Πέρα δώθε στην κουβέρτα, μπουρίνι μοναχό. «Και να σου τάζει ο καπετάνος λαγούς με πετραχήλια…». Βημάτιζε κοιτώντας μια κάτω τη γλυτσιασμένη κουβέρτα του πλοίου, μια τον κατάμαυρο ορίζοντα. «Α ρε καπετάνο, με πήρες στο λαιμό σου…Να θαλασσοδέρνομαι τσι γιορτάδες ούλες, να μη δω Θιου πρόσωπο…». Το πρόσωπό της εννοούσε. Κρητικοπούλα με τα όλα της, από τον Φρες τ’ Αποκορώνου. Τον είχε τρατάρει νερό κρούσταλλο του πηγαδιού με το τάσι τ’ αργυρό κι από τότε δεν εβγήκε στιγμή από το νου του. «Αν είχα μείνει στη στεριά… Αν είχα ακούσει τον μπάρμπα μου, να κοιτάξω τα χωράφια…». Κουβέντα στην κουβέντα, με τ’ ελόγου του. Σάμπως είχε και κι άλλον; Ο καθείς στο πόστο του. Και να του λάχει αυτουνού να σουλατσέρνει μες στη μαύρη νύχτα, μές στην αντάρα και το ξεροβόρι. «Η μάννα θα’ χει τώρα ξεφουρνίσει την πίτα και στην παραστιά θα καίει το χριστόξυλο…». Σφίχτηκε γερότερα στη νιτσεράδα . «Βάστα Γιάννη», είπε ξανά στον εαυτό του. «Αγάντα», άκουσε τη φωνή του, δυνατά τούτη τη φορά. «Α ρε καπετάνο, ανάθεμα την ώρα που σ’ άκουγα! Σα δε νογούσα..».
Κείνη την ώρα ήχησε σαν κεραυνός το σφύριγμα. «Άνθρωπος στη θάλασσα!». Μόνα τους κινήθηκαν τα μέλη του και τον φτάσανε στη βάρκα. Την είχε ξελύσει σαν έφτασαν οι άλλοι, άγριο ποδοβολητό. Ρίξανε τη βάρκα και πέσανε δυο μαζί, ο Γιάννης με το λοστρόμο τον Στρατή. Οι άλλοι φωνάζανε απ’ την κουβέρτα. Τον τραβήξανε πάνω στη βάρκα. Άγγιγμα τραχύ λινάτσας μουσκεμένης, βάρος πολύ. Βαλθήκανε να τον κουνάνε, γύρισε ο Στρατής : « Πεθαμένος είναι». «Καλού κακού, ας τόνε πάρουμ’ απάνω σύντεκνε».
Σαν τον ανεβάσανε και είπανε των αλλουνών πως είναι μάλλον τελειωμένος, έπεσε βαριά σιωπή. Τον πήγανε μέσα, μαζί κι ο Γιάννης. Ο Μανώλης που’ κανε το γιατρό του’ βγαλε τα ρούχα, γρήγορα, τόνε γύρισε ανάποδα, του πήρε τον σφυγμό, του’ καμε μαλάξεις στην καρδιά. «Δεν αναπνέει». Έκαμε το σταυρό του. «Μωρέ αγιοβασιλιάτικο πεσκέσι που μας έλαχε», έκανε ο καπετάνιος χολωμένος. Ήτανε και προληπτικός.»Μιαν ώρα ν’ αλλάξει ο χρόνος, γούρι να σου πετύχει!». Πέταξε μια βλαστήμια. «Μη βλαστημάς καπετάνο», τόλμησε ο Μανώλης που του’ χε θάρρητα. «Για τον καλό το χρόνο, δε κάνει, για το καλό». Ο καπετάνος έπνιξε ένα τσιγαρόβηχα βαρύ, μαζί ένα γέλιο άγριο. «Το καλό! Εδώ μας έκαμε ποδαρικό ο χάρος κι εσείς μπαταλαλείτε». Έκαμε να φύγει μα γύρισε απότομα. « Μαζεύτε τον και ξαναπετάτε τον μέσα. Έχουνε να κάμουνε Λαμπρή τα ψάρια. Αλλιά από μας». Πήγε ξοπίσω του κι ο Μανώλης.
Ο Γιάννης στεκότανε ακίνητος με το βλέμμα στον πεθαμένο. Γέρος ήτανε μα γερός ακόμα στο κορμί. Τα μάτια ολάνοιχτα. «Ποιος να του τα κλείσει…». Πώς βρέθηκε στη θάλασσα; Γιατί; Την ώρα που σεργιανούσε βαργωμισμένος την κουβέρτα. Κάτι πάνω στο γέρο του θύμιζε πολύ τον καπετάνο. Εκείνον τον άντρα τον θαυμαστό των παιδικάτων του που τον έσπρωξε στη θάλασσα. «Ο καπετάνος, νεκρός». Δεν ήταν αυτός. Μα δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από πάνω του, από τη γκρίζα φανέλλα τη μουσκεμένη και τις λευκές τρίχες του στέρνου. Έμεινε ώρα εκεί. Ένιωθε παράξενα ν’ αντρειεύεται δίπλα στο νεκρό.
Από το βάθος της νύχτας ακούστηκαν οι κανονιές. Κάποιος φώναζε «Καλό σας χρόνο!» κι άλλος «Ευτυχές το 1955!». Σα να ξύπνησε από λήθαργο, έπιασε να συμμαζεύει τον πεθαμένο.