Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται τ΄άρρωστο, φλεγματικό πρόσωπο. Είχε ξεχάσει, νόμιζε πως είχε νικήσει. Μα έρχεται μια ώρα μικρή, νυχτερινή, στην κόψη των πραγμάτων και φέγγει ιαπωνέζικο φεγγάρι. Κοίταξε γύρω του και όλα είχαν γεράσει. Λυπήθηκε πολύ εκείνη την ώρα και έσφιξε την καρδιά του. Όταν θ΄ακουστεί ο συριστικός της απελπισίας ήχος, πρέπει ν΄αντέξει.
(μην λησμονήσεις ποτέ πως στον κόσμο αυτού του μικρού διηγήματος, στις σκηνικές οδηγίες που φτιάχνει η ζωή, μια μετέωρη, ευτυχισμένη φαντασία κερδίζει στα σημεία και έτσι,)
Το δωμάτιό του, τώρα και πάντα, αντικρίζει κατά μέτωπο τις συστάδες του άλσους. Τα παράθυρα είναι ψηλά, καμαρωτά μ΄αλλεπάληλες σειρές σίδερα, επειδή καμιά φορά, απάνω στη γιορτή κάποιος τρόφιμος ταξίδευε με τον άνεμο και όλοι κλείνονταν στα δωμάτιά τους και έκλαιγαν και η γιορτή δεν ήταν παρά κάτι άδεια, ατέλειωτα τραπέζια. Μα όλα αυτά δεν συνέβησαν στ΄αλήθεια, δεν έγιναν ποτέ ή γεννήθηκαν μονάχα μες σ΄αυτό το δωμάτιο.
(μοιάζει κάπως κλονισμένος, πίσω το φεγγάρι γεμίζει και τρέχουν οι εποχές, τρέχουν στην προβολή του φόντου).
Οι πιο τολμηροί τραυματίζονταν ή στήναν οδοφράγματα στους διαδρόμους. Έπειτα έμεναν μέρες στην απομόνωση, άλλοτε ζούσαν δεμένοι για μέρες με ηλεκτροσόκ. Όταν τρεμοπαίζουν τα φώτα ξέρει πως κάποιος παλεύει με τον δαίμονα.
Στο δωμάτιο, τότε και πάντα, υπάρχει μια επιβλητική βιβλιοθήκη με ξυλόγλυπτες λαβές που αναπαριστούν κλαδιά δέντρων. Τα βιβλία είναι λιγοστά, κάποιοι διαβάζουν αδιάκοπα τους τίτλους, είναι μια συνήθεια που εύκολα αποκτούν άνθρωποι όπως οι τρόφιμοι. Μαζί του βρίσκεται η Μπεατρίς, η γλυκύτατη Κρεολή με τους ευγενικούς τρόπους. Στη δική της βάρδια όλοι φέρονται ευγενικά, δεν σπάνε μπουκάλια στις σκάλες, ζητώντας τα κλειδιά, τα κλειδιά, φωνάζοντας, μην μιλάς, κοίτα το φως, το φως. Η Μπεατρίς κάθε τόσο του χαμογελά, κάνει την κίνησή της και έπειτα σκύβει ευλαβικά στο περιοδικό της. Όταν κάτι την εντυπωσιάζει διαβάζει δυνατά και τον κοιτά κάπως πιο τρυφερά. Είναι θαύμα το παιχνίδι μαζί της, τα χέρια της αγγίζουν τα πιόνια, κλείνουν όλους τους δρόμους. Το πιο όμορφο κορίτσι αυτή τη στιγμή σ΄όλα τα μεσοδυτικά είναι αυτή και άλλη καμιά.
Η βάρδιά της τελειώνει το πρωί, οι περισσότεροι θα μείνουν κοντά της, όμως εκείνη δείχνει περισσότερη τρυφερότητα σ΄αυτόν. Είναι τόσο νέος, η καρδιά του είναι παιδική, λέει πως είναι μια ύπαρξη που σπαράζεται, μια ψυχή που καίγεται. Στους τοίχους υπάρχουν εσταυρωμένοι και Παναγίες της Γκραντούκα και παράθυρα γοτθικά και τ΄όνειρο του ιππότη. Πλάι στην πόρτα η επιγραφή και ο κανονισμός. Καθένας που επισκέπτεται έναν από τους χώρους υπογράφει στην είσοδο και η θέση του καθορίζεται μ΄ακρίβεια και επιτηρείται. Εδώ διαβάζει η Μπεά, λένε και χαμογελούν.
Η Μπεατρίς του ψιθύρισε στ΄όνειρό του πως και αν το πρόσωπό του είναι στιγματισμένο, εκείνη τον αγαπά και πως η βάρδιά της ποτέ δεν είναι τυχαία.
Μα δεν μπορεί να θυμηθεί αν όλα αυτά έγιναν ποτέ και έτσι δεν τα συλλογιέται άλλη ώρα παρά μόνον όταν θέλει να γλεντήσει τη μοναξιά του. Όταν απομένουν μόνοι και έχει βρει το κέφι της, μπορεί να του εκμυστηρευτεί πώς κάνουν μάγια οι γυναίκες του ποταμού και πώς ερμηνεύονται τα σημάδια των νερών.
Η Μπεατρίς του διηγείται μια ιστορία. Στο δωμάτιο εισβάλλει ένας έξαλλος θαλαμοφύλακας, φωνάζει, τρέξτε είναι οπλισμένος.
Έχει ξεχάσει τα πάντα, δεν ξέρει πόσος είναι αυτός ο καιρός που ζει. Εκείνος ακλόνητος, στη θέση του, γελά δυνατά για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Επειδή τώρα όλα τελειώνουν και αυτό το μαρτύριο, τα ρεύματα και ο συρριστικός της απελπισίας ήχος συνιστούν ένα μαρτύριο τραγικό και βαθύ.
Τρέξτε είναι οπλισμένος, φωνάζει και φεύγει στους διαδρόμους ο θαλαμοφύλακας μα εκείνος έχει πια κιόλας μεταμορφωθεί στον μυθικό Άμλετ που πρέπει κανείς απ΄την αρχή να γεννήσει για τον ίδιο του τον εαυτό μια και μόνο στιγμή.
Ακούστηκε ένας κρότος και η Μπεατρίς έγειρε γυάλινη και παλιά, μια ανάμνηση κιόλας ή τίποτε.
Το τέλος αυτής της ιστορίας τον θέλει βυθισμένο σ΄έναν απρόσιτο κόσμο, μονάχα δικό του, μ΄αξεπέραστα εμπόδια. Τώρα και τότε, ζει μόνος, δεμένος σε μια άκρη του θαλάμου του. Του έχουν παραχωρήσει το δικαίωμα να ζωγραφίζει στους τοίχους, μα εκείνος φτιάχνει αδιάκοπα το ίδιο πρόσωπο, μια σχεδόν ιχνογραφία που χωρά εκατοντάδες φορές στους τοίχους με τους εσταυρωμένους και τις Παναγίες και τ΄όνειρο του ιππότη.
Άγνωστο πότε, τότε και τώρα και πάντα, κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται η Μπεά, το πιο όμορφο κορίτσι δίχως άλλο κατά μήκος του ποταμού.
(μια μακρινή μελωδία σβήνει τη μορφή του μες στα νερά, γιατί είναι ποταμός η καρδιά του. Γιατί στις όχθες θα ζει για χάρη της και θα ονειρεύεται).








