μάλλον η παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου,- δεν τολμώ καν να σκεφτώ τη λέξη κριτική,- είναι μία αδιάκριτη ματιά στο κόσμο ενός Άλλου πλάσματος που με παρρησία αποφασίζει να μοιραστεί σκέψεις, αισθήματα, φόβους, προσδοκίες και να σταθεί με την αρχέγονη γύμνια και μοναξιά του, μπροστά στο αδηφάγο βλέμμα του αναγνώστη.
Διαβάζοντας ποίηση, ο άνθρωπος μετέχει της προαιώνιας δημιουργίας, γιατί κάθε καλό ποιητικό βιβλίο είναι μία νέα κοσμογονία, σε έναν κόσμο, ο οποίος, θα νόμιζε, κανείς, δεν έχει εξοστρακίσει οριστικά, λόγω των ιλιγγιωδών ταχυτήτων, την απροσποίητη τρυφερότητα, η οποία παραμένει το πανίσχυρο όπλο των ποιητών και το έσχατο καταφύγιο των αναγνωστών.
Αυτή η απροσποίητη τρυφερότητα είναι το κόκκινο νήμα που διαπερνάει όλη την ποιητική συλλογή της Αγγελικής Πεχλιβάνη Πεζή οχούμενη (Κίχλη 2017). Τόσο ο όγκος των έργων, όσο και το εύρος της θεματολογίας, μαρτυρούν πως η ποιήτρια κυοφορούσε επί μακρόν την ποίησή της, υποβάλλοντάς την σε επανειλημμένες δοκιμές, αμφισβητήσεις και, ποιος ξέρει, ίσως διαγραφές. Το αποτέλεσμα όμως δικαιώνει τόσο την ίδια, όσο και τον αναγνώστη, ο οποίος από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα παρασύρεται σε ένα γαϊτανάκι εναλλαγής των συν-αισθημάτων του. Αν σκοπός της ποιήτριας ήταν να παρα-κινήσει με το αίσθημά της τον αναγνώστη, μπορούμε να πούμε πως το κατάφερε.
Χωρισμένο σε έξι ενότητες, το ποιητικό αυτό ταξίδι ξεκινάει από τις εσχατιές της μακρινής χώρας του Πούσκιν. Το «From Russia with love» περιλαμβάνει 9 πεζοποιήματα, εμπνευσμένα από ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα, πόλεις της Ρωσίας. Ξεχωρίζει η «Εξιλέωση», ένα πεζό με ιδιαίτερη μελωδικότητα, αλλά και βαθιά πίκρα για την τύχη της Άννας της Χρυσόστομης πασών των Ρωσιών Αχμάτοβα, ενώ το αμέσως επόμενο ολιγόστιχο «Balalaika» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ρωσικό χαϊκού.
Η ενότητα «Πάτερ ημών, είναι μία σπονδή στο δημιουργό ή μάλλον τους δημιουργούς που, προφανώς, αποτέλεσαν το αφετηριακό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε η ποιητική της Αγγελική Πεχλιβάνη. Οι αφιερώσεις των ποιημάτων,- άλλες δημόσιες και άλλες υπαινικτικές,- δεν είναι παρά μία σπονδή χρέους απέναντι σ’ εκείνους που με γενναιοδωρία μοιράστηκαν γνώσεις και ερεθίσματα, καλλιεργώντας το γόνιμο χωράφι της συνέχειας στην ποίηση και τα γράμματα. Στο «Ποίημα για το Μ.Σ.» πετάει, τάχα αδιάφορα τον στίχο «Η αγάπη είναι βαθύτερη απ’ το συναίσθημα» για να τον «δέσει» αρμονικά, μία μόλις σελίδα παρακάτω στο κείμενο με τίτλο «Ποιητική πρόζα για τον Μ.Σ.» σημειώνοντας «Ώσπου μια μέρα ξαφνικά αυτός ευήλια στάχτη αρχίζει να πετά φωτίζοντας για πάντα τη σελίδα». Η συνέχεια στη γραμματεία δεν είναι απλά η διαδοχή των γενεών, των ρευμάτων και των σχολών, η συνέχεια είναι κυρίως μετάδοση της αίσθησης του χρέους, απέναντι στους δασκάλους, τους συγκαιρινούς και του επόμενους.
Η ενότητα «Εκ κοιλίας μητρός… (Η γραφή)», με τα 13 της έργα, είναι μία καλά αφήγηση για της αγιότητα της ελπίδας που προσφέρει η γραφή στο δημιουργό αλλά και τον αναγνώστη. Μόνο σαν προσευχή γεμάτη ικεσία μπορεί να διαβαστεί ο στίχος «Δεν μίλησε ποτέ για ό,τι αγάπησε/Δεν είναι ότι δεν αγαπούσε./ Απλά δεν πίστευε στη δύναμη των λέξεων» («Γλώσσα», σελ.46). Λίγο πιο κάτω όμως, σημειώνει με μανική ευφορία «Μιλάω, γράφω, γράφω και μιλάω, διαβάζω δυνατά, απαγγέλλω με στόμφο και υπόκωφη ένταση, μιλώ με ήχους και άηχα, σε γλείφω, σε δαγκώνω και σε απομυζώ» («Της ήττας», σελ 49). Ο άλλοτε εμφανής κι άλλοτε υπόρρητος ερωτισμός που αναβλύζει σε διάφορα ποιήματα, είναι δηλωτικός ενός κόσμου υπαρκτού στο ποιητικό σύμπαν της Αγγελικής Πεχλιβάνη. Ο ερωτισμός αυτός, μακράν και πέραν του ευτελούς εντυπωσιασμού που είναι του συρμού, είναι ένα μονοπάτι που διασχίζει το απερίφραχτο όριο της μοναξιάς και αποκαλύπτει την συγκλονιστική ακτημοσύνη της ποιήτριας απέναντι στον κόσμο.
