Ξύπνησε αχάραγα. Το σπίτι το είχε ετοιμάσει από την προηγούμενη. Έμενε μόνο να μαγειρέψει και να πάρει το μεσημέρι τα παιδιά. Τα είχε στείλει στη μάνα της, να κάνει πιο εύκολα τις δουλειές. Αυτός κοιμόταν του καλού καιρού. Η ανάσα του στο δωμάτιο έκανε την ατμόσφαιρα πνιγηρή. Βγήκε αθόρυβα. Άνοιξε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας. Ο ορίζοντας είχε ασπρίσει. Το πάει για χιόνι, σκέφτηκε. Χαμογέλασε στην εικόνα των κοριτσιών στην αυλή, να φτιάχνουν χιονάνθρωπο και να κυλιούνται στο λευκό. Έψησε καφέ και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού. Το μάτι το αισθανόταν πρησμένο και ο πόνος στο πλευρό δεν έλεγε να περάσει. Σκεφτόταν τις μικρές που θα την έβλεπαν πάλι έτσι. Η ώρα περνούσε, αλλά δεν έλεγε να σηκωθεί. Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο –ανόρεχτα το είχαν και φέτος στολίσει- ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται το ξένο πρόσωπό της. Η έκφρασή της είχε σκληρύνει, το μέτωπο χαρακωμένο από βαθιές ρυτίδες, το στόμα της δυο γραμμές παράλληλες, σφιχτά η μια πάνω στην άλλη, η μελανιά στο μάτι της μια μαύρη άλως, η κόρη του ματιού μια μαύρη τρύπα που την ρουφούσε σε ένα πηχτό σκοτάδι, τα μέλη της παραλυμένα, έπεφτε σε ένα τούνελ βαθύ χωρίς έξοδο, κατρακυλούσε χωρίς να βρίσκει πουθενά αντίσταση, γκρεμιζόταν στο κενό.
Ο ήχος του φλιτζανιού που έσπασε στο πάτωμα ακούστηκε σχεδόν λυτρωτικός. Σηκώθηκε, έριξε πρόχειρα δυο ρούχα σε μια τσάντα, πήρε το πανωφόρι της και βγήκε στον δρόμο. Το χιόνι είχε ήδη αρχίσει να πέφτει πυκνό.