Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται το πρόσωπό της: όχι τα πρόσωπα των τετράχρονων ανιψιών του, με τους οποίους έπαιζε δυο ώρες πριν, όχι το πρόσωπο της μητέρας του, που ήταν νεκρή εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αλλά το πρόσωπό της, αυτό με το οποίο αναμετρήθηκε δεκάδες ώρες φέτος, σε καφέ, σε εστιατόρια, στον δρόμο, εφευρίσκοντας συχνά αφορμές για να της ζητήσει ραντεβού, επινοώντας συνεχώς καινούργια θέματα για κουβέντα, αντιμετωπίζοντας με σθένος την απερίγραπτη ωραιότητά του, κάθε φορά, υπομένοντας με την ψυχή στα δόντια τη γοητεία του, μέχρις ότου, σε μια τελευταία συνάντηση, τριακόσιες μέρες μετά την γνωριμία τους και εν μέσω εορταστικών λάμψεων και ζεστών μυρωδιών, η τακτική του έφερε αποτέλεσμα: αίφνης τελείωσαν τα πυρομαχικά του εχθρού, εξαντλήθηκαν οι προμήθειές του, η πολύμηνη πολιορκία λύθηκε, ήταν ελεύθερος και γυμνός πάλι.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]