Πήγε και στάθηκε εκεί, μπροστά στην πολύχρωμη στολισμένη βιτρίνα. Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται όλη η μαγεία των περασμένων Χριστουγέννων. Στην ίδια κόκκινη μεγάλη μπάλα, είδε την αντανάκλαση από ένα μικρό κοριτσάκι -κάτι μέσα τής της έλεγε πως ήταν εκείνη- που καθόταν κάτω από ένα μεγάλο στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και διάβαζε το βιβλίο του Χάρι Πότερ. Χθες η Θεία τις είχε πάει στον κινηματογράφο, αυτήν και την μικρή της αδερφή, να δουν την ταινία. Πότε ήταν αυτό το χθες; Πριν πόσα χρόνια; Σε ποια ζωή; Σ’ όλο το σπίτι απλώνονταν μια γλυκιά μυρωδιά από φρεσκοψημένα μελομακάρονα και κουραμπιέδες, ενώ την ατμόσφαιρα κάλυπταν φωνές αντρών -άραγε ποιοι ήταν όλοι αυτοί; – από την τραπεζαρία. Κοίταξε πάλι την ψυχρή βιτρίνα. Πότε έχασαν τα μαγικά του Χόγκουαρτς όλη τους την δύναμη, και πότε όλη η μαγεία στράγγιξε και χάθηκε απ’ αυτόν τον κόσμο; Κι αυτή πότε έχασε το σπίτι της; Πότε έχασε τη Μαρία; Έτσι τη λέγανε τη μικρή της αδερφή που ερχόταν και την παρακαλούσε να της διαβάσει τον Χάρι. Πότε έπαψε να είναι πια εκείνο το κοριτσάκι που διάβαζε ιστορίες με μάγους; Ένας Χτύπος στην βιτρίνα την έβγαλε από την αναπόληση της. Ο ιδιοκτήτης της έκανε νόημα να φύγει. Κανένας δεν ήθελε κάποια σαν αυτή έξω από το μαγαζί του τέτοιες μέρες. Την κοίταξε πάλι επίμονα με αγριεμένη όψη και της έκανε νοήματα να φύγει. Εκείνη δεν αντέδρασε, έβαλε τα ξυλιασμένα χέρια της με τις φθαρμένες μανσέτες στις τσέπες του πολυκαιρισμένου καμηλό παλτού της, και σαν σκιά γλίστρησε και χάθηκε μέσα στην κίνηση των μεγάλων -δίχως αρχή και τέλος- δρόμων αυτής της μητρόπολης. Και από ψηλά έπεφτε το χιόνι, το πρώτο για φέτος στο κέντρο της πόλης. Φέτος θα κάνουμε λευκά Χριστούγεννα, σκέφτηκε ο καταστηματάρχης.
