Κάθε Κυριακή είθισται να τρώμε όλοι μαζί στο σπίτι των γονιών μου. Ή σχεδόν όλοι μαζί. Δεν είμαστε και λίγοι. Γονείς, παιδιά, εγγόνια. Η μητέρα θέλει να μας κρατάει ενωμένους, αγαπημένους, κι ας είμαστε τόσο διαφορετικοί. Αυτή ετοιμάζει πάντα το κυριακάτικο φαγητό και εμείς στρώνουμε το οικογενειακό τραπέζι, τρώμε, τρωγόμαστε, ξεστρώνουμε το τραπέζι, πλένουμε πιάτα, πίνουμε καφέ, τρώμε γλυκό κι αποχωρούμε. Ο καθένας επιστρέφει στη ζωή του. Μέχρι την επόμενη Κυριακή.
Στη μητέρα αρέσει να μας ψήνει ψάρια: τσιπούρες, λαυράκια, μαρίδες και γαρίδες. Η Καίτη παραπονιέται πάντα ότι το σπίτι βρωμάει ψαρίλα και, με το που μπαίνει στην κουζίνα στο πατρικό μας, ανοίγει πόρτες, παράθυρα, παντζούρια. Της βρωμάει το ψάρι, αλλά στο τραπέζι το καταβροχθίζει μια χαρά. Η Καίτη ξεχωρίζει για την τάξη, την καθαριότητα και την πειθαρχία στη ζωή της. Ενώ εγώ…
Στον πατέρα αρέσει πολύ το κρέας. Κάποτε μας έφτιαχνε την πιο λαχταριστή αρνίσια ή χοιρινή σούβλα. Την έψηνε αργά και τη στόλιζε με θαλασσινό αλάτι και ρίγανη. Μας έφτιαχνε και οφτό κλέφτικο, όποτε είχε κέφια, στο πετρόχτιστο φουρνί έξω στην αυλή. Και πατάτες και κρεμμύδια τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο. «Φάε, παιδί μου, λουκούμι είναι», συνήθιζε να λέει. Τώρα ξεχνάει να ολοκληρώσει τις κουβέντες του. Τώρα συμπληρώνω εγώ τις κουβέντες του, που έμειναν μισές τα τελευταία χρόνια.
Χθες ήταν Κυριακή και μαζευτήκαμε στη μία το μεσημέρι στο πατρικό μου. Ήμασταν όλοι εκεί. Η μητέρα δεν έκανε ψάρι, αλλά κεφτέδες και τηγανητές πατάτες, που αρέσουν πολύ στον μικρό. Έφτιαξε και σούπα με μανιτάρια, γεμιστά κολοκυθάκια με διάφορα τυριά και φιλέτο βοδινό, που αρέσει στον Ζήνωνα, τον μεγάλο της εγγονό, άρτι αφιχθέντα από την Αμέρικα. Και πόπαστον μια πορτοκαλόπιτα, σιροπιαστή και μυρωδάτη, απ’ αυτήν που τρώω πάντα λαίμαργα και γλείφω τα δάχτυλά μου. Και αδημονώ για το δεύτερο κομμάτι.
«Βάλε και ένα επιπλέον πιάτο», φώναξε η μητέρα, όταν έστρωνα το τραπέζι.
«Γιατί, περιμένουμε ξένους;» τη ρώτησα.
«Ναι, έναν φίλο του Ζήνωνά μας», απαντάει με τη χαρακτηριστική φωνή της.
Ο Ζήνωνας, ο γιος της αδελφής μου, είναι φοιτητής στην Αμερική, μεγάλο κεφάλι στα μαθηματικά, υποτροφίες από ’δώ, βραβεία από ’κεί, η περηφάνια των γονιών του και η ζήλεια της αδελφής του της Άννας, μιας γλυκιάς μελαχρινής κοπέλας, η οποία εγκατέλειψε τις φιλολογικές σπουδές της στην Αγγλία, για να γίνει ηθοποιός. Κάθε Κυριακή στο οικογενειακό τραπέζι δεν βαριέμαι ποτέ: μια έκπληξη από ’δώ, ένα κουτσομπολιό από ’κεί, χωρισμοί, γεννητούρια, θάνατοι. Εκπλήξεις και εκρήξεις στο κυριακάτικο φαγητό, που λαίμαργα καταπίνουμε εδώ και χρόνια.
Καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε. Στην Καίτη βρώμισαν τα θαμπά μαχαιροπίρουνα αντί της ψαρίλας, ο άντρας της ζήτησε επειγόντως αλάτι για την ανάλατη σαλάτα, η Άννα έπαιζε με το κινητό της, ο μικρός γκρίνιαζε για το παιχνίδι του που έσπασε κι εγώ ατάραχη σέρβιρα το φαγητό. Ο μόνος που χαμογελούσε ήταν ο ξένος μας.
«Από ’δώ ο Πίτερ», μας τον σύστησε ο ανιψιός μου, μόλις μπήκανε στο πατρικό μας. «Γνωριστήκαμε στο πανεπιστήμιο και από τότε κολλήσαμε», είπε ο μικρός Ζήνωνας, που τώρα πια δεν είναι μικρός, αλλά φαντάζει πολύ μεγάλος και τρανός στα μάτια τα δικά μας, και του Πίτερ προφανώς. Ο Πίτερ, επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο όπου ο ανιψιός μου κάνει τη μεταδιδακτορική του διατριβή, ένας ξανθός, γαλανομάτης Άγγλος, όλο χαμογελούσε με τα δικά μας κρύα αστειάκια, χωρίς να τον χαρακτηρίζει διόλου αυτό το αγγλικό γλυκανάλατο χιούμορ.