Η Αγγελική Πεχλιβάνη, εκτός από σκέψεις και αισθήματα, μοιράζεται και τις μουσικές, τους αγαπημένους συνθέτες με τα έργα τους, τις νότες και τα τραγούδια, τον τελειότερο ήχο μετά τη σιωπή που είναι η μουσική. Η μουσική είναι σαν τον Έρωτα. Όπως στον έρωτα ο Άλλος είναι η πραγμάτωσή του, έτσι και στη μουσική ο Άλλος ο ακροατής (εν προκειμένω ο αναγνώστης) είναι που δίνει υπόσταση σ’ αυτή. Γράφει η Αγγελική Πεχλιβάνη «Σε αυτό το adagio σου κράτησα το χέρι κάποτε./ Τόσο απαλά, που ένιωσα τη χλόη της παλάμης σου/ από το φύσημα των ξύλινων πνευστών» («Adagio», σελ 63). Όπως στη μουσική, η σιωπή ανάμεσα σε δύο νότες δημιουργεί την αρμονία, έτσι και στην ποίηση της Αγγελικής Πεχλιβάνη, δημιουργεί την αίσθηση άλλοτε της παρουσίας κι άλλοτε της απουσίας.
«Ο έρωτας και ο θάνατος», είναι η εκτενέστερη ενότητα στην οποία η δημιουργός επιχειρεί ένα δικό της σεργιάνι στη μνήμη. Άγρυπνο το βλέμμα της τελευταία, παιδεύει και γαλουχεί το επίπονο και επίμονο σκάλισμα του μολυβιού πάνω στο χαρτί. Αλλού η Πεχλιβάνη φωνάζει κι αλλού ψιθυρίζει, μα είτε πρόκειται για κραυγή, είτε για ψίθυρο, εκείνο που μένει στον αναγνώστη είναι η ειλικρίνεια του αισθήματος και της γραφής. «Διασχίζω απόσταση χιλιάδων σκέψεων/ Εκατομμυρίων ml παρορμήσεων/Μυριάδων κόκκων θυμού που εκρήγνυνται/ Μην φύγεις πριν φτάσω» («Διαγαλαξιακόν», σελ. 75), γράφει ως ικεσία και προσευχή μα γνωρίζει πως στο τέλος «Με στεγανή σιωπή/Θα σε εκδικηθώ/ Δεν θα γίνεις ποτέ discources/ Ή με λόγια απλούστερα:/ Δεν θα υπάρχεις» («Φουκώ in love», σελ.77). Ο έρωτας και ο θάνατος, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, κάνουν την απώλεια αμετάκλητη, γι’ αυτό και η Αγγελική Πεχλιβάνη, με τρόπο οδυνηρά σπαρακτικό στο «Μαγικός ρεαλισμός στον Κορυδαλλό» με ιδιαίτερη μαεστρία θίγει το θέμα της μυρωδιάς ως αναμνηστικό και μνηματάρι προσώπων αγαπημένων και προσφιλών που άφησαν στο διαβασίδι της ζωής ίχνη ανεξίτηλα στο Είναι «Η μυρωδιά του δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ» (σελ. 86).
Ο τίτλος «Και άλλα τινά», της τελευταίας ενότητας, είναι παραπλανητικός. Δεν περιλαμβάνει ποιήματα που «δεν χώρεσαν» στις άλλες ενότητες, αλλά εκείνα που αφορούν το «γραφείο» της Πεχλιβάνη, ένα γραφείο με γάτες, μουσική, βιβλία και μοναξιά. Αυτά περιγράφει, με αφορμή δασκάλους, φίλους, συγγενείς, αλλά τη σιωπή, την οποία η Αγγελική λατρεύει.
Δεν είναι εύκολη η ιχνηλάτιση των επιρροών στην ποιητική της Αγγελική Πεχλιβάνη. Περιδιαβαίνει με την ίδια άνεση σε διάφορες σχολές και τεχνοτροπίας, πράγμα που δείχνει πως έχει «χωνέψει» καλά τους προηγούμενους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να σταθεί τόσο καλά και γερά στο πόδια της άλλωστε; Εξίσου δύσκολη είναι και η κατάταξή της στα σημερινά ρεύματα ή μόδες, τα οποία πεισματικά δεν ακολουθεί, επιμένοντας στον προσωπικό δρόμο της αναζήτησης και της απορίας, της αμφισβήτησης και της υπονόμευσης, της σιωπής, του ψιθύρου και της κραυγής σε ένα κόσμο δύσκολο, που απελπισμένα αναζητά την ελπίδα μέσω της μνήμης να ατενίσει το μέλλον.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Σταύρος Κούλας. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]