Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται μια μαύρη κηλίδα. Γύρισε το κεφάλι και είδε τη μουσούδα του Ρεξ, που καθόταν στον καναπέ ήσυχος. Ο Ρεξ κοιτούσε κι αυτός το δέντρο. Για αυτόν δεν ήταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο αλλά ένα δέντρο. Το σκυλί μύρισε τα κλαδεμένα κλωνάρια κουνώντας τις μπάλες, που ταλαντεύτηκαν σαν να είχε φυσήξει αέρας στο δωμάτιο. Οι μπάλες είχαν χρυσό χρώμα με γκλίτερ που άστραφτε. Το δέντρο ήταν πρόκληση για το σκυλί. Να δαγκώσει τις κορδέλες, να παίξει με τις μπάλες. Ήταν μικρόσωμος, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε. Σήκωσε το πόδι και κατούρησε την ξύλινη βάση όπου στηριζόταν το δέντρο αφήνοντας το αποτύπωμά του ότι εδώ έπρεπε να επιστρέψει γιατί κάτι ενδιαφέρον υπάρχει. Αν ο Ρεξ συνέχιζε έτσι, έπρεπε να αποφασίσει ποιος από τους δύο, το σκυλί ή το δέντρο θα απομακρύνονταν από το σαλόνι.
Από πάντα έφευγε στις γιορτές για ένα τριήμερο όμως φέτος με το κουτάβι κανένας ξενώνας δεν την δέχτηκε. Αγόρασε το δέντρο, μια ανάσα πράσινου στο σπίτι το ελάχιστο κομμάτι δάσους που ο μισθός της επέτρεπε να κατέχει. Και να που ο έτερος εκπρόσωπος της φύσης δρα φυσιολογικά και της δημιουργεί πρόβλημα. Ξεκρέμασε μια μπάλα. Τη ζύγισε στο χέρι και κοιτάχτηκε στη γυαλιστερή επιφάνεια. Το πρόσωπό της έδειχνε παραμορφωμένο. Ένα δάκρυ κύλισε και το χρώμα ξέβαψε στα δάχτυλά της. Φώναξε τον Ρεξ. Τον αγκάλιασε. Στο τρίχωμα του ζώου κόλλησε η χρυσόσκονη.
Ένα ακόμη χριστουγεννιάτικο αξεσουάρ στο σαλόνι!