Οι λιγοστές κουβέντες μας κατά τη διάρκεια του φαγητού περιορίστηκαν στις σπουδές στην Αμερική, τον ήλιο της Μεσογείου, τους ρόλους της Αννούλας που δεν έρχονται ποτέ, στη δικιά μου γκρίνια για το κάπνισμα που δεν κόβει με τίποτα ο άντρας μου, στ’ ακουστικά που πρέπει να βάλει ο πατέρας με την επιλεκτική ακοή του, στο καινούργιο αμάξι της Καίτης. Small talk, μέχρι να έρθει η πορτοκάλοπιτα κι ο καφές με καϊμάκι.
«Μπουκιά και συχώριο, κάθε κουταλιά μπουκιά και συχώριο», ψιθύρισα στον Πίτερ, δίνοντας το κομμάτι της γλυκιάς αμαρτίας. Με κοίταξε περίεργα ο άνθρωπος, όταν του μίλησα ελληνικά, μιας και η συζήτησή μας γινόταν στην άψογη αγγλική, που όλοι οι ομιλούντες κατείχαν, κατάλοιπο κι αυτό της αποικιοκρατίας εδώ στο νησί.
«Ο Πίτερ λοιπόν κι εγώ είμαστε ζευγάρι», πετάει ξαφνικά ο Ζήνωνας στο τραπέζι, την ώρα που η πορτοκαλόπιτα γλύκαινε τους ουρανίσκους των συνδαιτυμόνων. Την ίδια ώρα το κουτάλι της μητέρας μου έπεσε στο πάτωμα, η Καιτούλα, η μαμά του Ζήνωνα, πνίγηκε στο σιρόπι και η Άννα έτρεξε να φέρει νερό στη μητέρα της. Ο γαμπρός μου έχασε τη λαλιά του, με τα γυαλιά του να πέφτουν μέσα στο πιάτο, κι ο πατέρας ρωτούσε, ο καημένος, γιατί δεν του δίνουμε λίγο πόπαστον, ξεχνώντας τον διαβήτη που κουβαλά τα τελευταία χρόνια.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της αποκάλυψης που χρόνια περίμενα, υποψιαζόμενη τη διαφορετικότητα του Ζήνωνα, βυθίστηκα στο σιρόπι του γλυκού, τρεμοπαίζοντας τη γλώσσα μου λαίμαργα μέχρι και την τελευταία του σταγόνα.
«Για πόπαστον μας το κράταγες, χρυσό μου», είπα χαμογελώντας.
«Σώπα, καλέ, και φάε το γλυκό σου», πετάχτηκε όρθια η Καίτη, μόλις συνήλθε από το σοκ της γλυκόζης και του μυστικού που μας αποκαλύφθηκε γυμνά κι απροκάλυπτα. Και ταυτόχρονα πρόσφερε στον πατέρα το δικό του επιδόρπιο, για να τον λιγώσει και να σωπάσει. Και ’μείς οι υπόλοιποι, κομπάρσοι στην ταινία, προσποιηθήκαμε ότι κλείσαμε τα μάτια και τ’ αυτιά και φορέσαμε το «Σώπα, δεν πειράζει, κρύψε τ’ ανομολόγητα κάτω από το τραπέζι και φάε το γλυκό σου». Και σιωπηλά συνεχίσαμε τη λαιμαργία μας.
Ακολούθησε σιωπή για δευτερόλεπτα που φάνηκαν αιώνες, μέχρι που ο Ζήνωνας ζήτησε και δεύτερο κομμάτι πορτοκαλόπιτας.
«Εποσπαστήκαμεν** με το πόπαστον. Η λαιμαργία, παιδί μου, βλάπτει σοβαρά την υγεία», είπε η μητέρα μου με τη στεντόρεια φωνή της.
«Όχι, δεν τελειώσαμε, μάμμα», φώναξα κοφτά. Όσο κι αν φοβόμαστε τη ζάχαρη, όταν ανοίγουμε πόλεμο με τη γεύση, δεν πρέπει να περιμένουμε το χειρότερο. Ζούμε και απολαμβάνουμε.
***
*πόπαστον (κυπρ.): το επιδόρπιο (από + pasto (ιταλ.) > παστόν: αλμυρό), ’πού πάνω ’πού το παστόν, αυτό που τρώγεται μετά το αλμυρό.
**ποσπάζουμαι (κυπρ.): 1) τελειώνω εργασία, 2) γλιτώνω, απελευθερώνομαι (αρχ. ἀποσπάω: αποσπώ, ξεκολλώ)
Κ. Γ. Γιαγκουλλής, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Λευκωσία 2009 (γ΄ έκδ).
Κ. Χατζηιωάννου, Ετυμολογικό λεξικό της ομιλούμενης κυπριακής διαλέκτου. Ιστορία, ερμηνεία και φωνητική των λέξεων. Με τοπωνυμικό παράρτημα, Εκδόσεις Ταμασός Λίμιτεδ, Λευκωσία 1996.
________________
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από συλλογικό τόμο με συμμετοχή άλλων δέκα Κυπρίων πεζογράφων και ποιητών, ο οποίος αναμένεται να εκδοθεί από τις Εκδόσεις Ακτίς. Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Β. Κωβαίου.